Οι επεμβάσεις του θυρεοειδούς αδένα είναι συχνότατες στην καθημερινή κλινική πράξη και εμφανίζουν αυξητική τάση τα τελευταία χρόνια. Η αύξηση αυτή οφείλεται περισσότερο στην ευκολότερη αλλά και πρωιμότερη διάγνωση ακόμη και μικρών νεοπλασμάτων και λιγότερο στην αύξηση των νέων κρουσμάτων.
Οι θυρεοειδεκτομές πραγματοποιούνται κυρίως για τη θεραπεία καρκινωμάτων του αδένα και σπανιότερα για την αντιμετώπιση λειτουργικών παθήσεων του θυρεοειδούς (υπερθυρεοειδισμός) που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με φαρμακευτική αγωγή.
Παρότι δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, ο αριθμός των επεμβάσεων θυρεοειδούς στη χώρα μας υπολογίζεται ότι κάθε χρόνο ξεπερνά τις οκτώ χιλιάδες. Στη συντριπτική πλειονότητα των ασθενών οι επεμβάσεις αυτές έχουν θεραπευτικά αποτελέσματα.
Υπάρχουν όμως κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου οι ασθενείς έκπληκτοι πληροφορούνται από τον θεράποντα ενδοκρινολόγο ότι παρά την αρχική επέμβαση, εξακολουθούν να έχουν πρόβλημα και θα πρέπει να υποβληθούν σε επαναληπτική χειρουργική επέμβαση προκειμένου να θεραπευτούν οριστικά.
Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν στην ανάγκη επανεπέμβασης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: α) η ύπαρξη μεγάλου θυρεοειδικού υπολείμματος σε περιπτώσεις όπου στην πρώτη επέμβαση δεν διενεργήθηκε ολική θυρεοειδεκτομή, β) η υποτροπή της νόσου, δηλαδή η επανεμφάνιση του καρκίνου εκεί όπου αρχικά είχε αφαιρεθεί ο θυρεοειδής και γ) η ύπαρξη διηθημένων λεμφαδένων που δεν αφαιρέθηκαν στην πρώτη επέμβαση στις περιπτώσεις καρκίνου θυρεοειδούς.
Η πρώτη αιτία ήταν συχνή παλαιότερα όταν οι χειρουργοί συνήθιζαν να πραγματοποιούν υφολικές θυρεοειδεκτομές με αποτέλεσμα την επανεμφάνιση της παθολογίας στον υπολειμματικό θυρεοειδικό ιστό. Εδώ και αρκετά χρόνια αυτή η ένδειξη επανεπέμβασης τείνει να εξαφανιστεί αφού οι περισσότεροι χειρουργοί πραγματοποιούν ολικές θυρεοειδεκτομές.
Η δεύτερη αιτία, η υποτροπή της νόσου, αποτελεί αρκετά συχνά ένδειξη επανεπέμβασης αλλά η συχνότερη αιτία είναι αναμφισβήτητα η μη πραγματοποίηση λεμφαδενικού καθαρισμού, δηλαδή η μη συναφαίρεση παθολογικών λεμφαδένων κατά την πρώτη επέμβαση της θυρεοειδεκτομής. Στις περιπτώσεις αυτές αφαιρέθηκε ο θυρεοειδής αδένας αλλά δεν διενεργήθηκε παράλληλα λεμφαδενικός καθαρισμός για την αφαίρεση και διηθημένων λεμφαδένων στην περιοχή του τραχήλου.
Πώς μπορούμε να αποφύγουμε την ανάγκη επανεπέμβασης; Ο τρόπος είναι να γνωρίζουμε πριν από τη θυρεοειδεκτομή για καρκίνο ή για υποψία καρκίνου, αν υπάρχουν παθολογικοί λεμφαδένες στην τραχηλική χώρα. Η εξέταση που είναι αναγκαία για αυτόν τον σκοπό είναι η χαρτογράφηση λεμφαδένων, η οποία εστιάζει στην ανίχνευση διηθημένων λεμφαδένων από τη νόσο και πρέπει να διενεργείται από έμπειρο ακτινολόγο.
Από τη στιγμή που εντοπιστούν παθολογικοί λεμφαδένες, αυτοί πρέπει να αφαιρούνται μαζί με τον θυρεοειδή στο πρώτο χειρουργείο. Αν αυτό δεν γίνει, τότε ο ασθενής κατά την παρακολούθηση της νόσου θα εμφανίσει στοιχεία υποτροπής/υπολειμματικής νόσου και θα πρέπει συνήθως να αντιμετωπιστεί χειρουργικά αφού η θεραπεία με το ραδιενεργό ιώδιο δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ικανή να εξαλείψει τη νόσο (και συνήθως έχει ήδη χορηγηθεί στον ασθενή λίγο καιρό μετά την πρώτη επέμβαση).
Η επανεπέμβαση στον τράχηλο λόγω καρκίνου θυρεοειδούς είναι ένα δύσκολο και απαιτητικό χειρουργείο κυρίως λόγω της διαταραχής της φυσιολογικής ανατομίας της περιοχής από το πρώτο χειρουργείο και της ανάπτυξης μετεγχειρητικών συμφύσεων. Κατά την επανεπέμβαση οι κίνδυνοι επιπλοκών (του βραχνιάσματος της φωνής και της ανάγκης διά βίου λήψης ασβεστίου) είναι μεγαλύτεροι, γεγονός που καθιστά αναγκαίο να διενεργείται από πολύ έμπειρο χειρουργό.
Ο Κυριάκος Βαμβακίδης είναι Διευθυντής Τμήματος Χειρουργικής Ενδοκρινών Αδένων Κεντρικής κλινικής Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ