Είμαστε γύρω στο 10000 π.Χ. και οι νεολιθικοί πρόγονοί μας, κουρασμένοι από τον νομαδικό, κυνηγετικό και τροφοσυλλεκτικό βίο, αρχίζουν να εκτρέφουν ζώα και να καλλιεργούν τη γη. Καθώς ξαποσταίνουν μετά από χιλιετίες μετακίνησης, ανακαλύπτουν ότι από τους κόκκους δημητριακών μπορούν να φτιάξουν ένα ευχάριστο ρόφημα που τους ζαλίζει ελαφρά και ταυτόχρονα τους θρέφει και τους ξεδιψά. Οι περισσότερες ενδείξεις για παραγωγή μπίρας έρχονται από τη Μεσοποταμία, γύρω στο 6000 π.Χ., αν και αρκετοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ήδη από την παλαιολιθική εποχή ο άνθρωπος είχε ανακαλύψει τα αλκοολούχα ροφήματα που προέκυπταν από τη ζύμωση των δημητριακών ή των χυμών των φρούτων από τις ζύμες του αέρα. Ενα τέτοιο ποτό, από φρούτα, μέλι και ρύζι, ανακαλύφθηκε και στην Τζιάχου της Κίνας σε αγγεία του 7000 π.Χ. Το κριθάρι γίνεται κύριο συστατικό του ροφήματος γύρω στο 3500 π.Χ., ενώ η πρώτη καταγεγραμμένη συνταγή θεωρείται ο ύμνος των Σουμερίων προς τη θεά Νινκάσι, ο οποίος βρέθηκε σκαλισμένος σε πήλινη πλάκα του 1800 π.Χ.
Οι ζυθοποιοί της εύφορης κοιλάδας
Η πρώτη μπίρα γίνεται τόσο δημοφιλής στην κοιλάδα μεταξύ Τίγρη και Ευφράτη, ώστε οι Σουμέριοι τη χρησιμοποιούν ως νόμισμα και οι Βαβυλώνιοι φτιάχνουν νόμους για να προστατεύσουν τις μεθόδους παρασκευής της. Την πίνουν δε με καλάμια, μέσα από τεράστια δοχεία (πήραν άραγε από εκεί την ιδέα κάποιες σύγχρονες μπιραρίες;) διότι είναι αφιλτράριστη, για να αποφύγουν τα υπολείμματα της μαγιάς, τις φλούδες των δημητριακών και τις ακαθαρσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνειά της. Γύρω στο 3000 π.Χ., Σουμέριοι και Βαβυλώνιοι, ως καλοί γείτονες, τη γνωρίζουν στους Αιγύπτιους. Αυτοί, ενθουσιασμένοι, αρχίζουν να τη χρησιμοποιούν σε ιεροτελεστίες, σε εμπορικές συναλλαγές ως νόμισμα, σε φαρμακευτικές συνταγές – καταγράφονται τουλάχιστον εκατό τέτοιες –, ενώ ο Ραμσής ο Γ΄ την προσφέρει στους καλεσμένους του σε χρυσές κούπες. Την έπιναν δε όλοι, άνδρες και γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης, ενώ υπήρχαν τουλάχιστον δεκαεπτά ποικιλίες της (μόνο οι μπιραρίες σήμερα έχουν περισσότερες!) και στη Βαβυλώνα άλλες είκοσι. Και βέβαια, ξεπροβόδιζαν τους νεκρούς τους στον άλλο κόσμο, θάβοντας μαζί τους μερικά κιούπια για παρέα. Τα χρόνια πέρασαν, η Ευρώπη έμαθε και αυτή να φτιάχνει μπίρα, όμως αρχαίοι Ελληνες και Ρωμαίοι τη θεωρούσαν ποτό των βαρβάρων και απολίτιστων και ευνόησαν την παραγωγή κρασιού. Στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, Ινκας και Αζτέκοι έπιναν επίσης κανένα ποτηράκι – ο Κολόμβος ανακάλυψε μάλιστα ότι οι Ινδιάνοι ήξεραν να φτιάχνουν μπίρα από καλαμπόκι.
Μπίρα και ξερό ψωμί
Στους νεολιθικούς πολιτισμούς, μπίρα και ψωμί αποτελούσαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος: ο χυλός των δημητριακών γινόταν μπίρα όταν οι ζύμες μετέτρεπαν τα σάκχαρα σε αλκοόλ, ενώ όταν ψηνόταν στον ήλιο ή σε πυρωμένες πέτρες γινόταν ψωμί. Καθώς οι πρώτες μπίρες είχαν λίγο αλκοόλ και πλήθος θρεπτικών συστατικών, θεωρούνταν τροφή, κι έτσι, όπως και στο ψωμί, η παρασκευή τους αποτελούσε μέρος των γυναικείων οικιακών καθηκόντων, σε αντίθεση με την παρασκευή κρασιού που θεωρείτο πιο σύνθετη και «αντρική» δραστηριότητα. Σουμέριες και Βαβυλώνιες περνούσαν τις ώρες τους ανακατεύοντας καζάνια με κριθάρι που άφριζε, ενώ οι Βίκινγκς επέτρεπαν μόνο σε γυναίκες να την παρασκευάζουν – οι οποίες λέγεται ότι ήταν και γερά ποτήρια.
Τον Μεσαίωνα η παραγωγή μπίρας μεταφέρεται στα μοναστήρια, όπου την πίνουν οι ίδιοι οι μοναχοί ή την προσφέρουν στους επισκέπτες τους. Εκτός από τροφή, το ποτό αυτό τους προσφέρει και μια εξαιρετική εναλλακτική στο γεμάτο παθογόνους μικροοργανισμούς νερό της εποχής. Σιγά σιγά, αρχίζει να χρησιμοποιείται η βύνη, η οποία λειτουργεί ως φυσικό συντηρητικό και επιτρέπει τη μεταφορά της μπίρας – ως τότε έπρεπε να πίνεται άμεσα, ενώ όση περίσσευε την πουλούσαν. Λίγο αργότερα εμφανίζονται οι πρώτες επαγγελματικές ζυθοποιίες και τα πρώτα σωματεία. Οι γυναίκες μένουν έξω και από τα δύο, όμως δεν παύουν να την παρασκευάζουν στο σπίτι. Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν μάλιστα ότι οι εικόνες των μαγισσών του Μεσαίωνα παραπέμπουν σε αυτές: καζάνια που αφρίζουν, σκουπόξυλα που εξέχουν (σαν αυτά που κρεμούσαν έξω από την πόρτα για να δείξουν ότι υπήρχε διαθέσιμη μπίρα), μυτερά καπέλα (σαν αυτά που φορούσαν για να ξεχωρίζουν μέσα στο πλήθος όταν την πουλούσαν στην αγορά).
Η μπίρα όπως την ξέρουμε
Τον 18ο και ιδίως τον 19ο αιώνα ο κόσμος της μπίρας αλλάζει πολύ. Οι νέες γνώσεις γύρω από τη συμπεριφορά της μαγιάς οδηγούν σε πιο ελεγχόμενες μεθόδους παραγωγής, ανακαλύπτεται η παστερίωση, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονται τα ψυγεία, τα γυάλινα μπουκάλια και αργότερα – τον 20ό αιώνα πια – οι μεταλλικές συσκευασίες. Η δεύτερη μεγάλη τομή στις μεθόδους παραγωγής, μετά την προσθήκη βύνης, αφορά τη ζύμωση και το ότι αυτή γίνεται με τη μαγιά στον πάτο του βαρελιού κι όχι στην επιφάνεια, όπως οι παλιότερες ales. Οι πρώτες lager γεννιούνται, η μπίρα παίρνει τη σημερινή της μορφή και τυποποιούνται πλέον τα αμέτρητα είδη της.
Διανομή μπίρας στο Κλίβελαντ του Οχάιο, το 1933.
Ομως η ιστορία της μπίρας είναι ακόμη πιο συναρπαστική απ’ όσο μπορεί να συμπυκνωθεί μέσα σε λίγες στεγνές γραμμές κειμένου – είναι άλλωστε γεμάτη αμέτρητες άγνωστες πτυχές, που θα ταίριαζε καλύτερα να τις αφηγηθεί κανείς σε μια παρέα, με ένα δροσερό ποτήρι στο χέρι, κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού. Οπως αυτή για την Κλεοπάτρα, η οποία, θέλοντας να χρηματοδοτήσει τις εκστρατείες της, επέβαλε τον πρώτο στην Ιστορία φόρο στην μπίρα, με τη δικαιολογία ότι ήθελε να αποτρέψει τους αρχαίους Αιγυπτίους από το να μεθάνε…
*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 12 Ιουνίου 2016.