Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας βρίσκεται σε ακόμη ένα ταξίδι προς… άγραν επενδυτών. Επικεφαλής πολυμελούς αντιπροσωπείας επισκέπτεται το Πεκίνο και τη Σανγκάη, με στόχο «την ενίσχυση των διμερών σχέσεων και την προσέλκυση επενδύσεων». Είχε προηγηθεί, στα μέσα της εβδομάδας, η συνάντησή του με τον αντικαγκελάριο της Γερμανίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, κατά την οποία, όπως αναφέρει το Μαξίμου, «η συζήτηση επικεντρώθηκε σε θέματα επενδύσεων και ανάπτυξης». Ανάλογες συζητήσεις είχαν γίνει στο πρόσφατο παρελθόν με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Φρανσουά Ολάντ και παλαιότερα στα ταξίδια του κ. Τσίπρα στις ΗΠΑ, στον αραβικό κόσμο και αλλού. Ωστόσο επενδύσεις ακούμε αλλά επενδύσεις δεν βλέπουμε.
Οι επενδυτές δεν περιμένουν τον κ. Τσίπρα για να έλθουν στην Ελλάδα. Παρακολουθούν και γνωρίζουν πολύ καλά τα τεκταινόμενα στη χώρα μας και τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στην επιχειρηματικότητα και κρατούν αποστάσεις.
Διότι την ώρα που ο Πρωθυπουργός πηγαίνει στη μακρινή Κίνα να φέρει επενδυτές, εδώ ετοιμάζεται να καταθέσει στη Βουλή έναν νέο εκλογικό νόμο ο οποίος καθιστά εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, αν όχι αδύνατη, τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ευνοεί την πολιτική αβεβαιότητα, την οποία οι επενδυτές απεχθάνονται.
Ταυτόχρονα πηγαίνει στη Βουλή για κύρωση διαφορετική σύμβαση για τον ΟΛΠ από αυτήν που είχε συμφωνήσει με την COSCO! Πρωτοφανή πράγματα που είναι αντίθετα σε κάθε επενδυτική λογική και πρακτική. Ωστόσο, εκτός από αυτή καθαυτή την πράξη, ενδιαφέρον έχει το τι επέλεξε η κυβέρνηση να τροποποιήσει μονομερώς στη σύμβαση. Θα περίμενε κανείς να αλλάξει το τίμημα ή τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει η COSCO, δηλαδή να την υποχρεώσει να κάνει και άλλες επενδύσεις ή πρόσθετα έργα για την τοπική κοινωνία κ.λπ.
Δεν επέλεξε κάτι τέτοιο. Επέλεξε διατάξεις που κατά κύριο λόγο επαναφέρουν τα γραφειοκρατικά εμπόδια, την άρση των οποίων προνοητικά οι Κινέζοι είχαν φροντίσει να συμπεριλάβουν στη σύμβαση. Και προσπάθησε να τα επαναφέρει για να έχει το βαθύ κράτος στο χέρι του τους επενδυτές και να συνεχίσει να ασκεί εξουσία, η οποία συνδέεται με διαφθορά, πολιτικό χρήμα κ.λπ. κ.λπ. Είναι αυτή η κρατικίστικη αντίληψη που κυριάρχησε στη χώρα κατά τη Μεταπολίτευση και η σημερινή κυβέρνηση δίνει μάχη να τη διατηρήσει.
Η κυβέρνηση λοιπόν διά του υπουργού Ναυτιλίας Θόδωρου Δρίτσα επιχείρησε να καταργήσει τον όρο που ανέφερε ότι η δημόσια διοίκηση, εφόσον ο φάκελος είναι πλήρης, θα πρέπει εντός 90 ημερών να χορηγεί στον ΟΛΠ την άδεια για ένα έργο που θέλει να κάνει.
Επίσης αφαίρεσε τους όρους που έλεγαν πως όταν θέλει ο ΟΛΠ να συνάψει μια σύμβαση, να μην ακολουθεί υποχρεωτικά όσα προβλέπουν οι χρονοβόροι δημόσιοι διαγωνισμοί, αλλά να το κάνει με διαδικασίες ιδιωτικού τομέα και πως η τιμολογιακή του πολιτική θα καθορίζεται με βάση την ανταγωνιστικότητα του λιμανιού του Πειραιά και όχι από πριν.
Τι πετυχαίνει με όλα αυτά; Απλώς να αυξήσει το ρίσκο της χώρας. Και αυτό οι επενδυτές το τιμολογούν. Και στον επόμενο διαγωνισμό ή ιδιωτικοποίηση θα βάλουν χαμηλότερη τιμή. Ετσι φθάνουμε σε τιμές 915 εκατ. ευρώ για το Ελληνικό ή 300 εκατ. ευρώ για τα περιφερειακά αεροδρόμια, που ο ΣΥΡΙΖΑ άλλων εποχών θα μιλούσε για ξεπούλημα.
Ολα αυτά τα ταξίδια για προσέλκυση επενδυτών δεν έχουν καμία αξία όσο η κυβέρνηση δεν πιστεύει αυτό που πάει να κάνει, δηλαδή να «πλασάρει» τη χώρα στους επενδυτές. Διότι μπορεί ο κ. Δρίτσας κουτοπόνηρα να πει στους ψηφοφόρους του ότι «εγώ προσπάθησα», όμως οι επενδυτές δεν τρώνε κουτόχορτο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ