Αστάθεια σε βάρος των χωρών του Νότου

Η έκβαση του βρετανικού δημοψηφίσματος για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση ανατρέπει κρίσιμες ισορροπίες της μεταπολεμικής περιόδου.

Η έκβαση του βρετανικού δημοψηφίσματος για αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση ανατρέπει κρίσιμες ισορροπίες της μεταπολεμικής περιόδου. Η απόφαση είναι ιστορική, με έντονα αρνητικό πρόσημο.
Τίθεται σε αναστολή το εγχείρημα της ενοποίησης, που αποτέλεσε ισχυρό θεμέλιο της σταθερότητας και της ειρήνης των τελευταίων δεκαετιών, δίνοντας παράλληλα την ευκαιρία στην ευρωπαϊκή ήπειρο να συναγωνιστεί με τις ανερχόμενες οικονομικές υπερδυνάμεις της Ασίας. Κλονίζεται η ενότητα του Ηνωμένου Βασιλείου και αποσταθεροποιείται ένας πυλώνας της παγκόσμιας οικονομίας δυσχεραίνοντας την έξοδο από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008. Ενθαρρύνονται οι εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις σε διεθνή κλίμακα, με κίνδυνο να ενταθούν οι πιέσεις για προστατευτισμό, να πολλαπλασιαστούν οι ρατσιστικές απειλές, ακόμη και να αμφισβητηθούν δημοκρατικά δικαιώματα.
Ο βρετανικός λαός αρχίζει να συνειδητοποιεί το μέγεθος των συνεπειών της επιλογής του. Ασφαλώς, αναθεώρηση της απόφασης είναι, αν και συνταγματικά εφικτή, πολιτικά απίθανη έως αδύνατη –μόνο νέα εκλογική αναμέτρηση θα μπορούσε να ανατρέψει αποτέλεσμα δημοψηφίσματος. Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, αναγνώριση της νέας πραγματικότητας.
Η ΕΕ αντιμετωπίζει κίνδυνο επιβίωσης. Θα πρέπει να αλλάξει για να αποθαρρύνει φυγόκεντρες τάσεις και να δώσει νέα δυναμική τόσο στην ανάπτυξη και την απασχόληση όσο και στον τομέα της ασφάλειας και της προστασίας των συνόρων, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της πρόσφατης έξαρσης των προσφυγικών ροών. Πρωτοβουλίες, όμως, προς αυτή την κατεύθυνση προσκρούουν σε ισχυρά εμπόδια.
Καταρχήν, οι ηγεσίες των δύο σημαντικότερων δυνάμεων, της Γερμανίας και της Γαλλίας, πέρα από τις εγγενείς αδυναμίες τους, δεν διαθέτουν δημοκρατική νομιμοποίηση για να χαράξουν νέα πορεία. Στη Γαλλία θα διεξαχθούν προεδρικές εκλογές τον Μάιο του 2017, ενώ στη Γερμανία θα στηθούν κάλπες τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Το μέλλον της Ανγκελα Μέρκελ και του Φρανσουά Ολάντ είναι αβέβαιο. Το πεδίο για δράσεις μακροχρόνιας εμβέλειας είναι περιορισμένο.
Επιπλέον, οι αντικειμενικές δυσκολίες για ανάληψη κοινών πρωτοβουλιών είναι δύσκολο να ξεπεραστούν. Δεν υπάρχει λαϊκή στήριξη για «περισσότερη Ευρώπη». Αντίθετα, οι εθνικισμοί λειτουργούν ανασταλτικά. Οι διαφωνίες για την κατεύθυνση των αλλαγών είναι έντονες. Η Γαλλία επιδιώκει την ολοκλήρωση της οικονομικής και δημοσιονομικής ενοποίησης της ευρωζώνης, αλλά είναι επιφυλακτική για την πολιτική ενοποίηση, παραγνωρίζοντας ότι νόμισμα χωρίς κράτος –έστω συνομοσπονδιακό –δεν έχει αξιοπιστία. Η Γερμανία φοβάται τη δημοσιονομική και τραπεζική ένωση γιατί υποκρύπτει μετάβαση στην «ένωση μεταβιβάσεων», υποδαυλίζοντας τον φόβο συνεχούς στήριξης των αδύναμων χωρών από τις ισχυρές.
Στον τομέα της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής, πέρα από ρητορικά σχήματα, η δυνατότητα αξιόπιστης ευρωπαϊκής δράσης περιορίζεται γιατί η κυριότερη αμυντική δύναμη, η Βρετανία, θα απουσιάζει ενώ αντιλήψεις εθνικής κυριαρχίας θα περιπλέκουν, αν δεν ακυρώνουν, τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Οσο η Ευρώπη δεν ανασυντίθεται σε μια κατεύθυνση που θα δημιουργεί την εντύπωση ότι ελέγχει το μέλλον της και ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των πολιτών για περισσότερη ευημερία, απασχόληση και συμμετοχή, οι αμφιβολίες των αγορών για τη σταθερότητα και την ευρωστία της οικονομίας θα εντείνονται. Είναι νωρίς ακόμη να προδιαγραφούν συγκεκριμένες εξελίξεις ή σενάρια. Είναι, όμως, βέβαιο ότι το βάρος της αστάθειας θα σηκώσουν, όπως γίνεται πάντα, οι αδύναμες χώρες και κυρίως οι υπερχρεωμένες χώρες του Νότου. Τα capital controls δεν θα φύγουν –τουλάχιστον σύντομα –στην Ελλάδα. Το κόστος του χρήματος θα παραμείνει υψηλό. Ροές επενδύσεων θα ανασταλούν ή θα αναστραφούν. Ο τουρισμός θα επηρεαστεί αρνητικά. Η ύφεση θα συνεχιστεί.
Το τοπίο είναι θολό. Ακόμη, όμως, και αν ξεκαθαρίσει, οι προοπτικές θα είναι προβληματικές. Ενδεχόμενη επιτάχυνση της ενοποιητικής διαδικασίας στην ευρωζώνη θα προχωρήσει σύμφωνα με τους όρους της κυρίαρχης οικονομικής δύναμης, της Γερμανίας, όπως εξάλλου συνέβη και με την ίδια τη συγκρότηση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. Οι δημοσιονομικοί κανόνες θα αυστηροποιηθούν. Θα προβλεφθούν διαδικασίες συντεταγμένης χρεοκοπίας που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έξωση απείθαρχων μελών.
Η ελληνική οικονομία παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη απέναντι στις ενδεχόμενες εξελίξεις. Αν παραταθεί το σημερινό τέλμα έως το 2018, θα υφίσταται τις συνέπειες της αβεβαιότητας και της έλλειψης εμπιστοσύνης στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Αν προχωρήσουν οι ενοποιητικές διαδικασίες στην ευρωζώνη, η χώρα μας θα πρέπει να αγωνιστεί για να παραμείνει μέλος της νομισματικής ένωσης.
Η Ελλάδα τα τελευταία δέκα χρόνια βρίσκεται σε έναν κατήφορο. Ανεπαρκείς πολιτικές ηγεσίες παρέσυραν τη χώρα στην αρχή της περιόδου σε μια πρωτοφανή δημοσιονομική χαλάρωση («λεφτά υπάρχουν») –που οδήγησε στην κρίση χρέους –και στη συνέχεια σε μια εξίσου πρωτοφανή λιτότητα. Κυρίως παρέλειψαν να προωθήσουν διαρθρωτικές και θεσμικές αλλαγές για να την καταστήσουν ικανή να επιβιώσει στο σημερινό διεθνές περιβάλλον. Αποτέλεσμα ήταν η έκρηξη της ανεργίας, η απαξίωση του παραγωγικού μας δυναμικού, η πτώση του βιοτικού επιπέδου, η απουσία αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Το BREXIT προσθέτει δυσκολίες καθιστώντας ακόμη περισσότερο επείγουσα την ανάδειξη δυνάμεων που θα είναι σε θέση να εξασφαλίσουν ισχυρή προοδευτική διακυβέρνηση, ικανή να χαράξει μια νέα πορεία.
Ο κ. Γιάννος Παπαντωνίου είναι πρώην υπουργός, πρόεδρος του Κέντρου Ερευνών Προοδευτικής Πολιτικής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.