Σπύρος Ευαγγελάτος: «Με οδηγεί το ψώνιο μου»

Ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος ξεκίνησε να σκηνοθετεί το 1962. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά αυτός ο αειθαλής και παραγωγικός δημιουργός παραμένει ένας από τους κορυφαίους, ο τελευταίος ίσως θεατράνθρωπος

Ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος ξεκίνησε να σκηνοθετεί το 1962. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά αυτός ο αειθαλής και παραγωγικός δημιουργός παραμένει ένας από τους κορυφαίους, ο τελευταίος ίσως θεατράνθρωπος του τόπου μας. Εφέτος προτείνει ένα άγνωστο και άπαιχτο έργο: είναι ο «Αμύντας», που, όπως λέει, αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην κρητο-επτανησιακή παράδοση της λογοτεχνίας μας. Μια παράδοση που ο ίδιος καθόρισε με την έρευνα και τη μελέτη του.
Ποιος είναι ο «Αμύντας»;
«Είναι ένα έργο που εκδόθηκε ανωνύμως το 1745 στη Βενετία και αποτελεί ελεύθερη παράφραση του «Αμύντα», της ποιμενικής κωμωδίας του Τορκουάτο Τάσο. Aναφερόταν ως τότε σε δύο-τρεις ιστορίες της ελληνικής λογοτεχνίας. Είχα την τύχη πριν από πολλά χρόνια να εντοπίσω βάσει ενός χειρόγραφου σημειώματος απολύτως εγκύρου ότι συγγραφέας του ήταν ο Επτανήσιος, από τα Κύθηρα, Γεώργιος Μόρμορης, ιατροφιλόσοφος, ο οποίος σπούδαζε τότε στην Πάντοβα».
Και στη συνέχεια το αποκαταστήσaτε.
«Πριν από λίγα χρόνια κυκλοφόρησε (από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας) η κριτική έκδοση με ολόκληρο το κείμενο, με σχολιασμό, γλωσσάριο, εισαγωγή, βιβλιογραφία και με ό,τι στοιχεία έχω βρει. Μετά την έκδοση θέλησα να το ανεβάσω. Η ποιμενική κωμωδία είναι ένα είδος τέχνης που άνθησε στα τέλη του 16ου – αρχές του 17ου αιώνα στην Ιταλία και από εκεί διαδόθηκε σε όλη την Ευρώπη. Εκφράζει μια τάση φυγής προς τη φύση, μια αίσθηση ελευθερίας των συναισθημάτων, του έρωτα. Ηρωες είναι βοσκοί και νύμφες. Είναι ένα είδος που επηρέασε όλο το ευρωπαϊκό θέατρο, ακόμη και τον Σαίξπηρ».
Μοιάζει με τα δικά μας βουκολικά δράματα;
«Οχι, προς Θεού, δεν έχει καμία σχέση με το κωμειδύλλιο του Κορομηλά. Αντιθέτως, είναι συναφές με την Πανώρια του Γεωργίου Χορτάτζη, που είναι από την ίδια οικογένεια. Διαθέτει κωμικά στοιχεία, έχει χιούμορ».
Το διασκευάσατε;
«Ναι. Είναι ένα θεατρικό, 4.000 στίχων, σε 15σύλλαβο που σταδιακά, σε πέντε χέρια, το διασκεύασα κόβοντάς το λίγο-λίγο. Είναι 15σύλλαβος της Ενετοκρατίας, της έντεχνης λυρικής ποίησης και όχι της λαϊκής. Το κεντρικό πρόσωπο, ο Αμύντας, είναι ερωτευμένος και από την αρχή του έργου θέλει να αυτοκτονήσει. Κι όλα αυτά προ της εποχής του Βέρθερου, όπου το να αυτοκτονήσεις ήταν της μόδας, ήταν chic να πεθαίνεις από έρωτα».
Σκηνοθετικά πώς το αντιμετωπίζετε;
«Επιλέξαμε τέσσερις εποχές του ευρωπαϊκού πολιτισμού που εναλλάσσονται: μπαρόκ, ροκοκό, ρομαντισμός, 20ός αιώνας και λίγος 21ος. Η ιστορία εξελίσσεται, οι ηθοποιοί ερμηνεύουν τους ρόλους αλλά με διαφορετικό ύφος, όψη και μουσική. Aπό μπαρόκ ως ραπ».
Υπονοώντας τη διαχρονία;
«Ο έρωτας πάντα ίδιος ήταν, διαχρονικός. Τρία πράγματα είναι διαχρονικά: η γέννηση, ο έρωτας και ο θάνατος. Για το πρώτο δεν έχουμε καμία ευθύνη, για τον θάνατο κατά 90% δεν έχουμε ευθύνη. Μόνο ο έρωτας μας μένει».
Ποια είναι η λογοτεχνική σημασία του έργου;
«Ο «Αμύντας» είναι ένας κρίκος στη σειρά των νεοελληνικών έργων της κρητο-επτανησιακής παράδοσης. Χαίρομαι ιδιαίτερα που ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος τον συμπεριέλαβε στο Φεστιβάλ –προηγουμένως τον είχαν απορρίψει».
Κύριε Ευαγγελάτε, τι είναι αυτό που σας οδηγεί όλα αυτά τα χρόνια;
«Το ψώνιο».
Λόγω ψώνιου «αποκαταστήσατε» και όλα αυτά τα έργα, ξεκινώντας από τον «Φορτουνάτο»;
«Θυμάμαι στο Εδιμβούργο, ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης, όταν παίξαμε την «Ιφιγένεια εν Ληξουρίω» του Κατσαΐτη. Μαζί παιζόταν το «Με το ίδιο μέτρο» του Σαίξπηρ. Τρελάθηκα. Οταν ήμουν φοιτητής, μόλις είχα τελειώσει τη σχολή του Εθνικού, κατέβαινα την Ιπποκράτους με έναν φίλο μου και εκεί, στο βιβλιοπωλείο Βαγιωνάνης – Γρηγορόπουλος, βλέπω μια παλλαϊκή έκδοση ενός βιβλίου που μας είχε αναφέρει ο Ζώρας, ο καθηγητής μας: «Φορτουνάτος» του Μάρκου Αντώνιου Φώσκολου. Αμέσως ένιωσα κάτι μέσα μου. Οπως όταν βλέπεις μια γυναίκα και λες «αυτήν μπορεί και να την ερωτευθώ». Αυτό ήταν. Ημουν 21 ετών και άπειρος. Αλλά η παράσταση έκανε αίσθηση».
Βλέπετε παραστάσεις;
«Βλέπω, αλλά δεν με ελκύουν πολλά πράγματα. Πάντοτε ήταν μειονότης εκείνοι που επεδίωκαν κάτι βαθύτερο και μια επικοινωνία με το κείμενο πέραν της σκηνοθεσίας».
Είστε αισιόδοξος για την πορεία του θεάτρου;
«Από ιδιοσυγκρασία είμαι άτομο αισιόδοξο. Παρ’ όλο που έχω περάσει τρομερά πράγματα στη ζωή μου, θέλω να πιστεύω ότι από τους νεότερους ανθρώπους κάποιοι θα έχουν την αξία να προχωρήσουν με πάθος προς λύσεις που θα υπηρετούν με σύγχρονο τρόπο τη σύγχρονη τέχνη».
Αισιοδοξία γενικότερα για τη χώρα έχετε;
«Παριστάνω ότι έχω. Τα πράγματα είναι δύσκολα, πολύ δύσκολα».
Από πού αντλείτε τη δύναμή σας;
«Θα σου πω κάτι: Οταν έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία την έκανα στο σαλονάκι του σπιτιού μου που, όταν παραμερίζαμε τα έπιπλα, ήταν 2Χ2. Ηταν ο «Φορτουνάτος». Μετά, όταν πήγαμε στο θέατρο Βεργή, ένιωσα ότι διαλύθηκε το Σύμπαν. Ο,τι ωραίο είχα βρει στο σαλονάκι χανόταν στη σκηνή του θεάτρου. Αναζητώντας λύσεις μπαίνω μια μέρα στο δωμάτιο των γονιών μου και καθώς πέφτω στο κρεβάτι λέω του πατέρα μου: «Δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά, δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά». Και τότε ο πατέρας μου, ένας μειλίχιος και εξαιρετικά ευγενής άνθρωπος (σ.σ.: ο μουσικός Αντίοχος Ευαγγελάτος), με αρπάζει από τους ώμους, με τραντάζει και μου φωνάζει το εξής παράλογο: «Αν δεν κάνεις εσύ γι’ αυτή τη δουλειά, τότε ποιος κάνει;». Αυτός ο παραλογισμός ήταν βάλσαμο. Με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή».

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Διασκευή – σκηνοθεσία: Σπύρος Α. Ευαγγελάτος.
Σκηνογραφία: Γιώργος Πάτσας.
Μουσική: Γιάννης Αναστασόπουλος.
Κίνηση: Αντιγόνη Γύρα
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου.
Παίζουν: Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, Φαίη Ξυλά, Βίκυ Βολιώτη, Θανάσης Κουρλαμπάς, Θανάσης Δήμου, Χριστιάννα Μαντζουράνη κ.ά.

πότε & πού:

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, Παρασκευή 8 Ιουλίου, στις 21.00.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.