Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις του Brexit είναι ήδη κάτι παραπάνω από αισθητές: οι μετοχές ευρωπαϊκές τραπεζών δέχονται τις ισχυρότερες πιέσεις των τελευταίων μηνών, πολλά μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εξετάζουν το ενδεχόμενο να εγκαταλείψουν το Λονδίνο, η στερλίνα βρίσκεται σε ιστορικό χαμηλό και οι επενδυτές αναζητούν και πάλι ασφαλές καταφύγιο στα γερμανικά ομόλογα, παρά τα αρνητικά επιτόκια που τα συνοδεύουν.
Κάπως έτσι διαμορφώνεται η εικόνα μόλις λίγα 24ωρα μετά την ετυμηγορία των βρετανών πολιτών. Πότε θα πρέπει να αναμένεται η αποκλιμάκωση της τεταμένης αυτής κατάστασης, ρωτήθηκε ο επικεφαλής του οικονομικού ινστιτούτου Ifo του Μονάχου Κλέμενς Φουστ, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfuk:
«Θα διαρκέσει λίγο ακόμη αλλά σίγουρα τα πράγματα δεν θα γίνουν ποτέ όπως ήταν πριν. Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι το Brexit είναι μη αναστρέψιμο, μολονότι ορισμένοι συζητούν για τις δυνατότητες καθυστέρησης ή και ακύρωσής του. Μπορείς να το καθυστερήσεις, οι πιθανότητες ακύρωσης όμως είναι περιορισμένες (…)».
Η αβεβαιότητα δηλητήριο για την οικονομία
Δεν είναι όμως προτιμότερο να καθυστερήσει λίγο η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ προκειμένου να υπάρξει αρκετός χρόνος για ουσιαστικές διαπραγματεύσεις για τη διάδοχη κατάσταση;
«Ο κίνδυνος είναι η αβεβαιότητα αυτή για τη διάδοχη συμφωνία και το μέλλον της Βρετανίας να διαρκέσει ακόμη περισσότερο και η αβεβαιότητα αυτή είναι δηλητήριο για την οικονομία. Διότι οι επιχειρήσεις αναβάλλουν νέες επενδύσεις. Οι εργαζόμενοι από την πλευρά τους φοβούνται για τις θέσεις εργασίας τους και αναβάλλουν, για παράδειγμα, την αγορά ενός νέου αυτοκινήτου. Έτσι παρατείνεται η φάση της αβεβαιότητας. Από την άλλη βέβαια είναι σαφές ότι δεν μπορείς να επισπεύσεις μια τόσο σημαντική διαδικασία».
Ποιο όμως μπορεί να είναι το μελλοντικό στάτους της Μεγάλης Βρετανίας; Θα μπορούσε να προκύψει μια συμφωνία στα πρότυπα, για παράδειγμα, της Ελβετίας ή της Νορβηγίας;
«Επί της αρχής ναι. Το πρόβλημα όμως είναι ότι στη βάση του νορβηγικού μοντέλου, για παράδειγμα, οι Βρετανοί θα έπρεπε να αποδεχθούν πλήρως τους κανονισμούς της κοινής αγοράς, τους οποίους όμως απορρίπτουν, διότι δεν θέλουν μεταξύ άλλων τους κανονισμούς για τη μετανάστευση. Εντέλει δεν πρόκειται να συμβιβαστούν με ένα καθεστώς στο οποίο θα ισχύουν στη Μεγάλη Βρετανία όλοι οι κανόνες της εσωτερικής αγοράς, όλοι οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί, χωρίς όμως να έχουν το δικαίωμα της συναπόφασης επί των κανονισμών αυτών».
Στα πρότυπα του ελβετικού μοντέλου;
Ο Κλέμενς Φουστ, ο οποίος δίδασκε επί σειρά ετών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, εκτιμά ότι είναι πιο πιθανό να υπάρξει ένα μοντέλο στα πρότυπα της Ελβετίας, με την οποία η ΕΕ διατηρεί «πάνω από 100 μεμονωμένες συμφωνίες. Θα ήταν σίγουρα δύσκολο να διαπραγματευτείς κάτι παρόμοιο, εντούτοις οδηγούμεθα μάλλον προς αυτή την κατεύθυνση», εκτιμά ο οικονομολόγος.
Βασική προϋπόθεση όμως, όπως λέει, είναι να προσαρμοστεί η Μεγάλη Βρετανία γρήγορα στα νέα δεδομένα, καθώς σήμερα οι οικονομικές της δραστηριότητες είναι άμεσα συνυφασμένες με την ΕΕ. «Το βασικό ερώτημα είναι εάν ο χρηματοπιστωτικός τομέας θα παραμείνει ενσωματωμένος στην ΕΕ. Εάν δεν παραμείνει, τότε σίγουρα πολλές τράπεζες θα εγκαταλείψουν το Λονδίνο».
Με κατεύθυνση, αναμφίβολα, άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, αλλά κυρίως τη Φρανκφούρτη, σύμφωνα με τον καθηγητή: «Κάποιες θα μετακομίσουν επίσης στο Λουξεμβούργο ή το Παρίσι. Ορισμένες δραστηριότητες ενδεχομένως να μεταφερθούν και εκτός Ευρώπης, στη Νέα Υόρκη ή το Χονγκ Κονγκ. Πρόκειται για άλλη μια αρνητική συνέπεια του Brexit: εντέλει όλη η Ευρώπη θα γίνει λιγότερο ελκυστική, καθώς η αγορά της θα γίνει πιο μικρή. Η Ευρώπη θα είναι διασπασμένη και αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική της δυναμική».
DLF / Κώστας Συμεωνίδης