Το πρώτο του μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα, το 1997, ήταν το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» και πριν από λίγες ημέρες τοποθετήθηκε στα εγχώρια βιβλιοπωλεία ένα σίκουελ υπό τον τίτλο «Αριθμός 11» και τον υπότιτλο «Ιστορίες που μαρτυρούν τρέλα». Οσοι έχουν διαβάσει το «Πλιάτσικο» θα βιώσουν την ανάγνωση του νέου του μυθιστορήματος ως μια γλυκόπικρη ανάμνηση: ένας Τζόναθαν Κόου αιχμηρός, διασκεδαστικός, αλλά και αρκούντως σκοτεινός τούτη τη φορά.
Το νέο σας βιβλίο, κύριε Κόου, είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Ο συνδετικός κρίκος των ιστοριών που αφηγείστε είναι η Ρέιτσελ που, παρότι έχει σπουδάσει στην Οξφόρδη, καταλήγει νταντά σε μια πάμπλουτη (και γι’ αυτό ιδιότροπη) οικογένεια. Προτού προχωρήσουμε όμως: γιατί τόσα εντεκάρια;
«Δεν υποκρύπτουν κάποια συγκεκριμένη σημασία τα πολλά εντεκάρια στο βιβλίο. Οταν άρχισα να κρατώ σημειώσεις για το νέο μου μυθιστόρημα, είχα γράψει «Αριθμός 11″ στο επάνω μέρος της σελίδας επειδή απλώς επρόκειτο για το ενδέκατο μυθιστόρημά μου και δεν είχα βρει ακόμη τον τίτλο του. Αμέσως σκέφτηκα τον αριθμό 11 της Ντάουνινγκ Στριτ στο Λονδίνο, μια διεύθυνση με μεγάλο συμβολισμό για τους βρετανούς αναγνώστες (σ.σ.: εκεί βρίσκεται η επίσημη κατοικία του εκάστοτε υπουργού Οικονομικών της Μεγάλης Βρετανίας) και, κατόπιν, άφησα έτσι τον τίτλο επειδή δεν θα χρειαζόταν να βρω άλλον καλύτερο. Οταν πλέον κατέληξα στην τελική μορφή του βιβλίου, αυτές τις πέντε αλληλένδετες νουβέλες, έγινε ακόμη πιο εύκολο να επινοήσω τους τρόπους με τους οποίους κάθε ιστορία θα περιστρέφεται γύρω από έναν διαφορετικό αριθμό 11 –η τοποθεσία ενός παράξενου σπιτιού, η διαδρομή ενός λεωφορείου στο Μπέρμιγχαμ, ένα ιδιότροπο τραπέζι σε ένα σημαντικό δείπνο κ.τ.λ. Τα εντεκάρια επομένως λειτουργούν ως μια διευκόλυνση για τη δομή του βιβλίου, χωρίς να παραπέμπουν κάπου».
Ο «Αριθμός 11» αποτελεί μια συνέχεια του μυθιστορήματός σας «Τι ωραίο πλιάτσικο!» που διαβάστηκε ευρύτατα (και στην Ελλάδα) ως μια κριτική κατά της κοσμοθεωρίας που ενσάρκωσε η Μάργκαρετ Θάτσερ. Εχω την αίσθηση ότι στο πρόσφατο (όσο κι αν η σκωπτική διάθεση παραμένει ισχυρή), ο κυρίαρχος τόνος δεν είναι τόσο η μαχητικότητα αλλά η μελαγχολία. Τι λέτε;
«Και τα δύο μυθιστορήματα είναι λογοτεχνικές αντιδράσεις στον θατσερισμό. Η διαφορά έγκειται στο εξής: όταν έγραφα το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» κατά το 1990-1993 ο θατσερισμός ήταν ακόμη ένα σχετικά καινούργιο φαινόμενο και τότε μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι ήταν κάτι το παροδικό. Η πολιτική της συναίνεσης, που θεμελιώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο, αποτελούσε ακόμη κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας μας, και πολλοί από εμάς ήμασταν πεπεισμένοι ότι ο θατσερισμός δεν συνιστούσε παρά μια βραχεία παρεκτροπή, μια παρένθεση η οποία σύντομα θα ανήκε στο παρελθόν. Σήμερα, ωστόσο, συνειδητοποιώ πόσο λάθος κάναμε. Ο «Αριθμός 11» καταπιάνεται με μια κατάσταση στην οποία η θατσερική πολιτική βρίσκεται πλέον σε λειτουργία για 37 χρόνια και, μολονότι δεν την έχουμε ακριβώς αποδεχθεί πλήρως, έχουμε σχεδόν ξεχάσει πλέον ότι κάποτε υπήρχε και μια εναλλακτική απέναντί της. Επομένως συμφωνώ, ο τόνος του βιβλίου είναι ελαφρώς πιο μελαγχολικός τώρα: αλλά πολλή μελαγχολία υπήρχε και στο «Πλιάτσικο», και αρκετή νοσταλγία για την παιδική ηλικία ειδικότερα. Πιστεύω ότι αν ξαναδιαβάσετε το προηγούμενο ίσως και να βρείτε περισσότερες ομοιότητες από όσες φαντάζεστε».
Τώρα μπορεί να μην παρακολουθούμε στενά τη διαβόητη οικογένεια των Γουίνσο, όπως στο «Πλιάτσικο», αλλά νομίζω ότι η στρατηγική σας είναι η ίδια εν προκειμένω, υπό την έννοια ότι οι πολλοί και ετερόκλητοι χαρακτήρες αποτυπώνουν σε μεγάλο (και διαταξικό) βαθμό τη σημερινή βρετανική κοινωνία. Νομίζω ότι «η κληρονομιά των Γουίνσο» όχι μόνο επιβίωσε αλλά αποχαλινώθηκε…
«Μου θυμίσατε ότι «Η κληρονομιά των Γουίνσο» ήταν ο αμερικανικός τίτλος του «Πλιάτσικου», αλλά τώρα που το σκέφτομαι, μια χαρά θα ήταν και ως υπότιτλος για τον «Αριθμό 11». Το «Πλιάτσικο», ένα μυθιστόρημα που εκδόθηκε το 1994, αποτυπώνει τις διαδικασίες εφαρμογής, την υλοποίηση της θατσερικής / νεοφιλελεύθερης πολιτικής και η ίδια η αφήγησή του τροφοδοτείται, θα έλεγα, από αυτές τις καταστροφικές ενέργειες. Εχω την αίσθηση όμως ότι ο «Αριθμός 11» διαφέρει κάπως –έρχεται να αποτυπώσει τις συνέπειες εκείνης της περιόδου, μετά από μια τριακονταετία και πλέον. Να σας δώσω και ένα παράδειγμα: η ευχαρίστηση με την οποία η Χίλαρι Γουίνσο (σ.σ.: μία από της ηρωίδες στο «Πλιάτσικο», μια σκοτεινή βεντέτα των ΜΜΕ και διαφόρων συμφερόντων) αποσυναρμολογεί την πολιτισμένη παράδοση της κατάρτισης ενός τηλεοπτικού προγράμματος στο δικό της κανάλι, οδηγεί με άμεσο τρόπο, κάμποσα χρόνια αργότερα, στη Βαλ Νταμπλντέι του «Αριθμού 11» η οποία, συμμετέχοντας από ανάγκη σε ένα ριάλιτι σόου, κοντεύει να πνιγεί, μιας και υποχρεώνεται να βάλει στο στόμα της κάτι τεράστια έντομα, μολονότι τα φοβάται, εκεί, στα βάθη της ζούγκλας στην Αυστραλία. Για να το πω κάπως συνοπτικά: τα περιστατικά στον «Αριθμό 11» είναι η μελαγχολική απόληξη των γεγονότων που είχα περιγράψει στο «Πλιάτσικο»».
Μιλάμε, επομένως, για μια δυσοίωνη χειροτέρευση. Αναρωτιέμαι ωστόσο τι είναι αυτό που πάει στραβά με την πολιτική σήμερα και δεν πήγαινε στραβά ήδη από τότε… Πού εντοπίζετε εσείς το μεγαλύτερο πρόβλημα: στο ότι οι πλούσιοι είναι πλέον απροκάλυπτα επιθετικοί αλλά και «αόρατοι», στο ότι οι φτωχοί είναι παθητικοί επειδή ακριβώς είναι ρημαγμένοι, στο ότι δεν υφίσταται πλέον η πολιτική εξισορρόπηση μεταξύ των δύο; Ολα αυτά μαζί;
«Νομίζω ότι απαντήσατε μόνος σας στην ερώτηση. Μου είναι αδύνατον να απαντήσω στο ερώτημα «τι πάει στραβά με την πολιτική σήμερα;». Προφανώς το ζήτημα δεν είναι μονοδιάστατο. Ολα αυτά που σωστά, κατά τη γνώμη μου, αναφέρατε συμβάλλουν και σε μια συνθήκη πολιτικής δυσπραγίας πέραν της αντίστοιχης οικονομικής, και συναποτελούν τόσο τη βάση όσο και τα αφηγηματικά νήματα του «Αριθμού 11». Αν έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να απαντήσω απλουστεύοντας κάπως την κατάσταση, θα μπορούσα να σας πω ότι χάνουμε, από ό,τι φαίνεται, το αίσθημα της συλλογικής μας υπευθυνότητας· πορευόμαστε όλο και περισσότερο μέσα σε έναν κόσμο όπου ο μοναδικός σκοπός της ζωής θεωρείται η ατομική ευημερία και ο ατομικός πλουτισμός. Η κυρία Θάτσερ έλεγε ότι «δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που λέγεται κοινωνία», και το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, από ό,τι φαίνεται, κυβερνιέται από ανθρώπους που συμφωνούν με τη νοοτροπία της».
Ενας μπλόγκερ στο βιβλίο σας διαπιστώνει ότι «το πολιτικό χιούμορ είναι το άκρως αντίθετο της πολιτικής δράσης. Οχι απλώς το αντίθετο, αλλά ο θανάσιμος εχθρός της». Και λίγο μετά: «Κάτω η κωμωδία, γαμώτο! Ζήτω η πραγματική πάλη!». Και επειδή δύσκολα θα βρούμε αρμοδιότερο επί της σάτιρας, θα ήθελα να μου πείτε: πώς διαφέρει αυτή τόσο από το χιούμορ όσο και από την κωμωδία;
«Η σάτιρα δεν πρέπει να ορίζεται αποκλειστικά από το χιούμορ. Για εμένα η σπουδαιότερη σάτιρα που έχει γραφτεί στην αγγλική γλώσσα είναι συγχρόνως και η πιο «αγέλαστη», η πιο πικρή –αναφέρομαι στα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» του Τζόναθαν Σουίφτ, ειδικότερα στο Τέταρτο Μέρος του βιβλίου. Είναι πολλοί αυτοί που μιλούν συχνά για την παράδοση που έχει το Ηνωμένο Βασίλειο στη σάτιρα. Πιστεύω όμως ότι έχουμε δύο παραδόσεις: από τη μια πλευρά τη σάτιρα και από την άλλη την πολιτική κωμωδία, οι οποίες δεν ταυτίζονται αναγκαστικά, αν και ορισμένες φορές διασταυρώνονται. Στη σατιρική παράδοση θα ενέτασσα ασφαλώς τον Σουίφτ, τον Σάμιουελ Τζόνσον, τον Ιβλιν Γουό, τον Τζορτζ Οργουελ και αρκετούς άλλους. Κάποιες φορές το έργο τους είναι διασκεδαστικό, κάποιες φορές όχι. Αυτό όμως που μοιράζονται ως κοινό χαρακτηριστικό είναι η αποφασιστικότητά τους να κάνουν τον αναγνώστη να σκεφτεί, και επιπλέον να νιώσει άβολα, ανοίκεια. Ο Σουίφτ λ. χ. είπε ότι έγραψε τα «Ταξίδια του Γκάλιβερ» με σκοπό να ερευνήσει εξονυχιστικά τον κόσμο ενοχλώντας τον, όχι για να τον περισπάσει διασκεδάζοντάς τον. Η πολιτική κωμωδία, η οποία περιλαμβάνει ως επί το πλείστον τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι ένα πολύ πιο «μαλακό», πολύ πιο «ελαφρύ» πράγμα. Και πολύ συχνά το αποτέλεσμά της είναι να εφησυχάζει τους ανθρώπους, να τους κάνει να πιστεύουν ότι οι δύσκολες καταστάσεις που βιώνουν χαρακτηρίζονται περισσότερο από πλάκα παρά από κάποιο είδος αδικίας. Στον «Αριθμό 11″ σε αυτό ακριβώς το φαινόμενο ασκώ την κριτική μου».
Στον «Αριθμό 11» η φιλία ανάμεσα στη Ρέιτσελ και την Αλισον (μια «ζωγράφο των φτωχών» που είναι μαύρη, ομοφυλόφιλη και έχει χάσει το ένα της πόδι) κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα από μια παρεξήγηση στο πλαίσιο των νέων ψηφιακών μέσων επικοινωνίας. Το πιο φοβερό από όλα όμως είναι τα μοχθηρά μηνύματα που λαμβάνει η Βαλ, η μητέρα της, στον λογαριασμό της στο Twitter. Τι συμβαίνει;
«Η μοχθηρία στα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι καθόλου επουσιώδης όταν την υφίσταται κάποιος. Θα έλεγα ότι, ειδικότερα, υπάρχει μια διάχυτη κουλτούρα επιθετικού μισογυνισμού στο Διαδίκτυο, κάτι που μπορεί να το μετατρέψει σε έναν πολύ άβολο χώρο για τις γυναίκες. Πριν από μερικές ημέρες λ.χ. μια βουλευτής του Εργατικού Κόμματος έλαβε περισσότερες από 600 απειλές ότι θα τη βιάσουν ύστερα από μια απολύτως ανώδυνη, αθώα ανάρτηση στο Twitter! Αυτό θέλησα να σχολιάσω με την ιστορία της Βαλ. Ασφαλώς, όπως έχω ξαναπεί πολλές φορές, η τεχνολογία είναι ουδέτερη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί με καλές ή κακές προθέσεις. Το Διαδίκτυο είναι και ένας χώρος θετικής ενέργειας επίσης (εμένα, ας πούμε, μου αρέσει να χρησιμοποιώ τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κυρίως το Twitter, όπου ο λογαριασμός μου είναι @jonathancoe) αλλά το γεγονός ότι εκεί επιτρέπεται η ανωνυμία, δίνει την ευκαιρία σε αρκετούς πικραμένους, απογοητευμένους ανθρώπους να εκφράσουν ιδέες και συναισθήματα που οι κοινωνικοί κανόνες θα καθιστούσαν απαγορευτικά αν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν εγκαίρως».
Με τον «Πύργο του Ντάουντον» (Downton Abbey) τι πρόβλημα έχετε; Στάθηκα στην παρατήρησή σας. Κατάλαβα ότι ήταν αρκετά «αταξική» για εσάς η σειρά, έτσι δεν είναι;
«Κοιτάξτε, εδώ στη Βρετανία η επιτυχημένη σειρά έχει φτάσει στο τέλος της τηλεοπτικής της ζωής και πιστεύω ότι σύντομα θα έχει ξεχαστεί ή απλά θα τη θυμούνται οι περισσότεροι ως μια γραφική σαπουνόπερα με ιστορικό φόντο τη μετα-εδουαρδιανή Αγγλία. Ασφαλώς και μου άρεσαν πολλά πράγματα σε αυτή τη σειρά –οι ηθοποιοί στις ερμηνείες τους και η όλη παραγωγή, όλα αυτά ήταν αρκετά εντυπωσιακά. Αυτό όμως που με ενδιέφερε, και το οποίο μου φάνηκε αρκετά ταιριαστό με το πλαίσιο του «Αριθμού 11″, είναι το γεγονός ότι η σειρά αυτή δημιουργεί μπροστά στα μάτια των τηλεθεατών ένα είδος κοινωνίας όπου υπάρχει η κυρίαρχη τάξη, η τάξη των κυρίων και η τάξη των υπηρετών, και όχι μόνο αυτό, αλλά οι δύο αυτές τάξεις συνεργάζονται και συνυπάρχουν η μία δίπλα στην άλλη σε αγαστή σύμπνοια και αρμονία! Θεωρώ ότι αυτό το μήνυμα, ο τρόπος με τον οποίο φθάνει στους θεατές εν τέλει, είναι πολύ χρήσιμο για τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα σε αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή. Η εξαιρετική ποιότητα της σειράς έκανε αυτό το μήνυμα να φαίνεται πολύ πειστικό και σαγηνευτικό».
Σκέφτομαι τώρα τον χαρακτήρα μιας άλλης ιστορίας, τον Ρότζερ, που τον βαραίνει (καθοριστικά) η εμμονή με το παρελθόν και η ανάμνηση μιας ταινίας. Αυτό που έχει ένα ευρύτερο ενδιαφέρον είναι νομίζω ότι ο Ρότζερ «μισούσε την επιλογή». Δηλαδή; Την ίδια την εποχή του κατά κάποιον τρόπο;
«Εξετάζοντάς τον από πολλές πλευρές, ο Ρότζερ είναι μια μάλλον θλιβερή, αξιολύπητη φιγούρα. Παρά το γεγονός ότι ανήκει στους προνομιούχους –εννοώ εδώ την ακαδημαϊκή του εργασία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης -, στο βιβλίο εμφανίζεται ως ένα αρκετά ευάλωτο μέλος της κοινωνίας –υπό την έννοια ότι είναι ηθικά αδύναμος και κακός στο να κάνει επιλογές. Παρατηρώ ότι υπάρχει μια τέτοια τάση στις σημερινές κοινωνίες, να τιμωρούνται οι άνθρωποι που είναι έτσι: υποτίθεται ότι όλοι είμαστε καλοί στο να αναδεχόμαστε την ατομική ευθύνη του εαυτού μας και, από την άλλη μεριά, όσοι δεν το κάνουν καλά ή δεν το καταφέρνουν τους αξίζει να υποφέρουν. Ο Ρότζερ λ.χ. έχει πολλά πράγματα να προσφέρει στην κοινωνία, πλην όμως παραλύει μπροστά στην αδυναμία του να προβεί σε δύσκολες επιλογές, αλλά και από τη νοσταλγία του για μια περασμένη εποχή που δεν ήταν απαραίτητο να λειτουργεί έτσι ή δεν θα περίμεναν όλοι από αυτόν να λειτουργήσει έτσι. Αυτό που ήθελα να καταδείξω με την ιστορία του Ρότζερ είναι ότι ακόμη και άνθρωποι σαν αυτόν μπορούν να γίνουν απόβλητοι του συστήματος που κυριαρχεί σήμερα».
Η σύζυγος του Ρότζερ, η Λώρα, ισχυρίζεται ότι «η αθωότητα είναι υπερεκτιμημένη». Υποθέτω ότι, ιδίως εσείς, δεν συμφωνείτε μαζί της…
«Καθόλου, νομίζω δε ότι η αποστροφή της είναι κάπως ανούσια, εδώ που τα λέμε. Η αθωότητά μας είναι πολύτιμη αλλά η απώλειά της είναι αναπόφευκτη. Παρ’ όλα αυτά κάθε γονιός που αγαπάει το παιδί του, οφείλει να το αφήσει να χαρεί την αθωότητά του για όσο αυτό είναι δυνατόν. Το γεγονός ότι η Λώρα φαίνεται να απεχθάνεται την περίοδο της αθωότητας του ίδιου της του γιου, την κάνει έναν πολύ αντιπαθητικό χαρακτήρα κατά τη γνώμη μου».
«Θα ήταν μεγάλο λάθος η Μεγάλη Βρετανία να αποχωρήσει από την ΕΕ» Το δημοψήφισμα για την παραμονή ή την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση πλησιάζει. Δεν θα σας ζητήσω προγνωστικά επειδή έχουμε να κάνουμε με μια μάλλον αμφίρροπη αναμέτρηση. Να το ρωτήσω αλλιώς: με ποιες σκέψεις θα πάτε να ψηφίσετε;
«Η Ευρωπαϊκή Ενωση, με τη σημερινή της δομή και πρακτική, χαρακτηρίζεται από σοβαρότατες ατέλειες. Εδώ στη Βρετανία παρακολουθήσαμε με τρόμο πώς συμπεριφέρθηκε λ.χ. όλο αυτό το διάστημα στην Ελλάδα η τρόικα (ό,τι σήμερα λέγεται «θεσμοί»). Από την άλλη όμως πιστεύω ότι, παρά τα δεδομένα λάθη της, η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι θεμελιωμένη πάνω στα ιδανικά της συνοχής και της αλληλεγγύης, και ότι θα ήταν μεγάλο λάθος η Μεγάλη Βρετανία να αποχωρήσει από αυτήν, στην παρούσα φάση. Κατά συνέπεια, δεν σας κρύβω ότι στο επερχόμενο δημοψήφισμα θα ψηφίσω να παραμείνουμε στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης, του Brexit, έχει βασιστεί ολοφάνερα σε μια αντι-μεταναστευτική ρητορική και στρατηγική, πράγμα που θεωρώ απολύτως απογοητευτικό –αν και φάνηκε πανέτοιμη να συντονιστεί με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας που ανταποκρίνεται έτσι στην κατάσταση. Κάτι που ανέκαθεν μου άρεσε στη βρετανική πολιτική είναι το γεγονός ότι η ξενοφοβία δεν είχε βρει ποτέ πολιτική φωνή και εκπροσώπηση, ίσως όμως αλλάξει και αυτό στο προσεχές μέλλον».
Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Οι νάνοι του θανάτου» (1990), «Τι ωραίο πλιάτσικο!» (1994), «Το σπίτι του ύπνου» (1997), «Η λέσχη των τιποτένιων» (2001), «Ο κλειστός κύκλος» (2005), «Σαν τη βροχή πριν πέσει» (2007), «Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ» (2010), «Ο σπασμένος καθρέφτης» (2012), «Expo 58» (2013). Τα βιβλία παρουσιάζονται εδώ με τις χρονολογίες που εξεδόθησαν στην αγγλική γλώσσα.