Το Βήμα – The Project Syndicate
Πώς οι ΗΠΑ έφθασαν ως εδώ; Σε διάστημα λίγων μόλις μηνών, η προοπτική ο Ντόναλντ Τραμπ να εκλεγεί πρόεδρος έγινε από εξωφρενική εικασία μία τρομακτική πιθανότητα. Πως ένας άνδρας με τόσο μικρή πολιτική εμπειρία και τόσο μεγάλη άγνοια για τα γεγονότα έφθασε τόσο κοντά στον Λευκό Οίκο; Σε ένα πολυσυζητημένο κείμενο, ο Άντριου Σάλιβαν, υποστήριξε ότι για την άνοδο του Τραμπ ευθύνεται η «πολλή δημοκρατία». Σύμφωνα με τον Σάλιβαν, το πολιτικό κατεστημένο παραγκωνίστηκε από την αντι-διανόηση της άκρας δεξιάς και τον αντι-ελιτισμό της άκρας αριστεράς.
Στο μεταξύ, το διαδίκτυο μεγέθυνε την επιρροή των οργισμένων και των αδαών. Αυτό που μετράει στην πολιτική σήμερα, δεν είναι η ουσία ή η ιδεολογία αλλά η προθυμία να δοθεί φωνή στα πιο δυσάρεστα παράπονα του λαού – ένα ταλέντο που ο Τραμπ κατέχει αναμφισβήτητα. Σε μία διεισδυτική απάντηση, ο Μάικλ Λιντ υποστήριξε ότι ο Σάλιβαν κάνει λάθος: το πραγματικό πρόβλημα είναι η «πολύ λίγη δημοκρατία». Ο Τραμπ τα πάει καλύτερα μεταξύ των ψηφοφόρων που αισθάνονται ότι «άνθρωποι σαν εμένα δεν έχουν φωνή». Και υπάρχει λόγος που ολοένα περισσότεροι ψηφοφόροι αισθάνονται έτσι. Μερικές από τις πιο σημαντικές πολιτικές αποφάσεις τώρα, λαμβάνονται από τεχνοκράτες.
Ακόμη και στα ζητήματα για τα οποία αποφασίζουν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού, σπάνια αυτές οι αποφάσεις αντανακλούν τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Εκ πρώτης όψεως, οι αναλύσεις του Σάλιβαν και του Λιντ φαντάζουν αντίθετες. Αλλά για να κατανοήσει κανείς την βαθιά κρίση της φιλελεύθερης δημοκρατίας – που έχει ενισχύσει τους ακροδεξιούς λαϊκιστές σε όλη την Ευρώπη – πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι δύο απόψεις είναι συμπληρωματικές. Τα πολιτικά συστήματα στη Βόρεια Αμερική και στη Δυτική Ευρώπη καθορίζονται από δύο σημαντικά στοιχεία. Είναι φιλελεύθερα επειδή προσπαθούν να διασφαλίσουν τα δικαιώματα των ατόμων, συμπεριλαμβανομένων των περιθωριοποιημένων μειονοτήτων. Και είναι δημοκρατικά γιατί οι θεσμοί τους υποτίθεται ότι μεταφράζουν τη λαϊκή βούληση σε δημόσια πολιτική.
Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών βρίσκεται σε τέλμα και η οργή προς το πολιτικό κατεστημένο έχει εκτοξευθεί, αυτά τα δύο θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής στη Δύση έχουν αρχίσει να συγκρούονται. Ως αποτέλεσμα, η φιλελεύθερη δημοκρατία διχάζεται, δίνοντας υπόσταση σε δύο νέες μορφές καθεστώτων: την «ανελεύθερη δημοκρατία» ή την δημοκρατία χωρίς δικαιώματα και τον «μη δημοκρατικό φιλελευθερισμό» ή τα δικαιώματα χωρίς δημοκρατία. Δεν προκαλεί έκπληξη που πολίτες και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού αισθάνονται ότι πλέον δεν ελέγχουν το πολιτικό τους μέλλον. Τώρα ζουν σε ένα καθεστώς που είναι φιλελεύθερο αλλά δεν είναι δημοκρατικό: ένα σύστημα στο οποίο τα δικαιώματά τους γίνονται σεβαστά αλλά οι πολιτικές τους προτιμήσεις αγνοούνται.
Αποξενωμένοι από ένα πολιτικό κατεστημένο που δεν ανταποκρίνεται, οι ψηφοφόροι συρρέουν στους λαϊκιστές οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ενσαρκώνουν την καθαρή φωνή του λαού. Όπως ο Τραμπ, υπόσχονται να βάλουν στην άκρη τα θεσμικά οδοφράγματα – από τα επικριτικά μέσα ενημέρωσης και τα ανεξάρτητα δικαστήρια ως τους διεθνείς θεσμούς όπως η ΕΕ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου – που στέκονται εμπόδιο στη συλλογική θέληση.
Αλλά η πονηρή ρητορική τους δεν θα πρέπει να αφήνει περιθώριο αμφιβολίας ως προς τον πραγματικό σκοπό τους: τον περιορισμό των ατομικών δικαιωμάτων, ειδικά εκείνων των ανθρώπων – από τους μουσουλμάνους μέχρι τους ενοχλητικούς δημοσιογράφους – που με επιτυχία χρησιμοποιούν ως αποδιοπομπαίους τράγους στις ομιλίες τους. Αν το πολιτικό κατεστημένο φοβηθεί τόσο πολύ από τους λαϊκιστές ώστε οι τεχνοκράτες να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερο έλεγχο στη δημόσια πολιτική, η φιλελεύθερη δημοκρατία δύσκολα θα επιβιώσει. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με το εξής δίλημμα: θα κληθούμε είτε να θυσιάσουμε τα δικαιώματά μας για να διασώσουμε τη δημοκρατία, είτε να εγκαταλείψουμε τη δημοκρατία για να διατηρήσουμε τα δικαιώματά μας.
Ο κ.Yascha Mounk είναι λέκτορας Πολιτικής Θεωρίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.