«Η χώρα δεν είχε και δεν έχει business plan (επιχειρηματικό σχέδιο)» είπε ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γιώργος Προβόπουλος σχολιάζοντας την ελληνική κρίση, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης για την παρουσίαση του βιβλίου του οικονομολόγου κ.Δημήτρη Ιωάννου, «Ανατέμνοντας την κρίση», που παρουσιάστηκε χθες Δευτέρα.
Ο κ. Προβόπουλος είπε χαρακτηριστικά ότι η ελληνική κρίση θα μπορούσε να έχει ξεπεραστεί το πολύ σε τρία χρόνια με10% – 15% (αντί σχεδόν 30%) μείωση του ΑΕΠ και γρήγορη ανάπτυξη που με τη σειρά της θα άμβλυνε αυτές τις απώλειες εάν είχαν γίνει διαρθρωτικές στη χώρα, αλλά αντ’ αυτού, εισέρχεται στον όγδοο χρόνο. «Κι ακόμη δεν φαίνεται φως στο τούνελ» συνέχισε ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης της χώρας.
«Οι πολιτικοί πάντα αντιμετώπιζαν το θέμα με αμηχανία και άγνοια κινδύνου και προχωρούσαν παρακάτω» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Ο κ. Προβόπουλος είπε ότι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν ήξερε, καθώς η τράπεζα της Ελλάδος από το 2009 και μάλιστα προεκλογικά είχε προειδοποιήσει για το 8% της μείωσης του ΑΕΠ που γρήγορα μέσα σε λίγους μήνες σκαρφάλωσε στο 12%. Όπως είπε μάλιστα χαρακτηριστικά, για το θέμα αυτό είχε ενημερώσει προσωπικά τον τότε νεοεκλεγέντα πρωθυπουργό κ. Γ. Παπανδρέου.
«Στο πρώτο ραντεβού που έγινε με το κ. Παπανδρέου, με την παρουσία της κυρίας Κατσέλη και του κ. Παπακωνσταντίνου του είπα ότι το έλλειμμα μέσα στο εννιάμηνο είχε φτάσει το 10% και με την δυναμική που δημιουργείται αναμένεται να ξεπεράσει σύντομα το 12%. Ουδείς μπορεί να πει ότι δεν ήξερε. Παράλληλα την περίοδο εκείνη βοούσαν τα άρθρα ξένων εφημερίδων για το τι γίνεται στην Ελλάδα» συνέχισε ο κ. Προβόπουλος.
«Μετά από αυτή την συνάντηση, ο κ. Παπακωνσταντίνου πήγε στο Eurogroup και είπε ότι ήταν εξουσιοδοτημένος να δηλώσει η κυβέρνηση θα τηρήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις. Οι οποίες ήταν ένα χαλαρό δημοσιονομικό πρόγραμμα που ήταν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που έπρεπε να κάνουμε. Και έτσι χάθηκαν 4-5 πολύτιμοι μήνες» είπε ακόμη στην ομιλία του.
Όπως είπε ο κ. Προβόπουλος, οι υποχρεώσεις της χώρας βέβαια την περίοδο εκείνη ήταν στο 800% και έτσι κι αλλιώς θα χρειαζόταν ένα είδος μνημονίου, ίσως όμως μπορούσε να το κάνει η χώρα μας μόνη της.
«Απέδειξε όμως ότι δεν μπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος. Ακόμη και όταν έπρεπε να ληφθούν μέτρα, αντί να κάνουμε αξιολόγηση και περικοπές δαπανών, κάναμε 15% οριζόντια περικοπή μισθών και συντάξεων» συνέχισε.
Όπως δήλωσε ο κ. Προβόπουλος, η τακτική των οριζόντιων περικοπών δεν ωφέλησε κανέναν, καθώς το σωστό δεν είναι να κόψεις τους μισθούς σε όλους, αλλά να αξιολογήσεις, να κρίνεις ποιοι αποδίδουν, να απομακρύνεις όσους δεν αποδίδουν και σε εκείνους που θα μείνουν οι αποδοχές τους να μην αλλάξουν αλλά πιθανώς και να αυξηθούν.
«Οι οριζόντιές περικοπές έφεραν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα και έτσι δυσφημίστηκαν και οι ίδιες οι διαρθρωτικές αλλαγές ως έννοια» είπε ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης της χώρας.
Ακόμη, τόνισε ότι μόνο το 1/3 της προσαρμογής θα έπρεπε να έχει έρθει από τον τομέα των φορολογικών εσόδων, κι αυτό όχι μέσω αυξήσεων των φορολογικών συντελεστών αλλά μετά από παρεμβάσεις για επέκταση της φορολογικής βάσης και μείωση της φοροδιαφυγής. Επεσήμανε επίσης ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, εάν εφαρμόζονταν επαρκώς, θα μετρίαζαν τις επιπτώσεις της ύφεσης.
Ο κ. Προβόπουλος εκτίμησε ότι μια χρεοκοπία -την οποία θα προκαλούσε η απουσία της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης- θα είχε ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Επανέλαβε δε, την ανάγκη εκσυγχρονισμού του κράτους και εξωστρέφειας της οικονομίας, ενώ επεσήμανε ότι ποτέ δεν έγινε μια συζήτηση στη Βουλή για το τι προκάλεσε την κρίση, ώστε να επιτευχθεί μια στοιχειώδης συναίνεση.
«Παραγωγή ή θάνατος»…
Στην ομιλία του στην ίδια εκδήλωση ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος που έχει γράψει και τον πρόλογο του βιβλίου είπε χαρακτηριστικά: «Δίπλα στο εθνικό μας μότο, «ελευθερία ή θάνατος», πρέπει να προστεθεί το μόνο ‘παραγωγή ή θάνατος’. Άλλη πορεία εξόδου από την κρίση δεν υπάρχει».
«Το πρόβλημα δεν είναι απλά οικονομικό αλλά βαθύτερο. Χρειαζόμαστε μια στρατιά δυνάμεων της οικονομίας, της διανόησης, του πολιτικού κόσμου, των παραγωγικών τάξεων για να γυρίσει η χώρα» συνέχισε ο κ. Γάτσιος.
«Είναι ανάγκη για μια δική μας εθνική αυτοσυνειδησία. Ένα αναστοχασμό πάνω στην κρίση και τις βαθύτερες αιτίες της. Η άστοχη καταστροφική οικονομική πολιτική ήταν αποτέλεσμα ευρύτερων διεργασιών. Πίσω απ αυτήν υπήρξε μια τραγική συζυγία επιδιώξεων, μια μοιραία σύμπτωση λανθασμένου προσανατολισμού μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και ελληνικού λαού» συνέχισε.
«Η πρώτη ενήργησε με πρώτο γνώμονα το πολιτικό της συμφέρον. Την ολιγόχρονη παράταση της απόλαυσης της εξουσίας. Κάτι που μετουσίωσε τον λαϊκισμό από λεκτική δημαγωγία σε κυβερνητική πράξη. Ο ελληνικός λαός απο την πλευρά του αφέθηκε να παρασυρθεί από τον εκάστοτε πολιτικό δημαγωγό με το δέλεαρ μια καταναλωτικής ευμάρειας χωρίς πολιτικό περιεχόμενο η απόκτηση της οποίας μάλιστα επαιτούσε την απεμπόληση των αξιών του».
«Και σε μια συλλογική τύφλωση κανείς δεν ήθελε να αποτρέψει την κρίση γιατί θα τον αποσπούσε από την απόλαυση της αυταπάτης του» είπε ο κ. Γάτσιος.
Και πρότεινε μια Ελλάδα «που θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα κατά πρόσωπο, δεν θα αποστρέφει το βλέμμα, με αίσθημα αυτοσυντήρησης, συναίσθησης της ιστορικότητας της, όχι με πολιτικές καιροσκοπισμού και ανευθυνότητας όπως σήμερα, αλλά με γνώμονα την σταθερότητα και την ισορροπία».
«Ίσως η σημερινή πικρή πραγματικότητα μας δώσει κίνητρο και υλικό» κατέληξε.
Ο δημοσιογράφος κ. Κώστας Καλλίτσης είπε μεταξύ άλλων ότι: «Η ανάπτυξη δεν είναι ένα ροζ αφήγημα που θα μας κάνει όλους ευτυχείς. Είναι ένας δρόμος με συγκρούσεις, ένας δρόμος που χρειάζεται εθνικό σχέδιο. Χωρίς εθνικό σχέδιο δεν θα πετύχουμε ανάπτυξη, το μόνο που θα πετύχουμε θα είναι να αποπληρώσουμε τους δανειστές μας, θα συνεχίσουμε όμως να σερνόμαστε με την κοιλιά στα υπόγεια της Ευρωζώνης».
«Μια εποχή τελειώνει όταν τελειώνουν και ο αυταπάτες της» κατέληξε ο κ. Καλλίτσης, μνημονεύοντας τον Άρθουρ Μίλερ.
Για τις αιτίες της κρίσης, μίλησε και ο κ. Σπύρος Θεοδωρόπουλος, διευθύνων σύμβουλος της Chipita, ο οποίος είπε μάλιστα ότι μετά από όλα όσα συνέβησαν στη χώρα, έπρεπε να έρθει μια κυβέρνηση της αριστεράς για να διαλυθεί το «ηθικό πλεονέκτημα» που επι σειρά ετών έμπαινε ως πολιτικό εμπόδιο μπροστά σε οποιαδήποτε προσπάθεια μεταρρύθμισης της χώρας.