Οταν έκλεισα το τηλέφωνο μετά τη συνομιλία που είχα με τον Τρέβορ Αρτσερ, καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γκέτεμποργκ, είχα μπερδευτεί περισσότερο από ό,τι διαβάζοντας ένα σχετικό άρθρο στους «New York Times» για τα flotation tanks: τους θαλάμους επίπλευσης, όπως αναφέρονται στα ελληνικά, αν και εδώ σ’ εμάς δεν καταγράφεται κάποια τάση για διαδεδομένη χρήση τους. Πρόκειται για δεξαμενές που μόλις χωράς να μπεις μέσα, το νερό φθάνει σε ύψος 25-30 πόντων, σε αυτό έχουν προστεθεί άλατα Epsom, δηλαδή θειικό μαγνήσιο, μέχρι κορεσμού και αυτό σε κρατάει στην επιφάνεια είτε το θέλεις είτε όχι, κάτι ανάλογο με το γνωστό φαινόμενο στη Νεκρά Θάλασσα. Υπάρχει καπάκι και μπαίνοντας, συνήθως γυμνός εντελώς, φορώντας μόνο ωτασπίδες, κλείνεσαι μέσα. Πατώντας ένα ειδικό κουμπί παύει να υπάρχει φως, σταματά η όποια μουσική και επικρατεί απόλυτο σκοτάδι. Μένεις εκεί να επιπλέεις, σχεδόν σε πλήρη ακινησία, συνήθως για 45-60 λεπτά, αν και υπάρχουν και οι διηγήσεις των «φανατικών» που έχουν μείνει σε αυτή την κατάσταση για αρκετές ώρες. Ενα σήμα πάντως σε ειδοποιεί για τη συμπλήρωση του χρόνου και όταν βγεις χρειάζεσαι ένα καλό μπάνιο με σαπούνι αλλά και ξίδι για να φύγουν εντελώς τα άλατα από το δέρμα. Από εκεί και πέρα, για το πώς αισθάνεσαι οι διηγήσεις δίνουν και παίρνουν.
Αστειεύεστε, κύριε Φάινμαν;
Οι πρώτες αναζητήσεις γύρω από την αντίδραση του σώματος και ιδιαίτερα του εγκεφάλου όταν βρεθεί σε μια κατάσταση όπου έχει αποκοπεί από τα εξωτερικά ερεθίσματα ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’50, σε έναν χώρο του Εθνικού Ινστιτούτου Ερευνών για την Υγεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ενας νευροφυσιολόγος, o αμερικανός δόκτωρ Τζον Λίλι (1915-2001), που είχε πρώτα σπουδάσει και Φυσική στο περίφημο Πολυτεχνείο της Καλιφόρνιας, το Caltech, και στη συνέχεια Ιατρική και Ψυχανάλυση στα καλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, θέλησε να λύσει ένα μεγάλο πρόβλημα της εποχής: η δραστηριότητα του εγκεφάλου εξαρτάται από τα εξωτερικά ερεθίσματα και όταν δεν υπάρχουν αυτά ναρκώνεται ή μήπως υπάρχουν κάποιοι μηχανισμοί που δεν αφήνουν τον εγκέφαλο να πάψει τη νοητική δραστηριότητά του, έστω και αν τα αισθητήρια όργανα δεν παίρνουν σήματα; Κατασκεύασε λοιπόν τον πρώτο θάλαμο απομόνωσης, μόνο που εκεί δεν είχαν κάνει ακόμη το κόλπο με τα άλατα και έμπαινε μέσα με στολή και αναπνευστήρα για να αναπνέει μέσα στο νερό. Από τότε πάντως διαπιστώθηκε πως ο εγκέφαλος, όταν λείψουν τα εξωτερικά ερεθίσματα, παράγει διάφορα άλλα που έρχονται από εσωτερικές διεργασίες. Ο Ρίτσαρντ Φάινμαν περιγράφει στο βιβλίο «Θα αστειεύεστε, κύριε Φάινμαν» τις δικές του εμπειρίες από τις δεξαμενές επίπλευσης, όταν κάποτε συναντήθηκε με τον Τζον Λίλι και εκείνος του πρότεινε να δοκιμάσει την εμπειρία. Ο Φάινμαν είχε καημό να φθάσει στο σημείο να έχει παραισθήσεις αλλά χωρίς να παίρνει δυνατές ουσίες (είναι γνωστό πως έστριβε λίγο χόρτο αλλά ως εκεί) διότι φοβόταν να μην κάνει κακό στον εγκέφαλό του. Περιγράφει λοιπόν τις εμπειρίες του στις δεξαμενές του Λίλι στο βιβλίο «Ασφαλώς θα αστειεύεστε, κύριε Φάινμαν» (υπάρχει και εδώ στα αγγλικά: www.dmt-nexus.me/forum/default.aspx?g=posts&t=51786). Αναφέρει λοιπόν ότι έφθασε να βλέπει το σώμα του σαν εξωτερικός παρατηρητής, αλλά δεν πείστηκε πως αυτό ήταν κάτι άλλο από δημιούργημα του δικού του μυαλού, μια φαντασίωση που σκεφτόταν πως θα μπορούσε να την έχει και στο σπίτι του μένοντας κλεισμένος μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο.
Τα κύματα της επίπλευσης
Διάφοροι άλλοι διάσημοι, ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, τηλεπερσόνες, θέλησαν κατά καιρούς να έχουν την εμπειρία του θαλάμου επίπλευσης, δήλωναν εντυπωσιασμένοι από την παρέα με τον χωρίς εξωτερικά ερεθίσματα εγκέφαλό τους, αλλά τα όσα είπαν δεν μετρούν τόσο όσο οι διάφορες επιστημονικές εργασίες επάνω στο θέμα. Κάποιες έγιναν στη δεκαετία του ’70, μεσολάβησε όμως η δεκαετία του ’80, όπου ο κόσμος τρόμαξε κυριολεκτικά με το AIDS και ούτε που ήθελαν να σκέφτονται ότι θα έμπαιναν σε στάσιμο νερό όπου θα είχαν βρεθεί εκεί και αρκετοί άλλοι πιο πριν. Στη δεκαετία του ’90 έχουμε αξιοπρόσεκτες εργασίες στη Σουηδία από τον Τρέβορ Αρτσερ και την Ανέτ Σέλγκρεν, σήμερα καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κάρλσταντ, και από το 2010 και μετά στις Ηνωμένες Πολιτείες οι δεξαμενές επίπλευσης γνωρίζουν μια καινούργια άνθηση. Γίνονται ετήσιες συναντήσεις, άρθρα σε μεγάλες εφημερίδες όπως «Washington Post», «Wall Street Journal», «New York Times» αναφέρονται θετικά σε αυτό και οι ιδιοκτήτες επιμένουν πως τώρα καθαρίζουν το νερό με «περοξάιντ» (υπεροξείδιο του υδρογόνου), δεν υπάρχει κίνδυνος να πνιγείς, ακόμη και αν σε πάρει ο ύπνος μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, διότι επιπλέεις θέλοντας και μη, ενώ η παρουσία των αλάτων είναι τόσο έντονη ώστε και να βρεθεί το κεφάλι σου στο νερό τα μάτια θα ερεθιστούν τόσο άμεσα και τόσο έντονα ώστε θα ξυπνήσεις σίγουρα και το πνεύμα των διαφημίσεων σε βάζει σε μια ατμόσφαιρα μεταξύ σπα και «κβαντικής θεραπείας» του δόκτορος Τσόπρα. Οι περισσότερες περιγραφές πάντως συγκλίνουν στο ότι έπειτα από μία ώρα παραμονής σε αυτή την κατάσταση της επίπλευσης βγαίνοντας βρίσκεσαι σε μια οπτική εγρήγορση, ενώ αντιδράς κάπως πιο ήρεμα και σε μερικές περιπτώσεις όπου βρίσκεσαι να φλερτάρεις με την αυτοκτονία ή σε έχει λιώσει το σύνδρομο του burn-out, με το ξεπέρασμα των σωματικών και διανοητικών σου αντοχών αναθεωρείς. Μια επίσκεψη της μιας ώρας στις Ηνωμένες Πολιτείες κοστίζει από 60 ως 100 δολάρια, ενώ μια δεξαμενή για να την εγκαταστήσεις στο σπίτι σου θα σου κοστίσει από 8.900 ως και 10.000 δολάρια.
Τι μπορούμε να μετρήσουμε πραγματικά
Το θέμα των θαλάμων επίπλευσης έχει γίνει από κινηματογραφικό σενάριο επιστημονικής φαντασίας («Altered States» σε σκηνοθεσία Kεν Ράσελ) ως αντικείμενο συζήτησης στο Διαδίκτυο για εξωσωματικές εμπειρίες και όλα τα σχετικά, όπου δεν ξέρεις ο καθένας με ποιο κίνητρο αναφέρεται σε διάφορες απίστευτες εμπειρίες.
Το μόνο λοιπόν που αυτή τη στιγμή μπορεί να δώσει μια πιο συγκεκριμένη αίσθηση για την αξία της μεθόδου είναι οι όποιες ερευνητικές εργασίες είναι δημοσιευμένες σε σχετικά σοβαρά έντυπα, για πειράματα που έχουν διεξαχθεί με τους γνωστούς κανόνες όπου υπάρχουν και ομάδες ελέγχου (control groups) και οι ερευνητές δεν γνωρίζουν από πριν ποιος υφίσταται συγκεκριμένη δοκιμασία και ποιος όχι. Με βάση λοιπόν τις διάφορες δημοσιεύσεις έχουμε πρώτα τη διαπιστωμένη ικανότητα του ανθρώπινου οργανισμού όταν στερείται οπτικών ερεθισμάτων, όχι απαραίτητα μέσα σε δεξαμενή επίπλευσης, να παρουσιάζεται στη συνέχεια για κάποιον πεπερασμένο χρόνο βέβαια με αυξημένες οπτικές ικανότητες (cercor.oxfordjournals.org/content/10/5/529.full). Αυτή είναι μια εργασία από το 2000. Στη συνέχεια είναι γνωστό ένα πείραμα που έγινε με αθλητές της τοξοβολίας. Είκοσι άτομα, δεκατρείς άνδρες και επτά γυναίκες, χωρίστηκαν σε δύο ομάδες και δύο φορές, με απόσταση έξι εβδομάδων, έριχναν σε κάθε συνάντηση από τέσσερις φορές με τρία βέλη κάθε φορά. Στη μία περίπτωση όμως είχαν μείνει πριν από τις βολές καθισμένοι επί 45 λεπτά σε μια πολυθρόνα για να ηρεμήσουν, ενώ την άλλη φορά είχαν μείνει επί 45 λεπτά σε θάλαμο επίπλευσης. Διαπιστώθηκε πως οι τοξοβόλοι μετά την «υγρή αυτοσυγκέντρωση» είχαν καλύτερες επιδόσεις και χαμηλότερη μυϊκή τάση («Journal of Applied Sport Physiology», 11, 194-209, 1999). Επίσης υπάρχουν εργασίες που αναφέρουν ότι διαπιστώθηκε σημαντική βελτίωση σε περιπτώσεις μυϊκών πόνων, κακώσεων στη σπονδυλική στήλη, ημικρανίας, καταστάσεις στρες, ενώ στη Σουηδία γενικότερα και κυρίως στις πόλεις Κάρλσταντ και Γκέτεμποργκ, με βάση τα σχετικά με τη δεξαμενή επίπλευσης, έχουν αναπτύξει μεθόδους που συντομεύουν κατά πολύ την αποκατάσταση τραυμάτων από αθλητικές δραστηριότητες.
Ο «εφευρέτης» της μεθόδου στη δεκαετία του ’60 προσπάθησε να διευρύνει τις εμπειρίες στη δεξαμενή του παίρνοντας διάφορες ουσίες και σε μια συνέντευξή του στο «ΟΜΝΙ» το 1983 είπε πως δεν του αρέσει ο όρος «altered states» αλλά το «higher states», αν και δεν μπόρεσε αυτό να το κάνει πιο συγκεκριμένο επιστημονικά. Επίσης οι άνθρωποι που ασχολήθηκαν μετά τον Λίλι επιστημονικά με τα θέμα είναι πιο συγκρατημένοι και υπάρχουν εργασίες όπου αναφέρεται ότι δεν διαπιστώθηκε αυξημένη πνευματική ικανότητα στη λύση προβλημάτων ή στη συγγραφή δοκιμίων μετά από… βουτιές στη δεξαμενή. Οπως είπε στο ΒΗΜΑScience ο καθηγητής Τρέβορ Αρτσερ, «πιστεύω πως σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για φαινόμενο placebo».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ