Δύο χρόνια πριν άρχισε η διαδικασία της αξιολόγησης στον χώρο της εκπαίδευσης. Είχε εφαρμοστεί σε όλα τα στελέχη της εκπαίδευσης ως τους σχολικούς συμβούλους. Εκεί «πάγωσε» καθώς είχε ήδη αναλάβει τις τύχες της Παιδείας νέος υπουργός, ο οποίος διαφωνούσε, όπως και το κόμμα του, με τη διαδικασία. Επειτα από μήνες ο νυν υπουργός Παιδείας κ. Νίκος Φίλης ένευσε υπέρ της διαδικασίας. Οπως έγραψε και «Το Βήμα της Κυριακής», επικαλέστηκε το ΠΔ Αρβανιτόπουλου (152/2013) για να «απαγορεύσει» απόπειρα αξιολόγησης που επιχείρησε πρόσφατα ιδιωτικό σχολείο.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς γιατί χάθηκε τόσος χρόνος. Μια προσέγγιση στο θέμα επιχειρεί ο κ. Χαράλαμπος Κωνσταντίνου, καθηγητής Σχολικής Παιδαγωγικής και Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Υποστηρίζει ότι υπάρχουν «παράγοντες (παιδαγωγικοί, εκπαιδευτικοί, πολιτικοί, συνδικαλιστικοί κ.ά.) στους οποίους αποδίδεται το πρόβλημα εφαρμογής της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών». Και τους συνοψίζει σε δεκατρείς αιτίες:
1. Η έλλειψη «κουλτούρας» στο θέμα της αξιολόγησης.
2. Η μη διασφάλιση των όρων που απαιτούνται για την εφαρμογή ενός αξιόπιστου συστήματος αξιολόγησης.
3. Η δυσπιστία ως προς την εγκυρότητα, την αξιοπιστία και την αντικειμενικότητα της αξιολόγησης.
4. Η απουσία αξιολόγησης όλων των συντελεστών του εκπαιδευτικού έργου.
5. Το επιβαρημένο παρελθόν του «επιθεωρητισμού».
6. Οι αντιστάσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων και γενικά της εκπαιδευτικής κοινότητας.
7. Η ελλιπής ενημέρωση για τις σύγχρονες εξελίξεις στον χώρο της αξιολόγησης από την πλευρά μιας μεγάλης μερίδας των εμπλεκομένων σε αυτή τη διαδικασία.
8. Ο ελεγκτικός και αποσπασματικός χαρακτήρας της αξιολόγησης που υιοθετήθηκε στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής πολιτικής.
9. Ο συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
10. Η άμεση εξάρτηση της εφαρμογής των εκπαιδευτικών μέτρων από την πολιτική ηγεσία.
11. Η μη αξιοποίηση από την Πολιτεία των αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής αξιολόγησης.
12. Οι παλινδρομήσεις του υπουργείου Παιδείας και η απουσία ουσιαστικού διαλόγου με την εκπαιδευτική κοινότητα.
13. Η δυσπιστία των εκπαιδευτικών απέναντι στις προθέσεις και στη σκοπιμότητα των αξιολογικών διαδικασιών της εκπαιδευτικής πολιτικής.
Από την πλευρά του, ο κ. Σταμάτης Αλαχιώτης, πρώην πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που ασχολήθηκε με το θέμα της αξιολόγησης επί σειρά ετών και υπήρξε ο «αρχιτέκτονας» των πρώτων κριτηρίων της, επισημαίνει μιλώντας προς «Το Βήμα»: «Κανένα σύστημα δεν μπορεί να προοδεύσει αν δεν αξιολογείται. Ακόμη και το DNA μας αξιολογείται και αντιγράφεται. Οταν διαιρείται ένα κύτταρο, αξιολογούνται οι νέες αλυσίδες του και μειώνονται τα λάθη στο μισό. Διαφορετικά το κύτταρο δεν θα άντεχε. Το ίδιο πρέπει να γίνεται στην εκπαίδευση. Στους εκπαιδευτικούς εμπιστευόμαστε τα παιδιά μας. Ενα από τα πρώτα πράγματα που προσπάθησα να ολοκληρώσω ήταν ένα σύστημα κριτηρίων αξιολόγησης όπου ο αξιολογών αξιολογείτο πάντα για να είναι αντικειμενικός» αναφέρει.
«Δεν έφτασε ποτέ στα σχολεία για τους γνωστούς λόγους» συνεχίζει ο κ. Αλαχιώτης. Και στην αυτονόητη ερώτηση, εξηγεί: «Ο συνδικαλισμός…».
Αποκαλυπτικές ως προς τα συμπεράσματά τους είναι οι έρευνες που έχουν γίνει για την αξιολόγηση στην Ελλάδα. Η αποδοχή της, φέρ’ ειπείν, στην εκπαιδευτική κοινότητα είναι μεγάλη και μάλιστα η πλειονότητά τους επιθυμεί να συμμετάσχει ενεργά. Την ίδια στιγμή οι εκπαιδευτικοί αντιμετωπίζουν με καχυποψία τον θεσμό τόσο για τους σκοπούς του, καθώς φοβούνταν απολύσεις, όσο και για το ότι δεν είχε διαμορφωθεί ένα ολοκληρωμένο, πανελλαδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης ώστε να βοηθηθούν, ενώ και η «κομματοκρατία» που επικρατούσε σε επιτελικές θέσεις φούντωνε μια δυσαρέσκεια η οποία έφτανε στα όρια της ιδεοληψίας.
Τα αποτελέσματα των ερευνών θα μπορούσαν να συνοψισθούν σε οκτώ σημεία:
1. Η πλειονότητα των εκπαιδευτικών σε πολύ υψηλά ποσοστά τάσσεται υπέρ της αξιολόγησης του έργου τους ή τουλάχιστον τη θεωρεί αναγκαία, εφόσον όμως συντρέχουν ορισμένες απαραίτητες προϋποθέσεις.
2. Οι εκπαιδευτικοί θέλουν να συμμετέχουν ενεργά στις διαδικασίες που αφορούν τη θέσπιση και την εφαρμογή της αξιολόγησής τους και ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τη διαδικασία της αυτοαξιολόγησης.
3. Το προσδοκώμενο όφελος των εκπαιδευτικών από την αξιολόγηση είναι η βελτίωση της ποιότητας του παρεχόμενου από τους ίδιους εκπαιδευτικού έργου (ανατροφοδότηση), η ατομική επιμόρφωση, ενώ λιγότεροι ελπίζουν σε μισθολογική ανέλιξη.
4. Περιορίζει τα φαινόμενα αδιαφορίας και χαλάρωσης.
5. Εκτιμούν ότι οι αξιολογητές πρέπει να έχουν αυξημένα προσόντα και ειδικότερα επαρκή παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση προκειμένου να τους αξιολογούν, καθώς και ειδικές γνώσεις, και όχι να γίνεται από θεσμικά πρόσωπα που έχουν επιλεγεί με αναξιοκρατικά κριτήρια.
6. Οι αξιολογητές να χρησιμοποιούν έγκυρα, αξιόπιστα και αντικειμενικά κριτήρια, αποδεκτές τεχνικές αξιολόγησης και να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές χωροχρονικές περιστάσεις του στενότερου και ευρύτερου περιγύρου.
7. Οσοι από τους εκπαιδευτικούς δεν συμφωνούν με την εφαρμογή της αξιολόγησής τους επικαλούνται ως κύρια αιτία της διαφωνίας τους την έλλειψη αξιόπιστων και αντικειμενικών κριτηρίων, την ανεπάρκεια των αξιολογητών, τη σκοπιμότητα της αξιολόγησης και την επιφύλαξη της επιστροφής στον «επιθεωρητισμό».
8. Παρά τους όποιους ενδοιασμούς τους, οι υπηρετούντες εκπαιδευτικοί προτιμούν περισσότερο την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου σε επίπεδο σχολικής μονάδας, δηλαδή τη συλλογική εσωτερική αξιολόγηση, ενώ η εξωτερική αξιολόγηση θεωρείται η λιγότερο κατάλληλη.
HeliosPlus