Μπορεί να αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ;

Αν η καταναγκαστική μεταστροφή εκ μέρους των κυβερνώντων υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας

Αν η καταναγκαστική μεταστροφή εκ μέρους των κυβερνώντων υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας, με τη διαφαινόμενη υπογραφή και επικύρωση του τρίτου Μνημονίου, είναι ένα μείζον κεκτημένο της περιόδου που διανύουμε, η διαχείριση αυτής της πορείας είναι εξίσου κρίσιμη τόσο για τη χώρα όσο και για τη φυσιογνωμία των πολιτικών δυνάμεων.
Το ερώτημα αν η σημερινή κυβέρνηση και ειδικότερα η κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά μπορεί να υλοποιήσει το τρίτο Μνημόνιο, στο οποίο δεν πιστεύει, είναι σημαντικό να τονισθεί ότι δεν είναι μόνον τεχνοκρατικής φύσεως ούτε αφορά «απλώς» την «επάρκεια» του κυβερνητικού προσωπικού. Είναι ερώτημα πολιτικό, που στην πραγματικότητα αμφισβητεί τον ίδιο τον ευρωπαϊσμό των σημερινών κυβερνητικών ελίτ. Αν οι τελευταίες θεωρούν ότι βρίσκονται σε ασίγαστο «πόλεμο» και αναγκαστικά «συνθηκολόγησαν», αν θεωρούν την Ελλάδα «αποικία» και τις μάχες που δίνουν κομμάτι ενός φαντασιακού αντιστασιακού «εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα» κατά εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών, αν ο ευρωπαϊσμός τους εξαντλείται στην επίκληση αφηρημένων αρχών, πώς θα μπορέσουν να εμπνεύσουν και να υλοποιήσουν μια διαδικασία επανενσωμάτωσης της χώρας σε μια κατ’ αυτούς ανύπαρκτη ή αντιδραστική Ευρώπη;
Το τελευταίο διάστημα προβάλλεται η θέση της σοσιαλδημοκρατικοποίησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς ώστε αυτή, με μια διαφαινόμενη απομάκρυνση ή αποβολή της αριστερής της πτέρυγας, να καταστεί υπεύθυνη πολιτική δύναμη, ικανή επιτέλους να «κυβερνήσει». Η αισιόδοξη αυτή θέση παρακάμπτει δύο τουλάχιστον σημαντικά και αλληλεπικαλυπτόμενα προβλήματα. Το πρώτο αφορά την ίδια τη φυσιογνωμία, τους λόγους ύπαρξης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν η κοινωνικο-πολιτική διαίρεση πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ είναι η τομή Μνημόνιο/αντιμνημόνιο, η ακύρωσή της μέσω της ντε φάκτο διολίσθησης της κυβέρνησης στο μνημονιακό στρατόπεδο πλήττει ανεπίστρεπτα τους γενεσιουργούς λόγους της ύπαρξής του. Αυτό που πλήττεται δεν είναι ένα πρόγραμμα («το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης») ούτε μια ιδεολογία (ο αριστερός ριζοσπαστισμός, ό,τι κι αν σημαίνει αυτός), αλλά κάτι πιο θεμελιώδες, η σχέση εμπιστοσύνης, δηλαδή η σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων, οι οποίοι «πίστεψαν» ότι οι πρώτοι μπορούν να τους «εκπροσωπήσουν». Φαίνεται ότι οι σημερινές κυβερνητικές ελίτ έχουν συνείδηση αυτού του κινδύνου προϊούσας άρσης της κοινωνικής συναίνεσης, έστω και αν αυτή η διαδικασία δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί στις δημοσκοπήσεις, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που συνεχίζουν να μιλούν την κυρίαρχη λαϊκιστική διάλεκτο. Με άλλα λόγια, πρόκειται, στην καλύτερη περίπτωση, για μια προσπάθεια εργαλειακής προσαρμογής στα νέα δεδομένα, όπου μια καταγγελτική και συμπονετική ρητορική προσπαθεί να καλύψει την «αγριότητα» των μνημονιακών πολιτικών.
Υπάρχει, ωστόσο, και ένας δεύτερος λόγος που λειτουργεί αποτρεπτικά για τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αν η σοσιαλδημοκρατικοποίηση εμπεριέχει ως αναπόσπαστο τμήμα της έναν πραγματιστικό και όχι μόνο ρητορικό φιλοευρωπαϊσμό, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έδειξε με σαφήνεια (αν και ίσως όχι στο πολύ υψηλό ποσοστό του 61,3%) την ύπαρξη στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας ενός δυναμικού αντι-ευρωπαϊκού κοινωνικο-πολιτικού, ακόμη και πολιτισμικού, ρεύματος, στη γιγάντωση του οποίου ο ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε καθοριστικά. Ενα ρεύμα που υπερβαίνει τις πολιτικές ταυτίσεις Δεξιά/Αριστερά, τις επικαθορίζει και στις σημερινές συνθήκες κρίσης μπορεί ακόμη και να συγκροτεί, λόγω ακριβώς της πολιτικοποίησής του (μέσω του δημοψηφίσματος), ρυθμιστικό παράγοντα των εξελίξεων. Το δημοψήφισμα λειτούργησε διπλά: από τη μία πλευρά επανανομιμοποίησε τις κυβερνητικές ελίτ και ταυτόχρονα άνοιξε τις διαδικασίες της απονομιμοποίησής τους, αποτέλεσε για αυτές κυριολεκτικά μια πύρρειο νίκη.
Μέσα σε τέτοιες υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες η σοσιαλδημοκρατικοποίηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς φαντάζει το πλέον απίθανο σενάριο. Από τη μία πλευρά, η ίδια ούτε μπορεί ούτε θέλει να γίνει σοσιαλδημοκρατική, από την άλλη πλευρά η υπαρκτή κοινωνική πόλωση και οι καλλιεργημένες ψευδαισθήσεις της παραλύουν οποιαδήποτε απόπειρα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο εσχάτως αποκτηθείς ρεαλισμός της δεν έχει καμία σχέση με την παραδοσιακή κουλτούρα του λεγόμενου σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού αλλά με τον λαϊκιστικής προέλευσης τακτικισμό, ο οποίος, ωστόσο, συναντά τα όριά του. Ο λαϊκιστικός τακτικισμός έχει νόημα και καθίσταται επιχειρησιακός, δηλαδή αποδεκτός από το κοινωνικό ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, μόνο στον βαθμό που μια λαϊκιστική κυβερνητική πολιτική έχει δώσει μια μινιμαλιστική έστω, θετική παρ’ όλα αυτά, απόκριση στο «εδώ και τώρα» μιας άλλης πολιτικής. Αυτή η άλλη πολιτική, η εναλλακτική πολιτική, ακυρώθηκε από το τρίτο Μνημόνιο: η ματαίωση της επιθυμίας, η ακύρωση του «εδώ και τώρα» της λαϊκιστικής επαγγελίας, δεν μπορεί να ανοίξει, και μάλιστα σε συνθήκες κρίσης, καμία διαδικασία σοσιαλδημοκρατικοποίησης. Πιθανότερο φαίνεται το άνοιγμα μιας νέας απολιτικής και αντιπολιτικής περιόδου, με την άνοδο του εξτρεμισμού, της εκλογικής αποχής και της εμφάνισης γραφικών σχηματισμών στην πολιτική σκηνή.
Ο κ. Ανδρέας Πανταζόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.