Καρκινοβατεί η εμπορική συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ

«Είχαμε έναν ούριο πολιτικό άνεμο στα πανιά μας»! Με τα λόγια αυτά ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διαπραγματευτικής ομάδας Ιγκνάσιο Γκαρσία Μπερσέρο

«Είχαμε έναν ούριο πολιτικό άνεμο στα πανιά μας»! Με τα λόγια αυτά ο επικεφαλής της ευρωπαϊκής διαπραγματευτικής ομάδας Ιγκνάσιο Γκαρσία Μπερσέρο επιχείρησε να βάλει ένα θετικό πρόσημο στον 10ο γύρο των συνομιλιών μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ για τη Διατλαντική Εταιρική Σχέση για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις (ΤΤΙΡ), που διεξήχθη από τις 13 ως τις 17 Ιουλίου στις Βρυξέλλες. Ο ισπανός αξιωματούχος της ΕΕ αναφέρθηκε στην ισχυρή στήριξη των διαπραγματεύσεων από το αμερικανικό Κογκρέσο, από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα και από το G7 στην τελευταία σύνοδο κορυφής του περασμένου Ιουνίου στη Βαυαρία.
Ο Γκαρσία Μπερσέρο δεν αναφέρθηκε στο πράσινο φως που έδωσε στις 8 Ιουλίου το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με 436 ψήφους υπέρ έναντι 241 κατά και 32 αποχές σε ό,τι αφορά την προώθηση και του συστήματος Διευθέτησης Διαφορών μεταξύ Επενδυτών και Κρατών (ISDS). «Δεν συζητήσαμε για την προστασία των επενδυτών» διευκρίνισε.
Εταιρικά συμφέροντα


Πρόκειται για μία από τις πιο διαφιλονικούμενες ρυθμίσεις τής υπό διαμόρφωση εμπορικής συμφωνίας, η οποία θα επιτρέπει στους επιχειρηματικούς ομίλους να προσφεύγουν δικαστικά σε διεθνή διαιτησία εναντίον κρατών των οποίων η εσωτερική νομοθεσία βλάπτει τα εταιρικά συμφέροντά τους.
Στον 10ο γύρο των διαπραγματεύσεων για την ΤΤΙΡ αμφότερες οι πλευρές συμφώνησαν ουσιαστικά στην ανάγκη… συνέχισης των διαπραγματεύσεων. Στόχος είναι να υπογραφεί η συμφωνία ως το 2017, κάτι όμως που θεωρείται μάλλον απίθανο λόγω των εκλογικών αναμετρήσεων σε ΗΠΑ, Γερμανία και Γαλλία. Πρόκειται, βέβαια, για μια υπόθεση τεράστιων οικονομικών και εμπορικών συμφερόντων, που επηρέασε ακόμη και τις πολύμηνες διαπραγματεύσεις μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της.
Διότι οι διαρκείς και σταθερές πιέσεις της διακυβέρνησης Ομπάμα προς το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες για την εξεύρεση λύσης αποδίδονται (και) στον φόβο της Ουάσιγκτον ότι ένα Grexit θα κλόνιζε την ενότητα των ευρωπαίων συνομιλητών της, θα τους αποδυνάμωνε και θα λειτουργούσε παρελκυστικά για τη σκοπούμενη συμφωνία.
Είναι πολλά τα λεφτά


Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση για το Εμπόριο και τις Επενδύσεις αποτελεί τη συνέχιση των συνομιλιών της διεθνούς κοινότητας για την απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου μετά την κατάρρευση του Γύρου της Ντόχα, που διεξήχθη υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Φιλοδοξία των συμμετεχόντων στις διαπραγματεύσεις είναι η δημιουργία μιας τεράστιας αγοράς 850 εκατ. καταναλωτών, στην οποία θα αναλογεί περισσότερο από το ήμισυ του οικονομικού πλούτου που παράγεται παγκοσμίως.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι η ΤΤΙΡ θα αυξήσει το μέγεθος της ευρωπαϊκής οικονομίας κατά 120 δισ. ευρώ (αντιστοιχεί στο 0,5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ) και το μέγεθος της αμερικανικής οικονομίας κατά 95 δισ. ευρώ (0,4% του ΑΕΠ των ΗΠΑ). Οι Βρυξέλλες θεωρούν επίσης ότι η συμφωνία θα δημιουργήσει εκατομμύρια θέσεις εργασίας στην Ευρώπη, ενώ οι καταναλωτές θα απολαμβάνουν φθηνότερα αγαθά και υπηρεσίες. Το 2013 το Centre for Economic Policy Research σε έρευνά του απεφάνθη ότι το όφελος για το μέσο ευρωπαϊκό νοικοκυριό από την ΤΤΙΡ θα είναι 500 ευρώ ετησίως –αποτέλεσμα των αυξήσεων των μισθών και της μείωσης των τιμών.
Το όλο σχέδιο προβλέπει μείωση των εμπορικών δασμών στο μηδέν και μείωση των επιβαρύνσεων που δεν αφορούν τη διακίνηση εμπορικών αγαθών κατά 25% με 50%. Οι κλάδοι που θα ωφεληθούν περισσότερο θα είναι των προϊόντων μετάλλου (ιδιαιτέρως οι αυτοκινητοβιομηχανίες), των επεξεργασμένων τροφίμων και των χημικών.
Αμφισβητήσεις


Για να επιτευχθούν οι στόχοι της ΤΤΙΡ απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μειωθούν μέχρι… καταργήσεως οι ρυθμιστικοί κανόνες των συμβαλλομένων κρατών που ξεκινούν από την ασφάλεια των τροφίμων και την προστασία του περιβάλλοντος και φθάνουν ως την τραπεζική νομοθεσία. Οπως ευλόγως θα περίμενε κανείς, τα προαπαιτούμενα της ΤΤΙΡ ξεσηκώνουν κύμα διαμαρτυριών, αμφισβητήσεων και ενστάσεων. Οι αντιδρώντες εντοπίζονται κατά κανόνα στην Ευρώπη, όπου η νομοθεσία είναι λιγότερο «απορρυθμισμένη» συγκριτικά με την αμερικανική. Ηδη 2,3 εκατομμύρια Ευρωπαίοι έχουν υπογράψει διαμαρτυρία στο Διαδίκτυο για τη σκοπούμενη συμφωνία, την οποία θεωρούν απειλητική για τα κοινωνικά κεκτημένα και τη δημοκρατία στην Ευρώπη.
Οι πολέμιοι της ΤΤΙΡ υποστηρίζουν, για παράδειγμα, ότι η νέα συμφωνία θα πλήξει την ασφάλεια τροφίμων και τη δημόσια υγεία στην ΕΕ, επιτρέποντας την αθρόα χρήση γενετικά μεταλλαγμένων τροφίμων –κάτι που αποτελεί πάγιο αίτημα των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη, επίσης, απαγορεύονται τα τεστ καλλυντικών σε ζώα, ενώ στις ΗΠΑ επιτρέπονται. Πολλοί ευρωπαίοι παραγωγοί ανησυχούν επίσης ότι θα καταργηθεί η προστασία της ονομασίας προέλευσης διαφόρων προϊόντων –της ελληνικής φέτας για παράδειγμα.

«Επειδή δεν θα έχουμε πλέον δασμούς, δεν σημαίνει ότι θα τρώμε περισσότερα κοτόπουλα ή ότι θα φτιάχνουμε περισσότερες μηχανές»
παρατήρησε ο Χάινριχ Λίντεκε, διευθύνων σύμβουλος μιας γερμανικής εταιρείας κατασκευής συσκευασιών. Ο γερμανός μάνατζερ πιστεύει ότι οι ευρωπαϊκές εταιρείες μειονεκτούν, διότι οι ΗΠΑ διαθέτουν περισσότερες φυσικές πηγές και οι αμερικανικές επιχειρήσεις λειτουργούν με χαμηλότερο ενεργειακό κόστος.

ΓΕΡΜΑΝΙΑ – «NEIN DANKE»!
Αντιδρούν οι μικρομεσαίοι, διχασμένοι οι Σοσιαλδημοκράτες

«Σκοπός της ΤΤΙΡ είναι να δώσει στις μεγάλες πολυεθνικές ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Ευρωπαίοι και Αμερικανοί συζητούν κεκλεισμένων των θυρών με τη συμμετοχή εκπροσώπων 50 ή 60 εταιρικών μεγαθηρίων. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα αφανιστούν»
δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα «Daily Mail» η Μαρτίνα Ρέμελτ-Φέλα, επικεφαλής μιας οικογενειακής επιχείρησης στροβιλοκινητήρων που εδρεύει στη Βαυαρία. H Γερμανία ως κορυφαία οικονομική δύναμη της Ευρώπης –και μια από τις ελάχιστες οικονομίες της Δύσης με διαρκή αύξηση του μεριδίου της στο διεθνές εμπόριο –διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις για τη νέα εμπορική συμφωνία ΗΠΑ – ΕΕ. Οι αντιδράσεις, ωστόσο, στο εσωτερικό της χώρας είναι και κοινωνικές και πολιτικές. Το 89% των γερμανών εξαγωγέων είναι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις –αυτές που θα πληγούν από τη συμφωνία, όπως φοβάται η κυρία Ρέμελτ-Φέλα. Η VW, η BMW και η Daimler είναι προφανές ότι θα επωφεληθούν από την εναρμόνιση των crash tests και των άλλων κανονιστικών προτύπων.
Οι αντιδράσεις στην ΤΤΙΡ πληθαίνουν, όμως και στον πολιτικό κόσμο της Γερμανίας. Ιδιαιτέρως οι συγκυβερνώντες Σοσιαλδημοκράτες εμφανίζονται διχασμένοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές Ιουνίου ο πρόεδρος του κόμματος, υπουργός Οικονομίας και αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ είχε δηλώσει ότι «αμφιβάλλω ότι η συμφωνία θα υπογραφεί εν τέλει». Οι εκδότες φοβούνται ότι η ΤΤΙΡ θα καταργήσει τον γερμανικό νόμο που επιβάλλει τη διατίμηση στα βιβλία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.