«Η γερμανική κυβέρνηση επιθυμεί μια λύση, αλλά αυτό προϋποθέτει ότι και η ελληνική κυβέρνηση από την δική της πλευρά εργάζεται σκληρά για μια τέτοια λύση», είπε χθες ο διευθυντής της Καγκελαρίας στο Βερολίνο Πέτερ Αλτμάιερ. Την ίδια ώρα, η ελληνική κυβέρνηση συγκέντρωνε τα ομαδικά πυρά όλων των γερμανικών κομμάτων, πλην του Die Linke, με τους σοσιαλδημοκράτες να ξεπερνούν ίσως σε οξύτητα ακόμα και εκείνους του κόμματος της Αγκελα Μέρκελ.
Ο κοινός τόπος, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις Βρυξέλλες, ήταν, ουσιαστικά, ένας: «κάντε αυτά που σας λέμε για να μείνετε στο ευρώ». Την ίδια στιγμή, στην Αθήνα, όπως είναι απόλυτα φυσικό με αυτά τα δεδομένα, πολλοί είναι εκείνοι που ανησυχούν για το ενδεχόμενο ελληνικής εξόδου από το «κοινό» νόμισμα.
Όμως, αν ξεχάσουμε έστω για ένα λεπτό αυτές τις ανησυχίες που είναι το αποτέλεσμα των γερμανικών απειλών και πιέσεων, υπάρχει πρώτα ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: αν δεν υπήρχε αυτός ο κίνδυνος (που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει), αν η Ελλάδα μπορούσε να αποφασίσει για το μέλλον με μόνο γνώμονα το τι είναι καλό για την ανάπτυξή της, τι θα έκανε με αυτά τα μέτρα; Θα τα λάμβανε; Λ.χ. θα αύξανε τους φόρους; Ή θα διάλεγε έναν άλλο δρόμο για να διορθώσει τα ούτως ή άλλως πάρα πολλά που πρέπει να διορθωθούν;
Κανείς στην Ελλάδα και κανείς λογικός άνθρωπος πέρα από αυτήν δεν υπερασπίζεται αυτό το πρόγραμμα: αντίθετα, οι πάντες συμφωνούν ότι έχει επιφέρει μεγάλες καταστροφές. Οι πάντες, πλην του Βερολίνου, της Φρανκφούρτης και του ΔΝΤ – το τελευταίο μάλιστα με θεαματικές διαφορές από τους άλλους δύο, όπως λ.χ. στο ζήτημα του χρέους.
Αν δεν μιλούσε ο φόβος όλοι οι λογικοί άνθρωποι θα υποστήριζαν μια σοβαρότατη διαδικασία εκσυγχρονισμού της ελληνικής οικονομίας και διοίκησης με όλα όσα πρέπει να περιλαμβάνει: ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές του δημοσίου, πάταξη της διαφθοράς και του λαθρεμπορίου κοκ.
Επίσης, αν δεν μιλούσε ο φόβος, ούτε οι εκροές των καταθέσεων θα ήταν σήμερα τέτοιες που να προκαλούν πολύ σοβαρή ανησυχία καθώς εξακολουθούν εντεινόμενες και ασταμάτητες. Γιατί; Επειδή οι συνεχείς απειλές που έχουν σκοπό να κάμψουν την προσπάθεια αλλαγής της πολιτικής που έχει επιβληθεί κυριολεκτικά τρομοκρατούν τους καταθέτες και παίρνουν από τις τράπεζες ότι έχει απομείνει. Ακόμα, έργο του ίδιου αυτού φόβου είναι και οι οξείες πολιτικές και οι υφέρπουσες κοινωνικές εντάσεις που επίσης διαρκώς μεγαλώνουν. Αυτοί που, εκτός Ελλάδος, καλλιεργούν συστηματικά και αποτελεσματικά το φόβο, ξέρουν καλά το παιγνίδι της άγριας πίεσης. Το έκαναν από την αρχή της κρίσης και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία: αν η Ελλάδα είχε τολμήσει να διαπραγματευθεί είτε το 2010, είτε το ΄11, ακόμα και το ΄12, η θέση της θα ήταν πολύ καλύτερη για να το πράξει απ’ ότι είναι αυτή τη στιγμή που επιχειρεί να το κάνει υπό πολύ δυσμενέστερους αντικειμενικούς όρους.
Δυστυχώς, τα τελευταία πέντε χρόνια στην Ελλάδα μιλάει μόνον ο φόβος, ο ο τρόμος. Αυτός διευθύνει. Και φέρνει όχι εκσυγχρονισμό, αλλά λαίλαπα.
Ο φόβος δεν οδηγεί πουθενά την Ελλάδα παρά μόνον στην καταστροφή. Ο φόβος είναι αυτός που σκοτώνει τη χώρα. Και το δήθεν «σωτήριο» πρόγραμμα που έχει πάνω της η χώρα δεν φέρνει ελπίδες αναγέννησης, αλλά, αντιθέτως, γκρεμίζει και ότι είχε μείνει όρθιο.
Επειδή προδήλως ουδείς διαφωνεί με αυτά, ας αφήσουμε προς στιγμή τον φόβο στην άκρη. Κι ας κοιτάξουμε πώς μπορούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτόν και από την ιδιοτελή ατζέντα εκείνων που μας τον επέβαλλαν.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνον έτσι θα μπορέσουμε, κάποτε έστω, να δούμε μια άσπρη μέρα. Αλλιώς, δεν υπάρχει σωτηρία… Όχι λοιπόν στο φόβο: μας φέρνει νομοτελειακά στο απόλυτο αδιέξοδο, μας οδηγεί από μόνος του στην καταστροφή. Πρέπει να νικηθεί.