Πρώτα σπούδασε και δούλεψε ως αρχιτέκτων και ύστερα στράφηκε στο θέατρο. Σήμερα ο Νίκος Χατζόπουλος μεταφράζει, σκηνοθετεί, παίζει και διδάσκει, αφήνοντας το δικό του στίγμα. Πριν από έναν χρόνο εξελέγη και γενικός γραμματέας του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών, προσπαθώντας μαζί με άλλους συναδέλφους του να αλλάξει παλιές αντιλήψεις…
Στο Φεστιβάλ σκηνοθετεί και παίζει στο έργο της Μαρίας Λαϊνά «Η πασιέντζα»: είναι ο άγνωστος που εισβάλλει ανάμεσα στον Αργύρη Ξάφη και στον Κώστα Βασαρδάνη.
«Την «Πασιέντζα» μού την πρότεινε ο Γιώργος Λούκος, στο πλαίσιο ενός κύκλου για το ελληνικό έργο» λέει. «Είναι ένα ερεθιστικό υλικό που μου επιτρέπει να δουλέψω με τους ηθοποιούς. Η Λαϊνά ξεκινά από τη γλώσσα, μια γλώσσα εντελώς καθημερινή, πραγματική, γειωμένη, σχεδόν τηλεγραφική. Το έργο μιλάει για πράγματα φευγάτα, υπαρξιακά, θυμίζοντας Μπέκετ ή και Πίντερ». Στο επίκεντρο οι σχέσεις, η συνύπαρξη, ο ανταγωνισμός, η αγάπη, η φιλία, η εχθρότητα, η αλληλοεξόντωση. «Εχει ενδιαφέρον η αντίθεση του ατομικού παιχνιδιού με την ύπαρξη δύο ανθρώπων. Ολο το παιχνίδι της ζωής είναι ανάμεσα σε δύο ρόλους: ποιος μοιράζει την τράπουλα, ποιος παρακολουθεί, ποιος έχει το πάνω χέρι, ποιος κερδίζει, ποιος χάνει. Προσπάθησα να πατήσω πάνω στις αντιφάσεις ύφους και περιεχομένου. Στο έργο το σήμερα υπάρχει με την αίσθηση ενός ακαθόριστου έξω –έρημος, απειλή, φαντασία».
«Κάτι τον έτρωγε»…
Ανθρωπος ευγενής και καλλιτέχνης ουσιαστικός ο Νίκος Χατζόπουλος ξέρει πότε να σηκώσει τους τόνους. Συνεργάτης του Φεστιβάλ στα χρόνια της διεύθυνσης Λούκου, έχει τη δική του άποψη: «Αυτό που καθορίζει ένα φεστιβάλ είναι τα πρόσωπα. Πιστεύω ότι η εναλλαγή προσώπων δεν συνιστά καλλιτεχνική ταυτότητα –χωρίς στεγανά φυσικά. Γνώμονας δεν μπορεί να είναι να δώσεις δουλειά σε όλους. Με την ίδια έννοια πιστεύω ότι το Φεστιβάλ ταυτίζει λίγο το πρόσωπό του με την επιλογή συγκεκριμένων ανθρώπων. Οσο για την Επίδαυρο, φαντάζομαι ότι η τόσο μεγάλη κλίμακα επιβάλλει και διαφορετικούς όρους».
Στο θέατρο μπήκε «αργά», στα 28 του, γιατί «κάτι τον έτρωγε» –προτού πάρει το πτυχίο της Αρχιτεκτονικής έδωσε στη Δραματική. «Αποφάσισα τελικά να στραφώ σε μια δουλειά που έχει να κάνει με ανθρώπους και όχι με ένα φύλλο χαρτί. Το 2002 με παρότρυνση του Γιάννη Χουβαρδά σκηνοθέτησα στο Εθνικό, σαν πείραμα. Λίγο μετά άρχισα να μεταφράζω». Παραμένει όμως πρωτίστως ηθοποιός και ως ηθοποιός σκηνοθετεί ή μεταφράζει, ενώ παραδέχεται ότι με δυσκολία παίζει κείμενο που έχει μεταφράσει ο ίδιος, γιατί αναρωτιέται αν οι λέξεις είναι σωστές. «Τώρα στο Φεστιβάλ είναι μια από τις σπάνιες φορές που σκηνοθετώ τον εαυτό μου» –έχουν προηγηθεί οι παραστάσεις σε συνσκηνοθεσία με τον Ακύλλα Καραζήση, όπως η εξαιρετικά επιτυχημένη «Οταν έκλαψε ο Νίτσε».
Σχολές και Παιδεία
«Είμαστε η μόνη χώρα που δεν έχει σχολή σκηνοθεσίας» τονίζει. «Νομίζω όμως ότι βρισκόμαστε στη μέση μιας προσπάθειας, μια που το υπουργείο Παιδείας έχει αποφασίσει να δεχτεί νέες προτάσεις ως προς την αναμόρφωση της θεατρικής εκπαίδευσης αλλά και από πλευράς ΣΕΗ προσπαθούμε να κάνουμε καινούργιες προτάσεις. Επίσης ο Στάθης Λιβαθινός έχει το θέμα Παιδεία στις προτεραιότητές του».
Για να σκηνοθετήσεις εκτιμά ότι πρέπει να μπορείς να δεις λίγο απ’ έξω τα πράγματα, με την αρωγή της πείρας. «Συμπτωματικά, από το πρώτο έτος της σχολής ο δάσκαλός μου, ο Νικήτας Τσακίρογλου, μου έλεγε ότι θα γίνω σκηνοθέτης. Ουσιαστικά σκηνοθετώ για να συνεργάζομαι. Ακούω τους άλλους αλλά ξέρω ότι η τελική ευθύνη είναι δική μου. Θεωρώ βασικό να μην κλείνει πόρτες ο σκηνοθέτης ούτε να σκηνοθετεί μόνο και μόνο για να ασκεί εξουσία».
Ο Νίκος Χατζόπουλος άρχισε να διδάσκει το 2004 στη σχολή της Νέλλης Καρρά – «μια μικρή σχολή με συγκεκριμένο στίγμα». Μετά δίδαξε στο Εθνικό επί Βίκτωρα Αρδίττη και τώρα στη σχολή του Γιώργου Αρμένη. «Αν πιάνει τόπο αυτό που προσπαθείς να βγάλεις από τα παιδιά, σου δίνει μεγάλη χαρά και δεν σε κουράζει. Αν πρέπει να καταβάλεις μεγάλο κόπο για να τα ενεργοποιήσεις, είναι κουραστικό. Δεν έχουν όλα τα παιδιά φλόγα και πάθος. Μπορεί να έχουν δίψα για αναγνώριση και δημοσιότητα. Με την έλλειψη τηλεοπτικών παραγωγών έχει μειωθεί όλο αυτό και μαζί έχει μειωθεί και η προσέλευση στις σχολές, όχι όμως και ο αριθμός τους. Και όλα αυτά ενώ οι σχολές έχουν πάψει να είναι ανώτερες και το πτυχίο της Δραματικής ισοδυναμεί με απολυτήριο λυκείου…».
Θεωρεί δύσκολη υπόθεση την επιλογή σπουδαστών: «Δεν ξέρεις αν αυτό που βλέπεις θα ανθήσει ή θα παραμείνει εκεί. Ξεχωρίζεις εύκολα το άσπρο και το μαύρο, αλλά οι περισσότεροι υποψήφιοι είναι στην γκρίζα ζώνη. Από την άλλη, ξέρουμε πια ότι η σχολή δεν είναι το παν. Η πραγματική σχολή είναι η παράσταση, η δουλειά. Αυτό που κερδίζεις στη σχολή είναι να αρχίσεις να φαντάζεσαι τι μπορεί να είναι το θέατρο».
«Εχουμε ξεχάσει τι θα πει να σε σέβεται ο θεατής»
«Για μένα το σημαντικό είναι ότι ο κόσμος δεν γύρισε την πλάτη στο θέατρο –αντιθέτως το αγκάλιασε. Με προβληματίζει όμως η αποεπαγγελματοποίηση. Δεν είναι πια δουλειά, αλλά χόμπι. Οταν ξέρουμε ότι ούτε λεφτά θα βγάλουμε ούτε θα πληρωθούμε, αυτομάτως μειώνουμε τον χρόνο απασχόλησης. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να ψάχνουμε τον ρόλο στην κάθε λεπτομέρεια, γιατί πρέπει να κάνουμε και άλλα πράγματα για να ζήσουμε. Αρα φέρνουμε το θέατρο στα δικά μας μέτρα, αντί να πάμε εμείς σε αυτό. Από αγάπη και μεράκι κάνεις τη δουλειά σου απλήρωτος. Αλλά μέχρι πότε; Πόσο θα απαξιώνουμε την επαγγελματική μας διάσταση;» αναρωτιέται με αγανάκτηση.
«Για μένα το σημαντικό είναι ότι ο κόσμος δεν γύρισε την πλάτη στο θέατρο –αντιθέτως το αγκάλιασε. Με προβληματίζει όμως η αποεπαγγελματοποίηση. Δεν είναι πια δουλειά, αλλά χόμπι. Οταν ξέρουμε ότι ούτε λεφτά θα βγάλουμε ούτε θα πληρωθούμε, αυτομάτως μειώνουμε τον χρόνο απασχόλησης. Δεν έχουμε τη δυνατότητα να ψάχνουμε τον ρόλο στην κάθε λεπτομέρεια, γιατί πρέπει να κάνουμε και άλλα πράγματα για να ζήσουμε. Αρα φέρνουμε το θέατρο στα δικά μας μέτρα, αντί να πάμε εμείς σε αυτό. Από αγάπη και μεράκι κάνεις τη δουλειά σου απλήρωτος. Αλλά μέχρι πότε; Πόσο θα απαξιώνουμε την επαγγελματική μας διάσταση;» αναρωτιέται με αγανάκτηση.
Με την πεποίθηση ότι στην Ελλάδα έχουμε καλούς και σκεπτόμενους ηθοποιούς, επισημαίνει την υστέρηση σε επίπεδο θεσμών, δομής, Πολιτείας και συλλογικότητας. «Η Πολιτεία δεν μπορεί να χωνέψει ότι ο σύγχρονος πολιτισμός μπορεί να είναι πλουτοπαραγωγική πηγή και άρα αξίζει να επενδύσεις». Αποτέλεσμα; Το κοινό να διαπαιδαγωγείται κατεβάζοντας τον πήχη, μειώνοντας τις απαιτήσεις. «Κι αυτό είναι εις βάρος του θεάτρου. Εχουμε ξεχάσει εμείς οι ηθοποιοί ότι θέατρο σημαίνει και χαρά της μεταμόρφωσης. Οπως έχουμε ξεχάσει και τι θα πει να σε σέβεται ο θεατής, να σέβεται ο ένας θεατής τον διπλανό του. Γι’ αυτό και όλα επιστρέφουν στο πιο βασικό, την Παιδεία» καταλήγει.
πότε & πού: «Η πασιέντζα» της Μαρίας Λαΐνά θα παρουσιαστεί στο Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν της οδού Φρυνίχου στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών από τις 20 ως τις 23 Ιουνίου (21.00).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ