Το Βήμα – The New York Times
Η πρόσφατη αξιολόγηση του υπουργού Άμυνας Άστον Κάρτερ για τις ιρακινές δυνάμεις ασφαλείας ήταν μη διπλωματικές και αληθινές και σπάνια εκφράζονται από ανώτατους αξιωματούχους. Μετά την καταστροφική απώλεια της πόλης του Ραμάντι από το Ισλαμικό Κράτος τον Μάιο, είπε στο CNN ότι ενώ οι ιρακινές δυνάμεις ξεπερνούσαν κατά πολύ σε αριθμό τους στυγνούς εξτρεμιστές, απλά «δεν είχαν τη θέληση να πολεμήσουν». Η κριτική του Κάρτερ για ακόμη μία φορά εγείρει το ερώτημα για το πόσο ακόμη οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνεχίσουν να εξοπλίζουν και να εκπαιδεύουν Ιρακινούς και να βομβαρδίζουν στόχους του Ισλαμικού Κράτους.
Αν οι Ιρακινοί δεν ενδιαφέρονται αρκετά να υπερασπιστούν και να θυσιαστούν για τη χώρα τους, τότε γιατί πρέπει να το κάνουν οι ΗΠΑ; Η αμερικανική στρατηγική βασίζεται στην ενίσχυση των τοπικών δυνάμεων ασφαλείας που μπορούν να υποστηρίξουν τα αμερικανικά αεροπορικά χτυπήματα, ανακαταλαμβάνοντας περιοχές και διατηρώντας τις. Υποθέτοντας ότι το Ισλαμικό Κράτος πρόκειται κάποια στιγμή να ηττηθεί, καμία ειρήνη δεν μπορεί να διατηρηθεί αν οι Ιρακινοί δεν δεσμευθούν να τη διατηρήσουν.
Δεν προκαλεί εντύπωση που οι ιρακινοί ηγέτες αντέδρασαν με οργή στα σχόλια του Κάρτερ, οδηγώντας τον αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν να καλέσει τον πρωθυπουργό Χαϊντέρ αλ Αμπάντι για να τον διαβεβαιώσει για τη συνεχιζόμενη αμερικανική υποστήριξη. Αλλά τα διπλωματικά λόγια δεν μπορούν να διαγράψουν τα αντικρουόμενα μηνύματα μετά την πτώση του Ραμάντι. Ο Λευκός Οίκος αναγνώρισε ότι υπάρχει πρόβλημα εκεί, αλλά επίσης υπογράμμισε άλλες περιπτώσεις, όπως η μάχη του Απριλίου για την ανακατάληψη του Τικρίτ, όπου οι ιρακινές δυνάμεις «τα πήγαν πολύ καλά στο πεδίο της μάχης».
Ανώτατο στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ είπε ότι ενώ η ήττα στο Ραμάντι είναι μεγάλο πλήγμα και ότι η αντεπίθεση θα χρειαστεί χρόνο, οι ιρακινές δυνάμεις δεν διαλύθηκαν εντελώς, όπως έγινε στη διάρκεια της περυσινής μάχης για τη Μοσούλη. Αυτό δεν είναι και σπουδαία υποστήριξη. Από την ιρακινή πλευρά, ένας εκπρόσωπος παραδέχτηκε ότι υπάρχει κακοδιαχείριση και κακός σχεδιασμός από ορισμένους ανώτατους στρατιωτικούς αξιωματούχους, αλλά άλλοι ιρακινοί αξιωματούχοι δείχνουν το δάχτυλο στην Ουάσινγκτον, διαμαρτυρόμενοι για καθυστερήσεις στις παραδόσεις αμερικανικών όπλων, υπερβολικά προσεκτική χρήση των αεροπορικών βομβαρδισμών και άλλες αποτυχίες.
Ο καλύτερος τρόπος αντίδρασης στο Ισλαμικό Κράτος θα ήταν τα όπλα και η εκπαίδευση να στραφούν απευθείας στους μαχητές των σουνιτικών φυλών στην Ανμπάρ. Αλλά η σιιτική κυβέρνηση, που θέλει να ελέγχει τα όπλα, αντιτίθεται σε αυτό, όπως έχει αντιταχθεί και στην ενσωμάτωση αυτών των σουνιτικών μονάδων σε μία εθνική φρουρά που θα πληρώνεται από το κράτος.
Το ιρακινό κράτος είναι ευάλωτο από τότε που οι Αμερικανοί ανέτρεψαν τον Σαντάμ Χουσεΐν το 2003, εν μέρει επειδή οι σιίτες έχουν αποκλείσει τους σουνίτες από μεγάλο μέρος της πολιτικής και οικονομικής ζωής και έχουν καλλιεργήσει αντιδράσεις που οι εξτρεμιστές εκμεταλλεύονται. Τώρα υπό τη νέα απειλή του Ισλαμικού Κράτους, το πολιτικά δυσλειτουργικό κράτος πιέζεται ακόμη πιο πολύ και αντιμετωπίζει ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο από το να διασπαστεί σε σιιτικούς, κουρδικούς και σουνιτικούς τομείς. Και αυτό θα καταστήσει τη συντριβή του Ισλαμικού Κράτους ακόμη πιο δύσκολη.
* Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε ως το κύριο άρθρο των New York Times