Ο τρόµος δεν διαρκεί πολύ. Ακόμη και αν βλέπεις μια χιονοστιβάδα να σε πλησιάζει ενώ κάθεσαι σε ένα εστιατόριο πάνω από μια υγιεινή σαλάτα, κρατάει λίγο. Στην αρχή, νομίζεις ότι είναι κάτι απολύτως ελεγχόμενο –ένα μέρος με τόσο φινετσάτα μαχαιροπίρουνα πώς είναι δυνατόν να απειληθεί από τη φύση; Μετά όμως η βουή πλησιάζει, το χιόνι γεμίζει το πλάνο, κάθεται πάνω στο φαΐ, κραυγές ακούγονται, καρέκλες σπρώχνονται, όλα δείχνουν να καταρρέουν.
Η στιγμή του πανικού διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα. Λίγα ενστικτώδη δευτερόλεπτα αρκετά για να δείξουν χαρακτήρες, να εκθέσουν συμπεριφορές, να διαλύσουν βεβαιότητες και –γιατί όχι; –οικογένειες. Εκείνη κάνει αυτό που επιτάσσει το ένστικτό της: σκύβει πάνω από τα δύο παιδιά της και τα προστατεύει –λες και μπορείς να προστατεύσεις με ένα σώμα τους τόνους χιονιού που έρχονται να σε τελειώσουν. Αυτός μαζεύει αυτά που θεωρεί τα δύο πιο πολύτιμα αντικείμενα εκείνη τη στιγμή, τα γάντια του και το iPhone του, και τρέχει προς την ελευθερία, μακριά από τον θάνατο, τα χιόνια, τα πιρούνια, τις υποχρεώσεις, την οικογένεια.
Λίγα δεύτερα μετά, ακολουθεί ο λευκός θόρυβος της σιωπής. Η χιονόπτωση δεν ήταν απειλητική. Ο συναγερμός ανακαλείται, το χιόνι κατακάθεται, το φαγητό παραμένει σερβιρισμένο, οι άνθρωποι επιστρέφουν στο πλάνο μουδιασμένοι, αλλά ανακουφισμένοι. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, με το κινητό στο χέρι και τα γάντια φορεμένα, επιστρέφει δήθεν ανέμελος, σαν μη συνέβη τίποτα. Κάθεται στο τραπέζι, καταπολεμά την αμηχανία με μια νευρική ανούσια μπαρούφα και ασχολείται με τη ρόκα του. Ολα όμως έχουν αλλάξει, ο τρόμος έδειξε ποιος είναι.
Η ιδέα έρχεται (πάλι) από τον κινηµατογράφο. Αν και η πραγματικότητα μοιάζει όλο και πιο κινηματογραφική, εφέτος, μέσα σε όλα όσα συμβαίνουν, ζούμε μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές χρονιές των τελευταίων ετών. Η σκηνή προέρχεται από το έργο «Force Majeure» («Ανωτέρα βία»), μια ταινία από τη Σουηδία, που έχοντας προφανώς λύσει το βιοποριστικό της ζήτημα εδώ και χρόνια, γίνεται όλο και πιο βιρτουόζα όταν ασχολείται με το υπαρξιακό. Η ταινία μιλάει για μια οικογένεια Σουηδών που περνάει κάποιες ημέρες σε ένα χιονοδρομικό κέντρο. Μόλις τελειώσει η ακίνδυνη χιονόπτωση, μόλις η κανονικότητα επιστρέψει, ο πατέρας έχει δείξει –χωρίς να το θέλει, χωρίς καν να το καταλάβει –το πραγματικό του πρόσωπο. Και αρχίζει η απομυθοποίηση των πάντων.
Είναι λίγο κουραστικό να συγκρίνεις τα πάντα με «αυτό που ζούμε», αλλά σε μια εποχή που καταναλώνουμε πολιτικές ειδήσεις, δηλώσεις και συμβολισμούς με βουλιμία, είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Και αυτό που ζούσαμε –και εν μέρει ζούμε –είναι ο φόβος πριν από την καταστροφή.
Τι συμβαίνει όταν βλέπεις την καταστροφή να έρχεται; Σώζεις τους άλλους ή τον εαυτό σου; Στέκεσαι στο ύψος των περιστάσεων ή την κοπανάς για μια λιγότερο αξιοπρεπή ζωή –αλλά τουλάχιστον ζωή; Μπορείς να παραλύσεις και να καταστρέψεις τους πάντες μπροστά στο πρωτόγονο ένστικτο της επιβίωσης;
Η ελληνική κοινωνία για πέντε χρόνια ήταν παγωμένη σε εκείνο το δευτερόλεπτο που υποθέτεις πως μάλλον έρχεται το τέλος. Είμαστε μια χώρα που έζησε κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια, ακινητοποιημένη, αβοήθητη, τον φόβο. Μεγαλώσαμε μαζί του –με την εξαίρεση των τολμηρών και των θρασύδειλων εκμεταλλευτών του τρόμου, όλους όσοι στήριξαν την καριέρα τους πάνω στην αναμονή του τέλους, οι άλλοι απλώς φοβούνταν.
Οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο όσο µεγαλώνουν. Καταλαβαίνουν πόσο εύθραυστα, πόσο µη δεδοµένα είναι όλα. Φοβούνται πως η ζωή που µε κόπο έχτισαν είναι σχεδόν τυχαία. Πως µπορεί να καταστραφεί από έναν λάθος υπολογισµό. Και η επίγνωση αυτού, τους κάνει όλο και πιο άβουλους, υποταγµένους στα χειρότερα ένστικτά τους, συµφιλιωµένους µε αυτό που τους απειλεί.
Αν κάποιος ήξερε καλά το εµπόριο του φόβου, αυτός ήταν ο Αλφρεντ Χίτσκοκ. Αυτός που έλεγε πως «δεν υπάρχει κανένας τρόµος την ώρα της έκρηξης –ο τρόµος εντοπίζεται στην αναµονή της έκρηξης».
Και κάπου εδώ, έρχεται η εξήγηση στο πώς η ελληνική κοινωνία αντιδρά πλέον στον φόβο. Αν η αναµονή της έκρηξης είναι πέντε χρόνια, τότε απλώς βαριέσαι να φοβάσαι. Και απλώς πράττεις.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ