Αλλάζοντας χρόνο με τη Μυρσίνα και τους Δώδεκα Μήνες

«Οσες οι σπίθες (του τζακιού), τόση η ευτυχία του σπιτιού / Οσες οι σπίθες, τόσα τα χρήματα στις τσέπες του νοικοκύρη / Οσες οι σπίθες, τόσα τα πρόβατα στη στάνη, τόσα τα αρνιά και τα γουρούνια, τόσες οι χήνες και τα κοτόπουλα / Μα πρώτα απ' όλα, υγεία κι ευτυχία»

«Οσες οι σπίθες (του τζακιού), τόση η ευτυχία του σπιτιού / Οσες οι σπίθες, τόσα τα χρήματα στις τσέπες του νοικοκύρη / Οσες οι σπίθες, τόσα τα πρόβατα στη στάνη, τόσα τα αρνιά και τα γουρούνια, τόσες οι χήνες και τα κοτόπουλα / Μα πρώτα απ’ όλα, υγεία κι ευτυχία». Με λόγια σαν κι αυτά κάνουν ποδαρικό για καλοτυχία και ευημερία το νέο έτος στη γειτονική Σερβία, λόγια βγαλμένα από τις τοπικές παραδόσεις οι οποίες θέλουν να αποχαιρετούν τη χρονιά που φεύγει ήδη από την παραμονή των Χριστουγέννων γύρω από το τζάκι όπου καίει ο χριστουγεννιάτικος κορμός (Yule log).
Αντίστοιχες ευχές τραγουδάει και ο λαός μας στα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα υποδεχόμενος με ελπίδα τον καινούργιο χρόνο. «Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε, πέτρα να μη ραγίσει κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χίλια χρόνια να ζήσει» λέμε σε όλη την Ελλάδα. Στην Κρήτη κλείνουν με τον στίχο: «Κι εδά καληνυχτίζουμε κι εσένα πρωταφέντη, ολοχρονίς στο σπίτι σου ο Θιός καλό να πέμπει», ενώ τα παραδοσιακά σαμιώτικα κάλαντα λένε: «Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε / τα ράφια είν’ ασημένια / του χρόνου σαν και σήμερα / να ‘ναι μαλαματένια».
Λαϊκές παραδόσεις οι οποίες στον πυρήνα τους δεν διαφέρουν πολύ από τόπο σε τόπο, έχουν όμως ποικίλες παραλλαγές, χρωματίζοντας την αφηγηματική κουλτούρα κάθε λαού με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η πρόσφατη τρίτομη έκδοση του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών, με τίτλο «Narratives Across Space and Time: Transmissions and Adaptations» («Αφηγήσεις στον χώρο και τον χρόνο: Διάδοση και Προσαρμογή»), πραγματεύεται την εξέλιξη του μύθου, της αφήγησης, των παραμυθιών, αλλά και των νέων μέσων που την επηρεάζουν.

Αξίες και παραδόσεις από γενιά σε γενιά
«Ο πολιτισμός ως αποτέλεσμα του κλίματος, του εδάφους και της βιοποικιλότητας σε συνάρτηση με τις παραδοσιακές γνώσεις, τις τεχνικές και τις δεξιότητες των παραγωγών, καθώς και τις χρήσεις σε διάφορες περιστάσεις της καθημερινής ζωής στον κύκλο του χρόνου, ως παραδοσιακή βιοθεωρία, όλα όσα μελετά η Λαογραφία έρχονται στο προσκήνιο αυτή την εποχή που η επιστροφή σε κάποια δοκιμασμένα από αιώνες πρότυπα ζωής φαίνεται απαραίτητη» λέει μιλώντας στο «Βήμα» η δρ Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη, τ. διευθύντρια, επιστημονική συνεργάτρια του Κέντρου Ερεύνης Ελληνικής Λαογραφίας.
Οι αφηγήσεις, τα παραμύθια ενός λαού, που τις γιορτινές αυτές ημέρες είναι πιο επίκαιρα από κάθε εποχή του χρόνου, «έχουν όλα έναν αρχέγονο πυρήνα, αποτελούν μια προσπάθεια διαχείρισης και εξήγησης των ανθρώπινων φόβων, γι’ αυτό και όλα τα παραδοσιακά παραμύθια έχουν έναν κακό λύκο ή μια κακιά βασίλισσα», όπως εξηγεί. Η μυθολογία, για παράδειγμα, ήταν ο τρόπος των αρχαίων Ελλήνων να εξηγήσουν τα φυσικά φαινόμενα, την κοσμογονία. Σήμερα μπορεί να μην έχουμε ανάγκη να εξηγήσουμε τον κόσμο μέσα από μύθους, όμως μεταφέρουμε από γενιά σε γενιά αξίες και παραδόσεις.

«Αυτό που αλλάζει είναι το λεκτικό περίβλημα. Κάθε εποχή δίνει τα στοιχεία της στην αφήγηση. Για παράδειγμα, σήμερα δεν θα υπάρχει κάρο, αλλά αυτοκίνητο ή τρένο, τα μηνύματα όμως της αφήγησης παραμένουν στη βάση τους ίδια»
αναφέρει η κυρία Πολυμέρου-Καμηλάκη. Παράλληλα, οι νεότερες γενιές εξοικειώνονται μέσα από παραμύθια και διηγήσεις με έννοιες που λείπουν από την καθημερινότητά μας, όπως η φύση, τα ζώα του δάσους, η ζωή στην ύπαιθρο, οι πηγές, τα υδραγωγεία, τα κάστρα.
Η Ελληνίδα Χιονάτη
«Ηλιε μου, ήλιε μου, ποια είναι η ομορφότερη από όλες;» ρωτούν δύο ορφανές αδελφές και αυτός αποκρίνεται πως είναι η Μυρσίνα, η μικρότερη αδελφή τους. Εκείνες από τη ζήλια τους την παρασύρουν στον τάφο της νεκρής μητέρας τους, όπου την εγκαταλείπουν. Με τη βοήθεια των δέντρων η Μυρσίνα φτάνει μακριά, στο σπίτι των Δώδεκα Μηνών, που την κρατούν κοντά τους. Οταν οι αδελφές της μαθαίνουν από τον Ηλιο ότι η μικρότερη ζει, προσπαθούν να τη φαρμακώσουν και τη δεύτερη φορά το πετυχαίνουν. Οι Μήνες κλείνουν τη Μυρσίνα σε μια χρυσή κασέλα, την οποία ένας πρίγκιπας ζητεί να πάρει μαζί του υπό τον όρο να μη δει ποτέ τι έχει μέσα. Επειτα από καιρό, ο νεαρός αρρωσταίνει και ανοίγει την κασέλα ώστε προτού πεθάνει να μάθει το περιεχόμενο. Βλέποντας την κοπέλα, τραβά το δαχτυλίδι για να δει το όνομά της και εκείνη ξυπνά από τον λήθαργο. Φυσικά στο τέλος παντρεύεται τον νεαρό πρίγκιπα.
Η Μυρσίνα της Εδεσσας, η Χρυσομαλλούσα της Δωδώνης, η Πεντάμορφη στα Ζαγόρια και στη Λαμία, η Πανώρια στα Γιάννενα, η Λενίτσα στη Θήβα και η Χιονίστρα της Προύσας δεν είναι άλλες από την πασίγνωστη Χιονάτη, όπως διέδωσαν την ιστορία της οι αδελφοί Γκριμ στη Δυτική Ευρώπη. Σύμφωνα με τον κατάλογο Ελληνικών Παραμυθιών του Γεωργίου Μέγα, έχουμε 131 παραλλαγές της σε όλη την ελληνική επικράτεια, στη Μικρά Ασία και στην Κύπρο, ενώ πρόκειται για ένα παραμύθι με τεράστια διάδοση από την Ιρλανδία ως την Κεντρική Αφρική. Μαζί με τη Σταχτοπούτα κατέχει κεντρική θέση στο στερέωμα του παραμυθιακού κόσμου, χαρακτηριστικό παράδειγμα της παγκόσμιας διάστασης των παραμυθιών.
Από τη Ροδώπιδα στη Σταχτοπούτα
«Οι παραλλαγές εξαρτώνται από τις αλλαγές στο φυσικό περιβάλλον, τις καθημερινές συνήθειες και πρακτικές των ανθρώπων, όμως ο αρχικός μύθος παραμένει ίδιος» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» η επιστημονική συνεργάτρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας. Είτε η ηρωίδα λέγεται Σταχτοπούτα, Σταχτομπούτα, Σταχτομάρω, Ανθοκουτάλα, Σταχτιερού, Αφοκάτσουλο ή Σταχτομπαμπαλιάρω, είτε φοράει γυάλινο γοβάκι ή πασούμι, το παραμύθι με τις περισσότερες από 254 παραλλαγές στη χώρα μας πραγματεύεται την αδελφική ή γυναικεία αντιζηλία, την περιφρόνηση, αλλά και τη σχέση μάνας ή μητριάς και κόρης.
Εξάλλου η κλωστή από το κουβάρι αυτού του παραμυθιού ξεκινάει από την ελληνική αρχαιότητα, καθώς το μοτίβο του χαμένου παπουτσιού απαντάται στον Στράβωνα τον 1ο αιώνα π.Χ. με την ιστορία της Ροδώπιδος, εταίρας από τη Θράκη κατά τη βασιλεία του φαραώ Αμαση, που ένας αετός τής έκλεψε το σανδάλι ενώ εκείνη λουζόταν και το μετέφερε στον βασιλιά της Μέμφιδας. Εκείνος έστειλε να βρουν σε ποιαν ανήκε το παπούτσι και όταν τη βρήκαν την έκανε γυναίκα του.
Τα δαιμόνια των Χριστουγέννων
Το εορταστικό Δωδεκαήμερο, που ξεκινά την παραμονή των Χριστουγέννων και ολοκληρώνεται την παραμονή των Θεοφανίων, μεσολαβεί ανάμεσα στη γέννηση και στη βάπτιση του Χριστού, αποτελεί για τον παραδοσιακό άνθρωπο μια ευκαιρία για ανάπαυλα και επανένωση της οικογένειας γύρω από το κοινό τραπέζι. Αντικατέστησε πιθανότατα αρχαιοελληνικές ή ρωμαϊκές εορτές, συνδεδεμένες με το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπως τα Σατουρνάλια, τα Κρόνια κ.ά., και ίσως έτσι εξηγείται, σύμφωνα με τη δρα Πολυμέρου-Καμηλάκη, «η σύνδεσή του με ειδωλολατρικές συνήθειες που αποσκοπούσαν στον εξευμενισμό των δαιμονικών όντων και στην ευετηρία». Κύριο χαρακτηριστικό των ημερών αυτών είναι οι αγερμοί, τα κάλαντα δηλαδή.
Τα πιο πονηρά, πειρακτικά και συχνά δαιμονικά πλάσματα των χριστουγεννιάτικων αφηγήσεων είναι οι Καλικάντζαροι, αλλιώς λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος) ή κωλοβελόνηδες. Η εμφάνιση αυτών των φανταστικών πλασμάτων κατά τη διάρκεια του Δωδεκαημέρου φυσικά δεν είναι τυχαία.
Ο Δεκέμβριος, ο μήνας των εορτών που συμπίπτει με τον Ποσειδεώνα των αρχαίων Ελλήνων, είναι ο μήνας με τις πιο άγριες θάλασσες. Ο μήνας των τροπών του ήλιου, των μεγάλων και επικίνδυνων αλλαγών του καιρού που επηρεάζουν τη γεωργική καλλιέργεια, τον ποιμενικό και τον θαλασσινό βίο. Στη διάρκειά του ο ναυτικοί πρέπει να αποφεύγουν τα ταξίδια και να συγκεντρωθούν στα σπίτια τους. Οπως είναι εύκολα αντιληπτό, η νύχτα για τους παλαιότερους ανθρώπους γινόταν δύσκολη και επικίνδυνη. Ο φόβος των δαιμονίων λοιπόν τους κρατούσε στις εστίες τους, αποτρέποντας ατυχήματα.

ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Το Δέντρο της Ζωής
Στη λαϊκή μας παράδοση οι Καλικάντζαροι συμβολίζουν το σκοτάδι και όλον τον χρόνο ζουν στα έγκατα της γης, την οποία επιβουλεύονται και γι’ αυτό ροκανίζουν το Δέντρο της Ζωής. Μια θεωρία που στηρίζεται στη βιβλική αντίληψη περί ακινησίας της γης, η οποία παραμένει προσηλωμένη στον θόλο του ουρανού. Με την αρχή του Δωδεκαημέρου, οι Καλικάντζαροι αφήνουν το Δέντρο να αναβλαστήσει και ανεβαίνουν στη γη, όπου επιδιώκουν να δημιουργήσουν προβλήματα στους ανθρώπους.

«Οι νοικοκύρηδες φρόντιζαν λοιπόν να κρατούν τη φωτιά στην εστία αναμμένη μέρα-νύχτα ως τα Θεοφάνια, για να μην μπορούν τα δαιμονικά να μπουν από τις καμινάδες, και στο τέλος του Δωδεκαημέρου έπαιρναν τη στάχτη που έχει απολυμαντικές ιδιότητες και ράντιζαν γύρω-γύρω το σπίτι και τα χωράφια τους»
αναφέρει η κυρία Πολυμέρου-Καμηλάκη. Απλωναν έτσι έναν συμβολικό μανδύα που θα προστάτευε όλη τη χρονιά την οικογένεια και το σπίτι.
Την ημέρα των Φώτων, που ο παπάς περνά και αγιάζει τα σπίτια, οι Καλικάντζαροι φεύγουν, σύμφωνα με τις λαϊκές αφηγήσεις, φωνάζοντας ρυθμικά: «Φεύγετε να φεύγωμε / τι έρχεται ο τρελόπαπας / με την αγιαστούρα του / και με τη βρεχτούρα του / Μας άγιασε, μας έβρεξε / και μας, μας εκατέκαψε!».
Κλαδιά, δέντρο ή καραβάκι;
Παραδοσιακά στη χώρα μας τέτοιες μέρες τα σπίτια στολίζονταν με κλαδιά δέντρων, αφού το δέντρο θεωρείται σύμβολο της ζωής, της γέννησης, της αφθονίας, «σε μια προσπάθεια των ανθρώπων να μεταφέρουν στο σπιτικό τους τη ζωτικότητα του αειθαλούς δέντρου». Η ελιά, σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας, εξαιτίας του αειθαλούς φυλλώματος και του εξαιρετικά θρεπτικού καρπού της, αλλά και το πουρνάρι (δρυς), η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά χρησιμοποιούνται εθιμικά για τον στολισμό των σπιτιών.
Η χρήση πράσινων κλαδιών αειθαλών δέντρων υπήρχε και στις αρχαίες γιορτές των «δεντροφοριών» και στις ρωμαϊκές και βυζαντινές καλένδες. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο φαίνεται ότι εμφανίστηκε στη νεότερη Ελλάδα την εποχή του Οθωνα, όμως εκλαϊκεύθηκε και καθιερώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για ένα έθιμο γερμανικό και σκανδιναβικό, το οποίο εξαπλώθηκε σε όλον τον δυτικό κόσμο.
Αν και συχνά ακούγεται ότι το χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ένα έθιμο ξενόφερτο που εκτόπισε το παραδοσιακό μας καραβάκι, όπως εξηγεί η δρ Πολυμέρου-Καμηλάκη, αυτό δεν είναι ακριβές. «Το στόλισμα του δέντρου είναι πιο οικείο –και λόγω των κλαδιών –στην ελληνική παράδοση, καθώς το δέντρο κάτω από τη σκιά του ενώνει τους ανθρώπους. Αντιθέτως το καραβάκι δηλώνει αποχωρισμό, οπότε είναι αδύνατον να το διακοσμούσαν σε γιορτές. Ισως γίνεται σύγχυση με τα φωτισμένα καραβάκια, σαν φανάρια, που κρατούσαν τα παιδιά των νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών τη νύχτα που έβγαιναν για τα κάλαντα».
Η λατρεία του νερού
Ο κύκλος του ιερού Δωδεκαημέρου κλείνει με μια από τις μεγαλύτερες χριστιανικές εορτές, τα Θεοφάνια, τα οποία συνιστούν κατά την άποψη της λαογράφου μια «υπολανθάνουσα λατρεία των νερών», του βασικού στοιχείου της ζωής. Το νερό ξεδιψάει, ποτίζει, θεραπεύει, καθαίρει, αλλά ακόμη καταστρέφει και πνίγει.
Μέσα στο διάστημα αυτό των δώδεκα ημερών, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, «τα νερά είναι αβάπτιστα», μιαίνονται από τους Καλικάντζαρους και άλλα δαιμονικά που ανεβαίνουν στη γη. Ομως τη νύχτα της 5ης Ιανουαρίου ανοίγουν οι ουρανοί, η θάλασσα γλυκαίνει, οι άνεμοι ημερεύουν, ακόμη και τα ζώα μιλούν. Ανήμερα τα Φώτα τα ύδατα αγιάζονται, αποκτούν δηλαδή ξανά, με τη δύναμη του σταυρού, τον ιερό τους χαρακτήρα, τον οποίο κατά τη διάρκεια του χρόνου που πέρασε απώλεσαν.
Οι νέοι ρίχνονται στα παγωμένα νερά για να πιάσουν τον σταυρό, πιστεύοντας πως θα τους φέρει υγεία και καλοτυχία τη νέα χρονιά. Οι νοικοκυραίοι παίρνουν καινούργιο νερό, αγιασμένο, για να ραντίσουν το σπίτι και τα κτήματα, αλλά κρατούν και λίγο στο εικονοστάσι του σπιτιού για τις δύσκολες ώρες. Επίσης, σε πολλά μέρη γινόταν το πλύσιμο των εικόνων σε λίμνες, ποτάμια ή στη θάλασσα, διαδικασία που αποτελεί αναβίωση αρχαίων δοξασιών, όπως της τελετής των «Πλυντηρίων». Μια γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, στη διάρκεια της οποίας μετέφεραν «εν πομπή» στην ακτή του Φαλήρου το άγαλμα της θεάς, όπου το έπλεναν με θαλασσινό νερό για να το καθαρίσουν από ρίπους και να ανανεωθούν οι ιερές του δυνάμεις.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.