Τα δέντρα στον Νότο βγάζουν έναν παράξενο καρπό


Αίμα στα φύλλα και αίμα στη ρίζα


Ενα μαύρο κορμί ταλαντεύεται στο αεράκι του Νότου


Ενας παράξενος καρπός κρέμεται στις λεύκες.




Ποιμενική σκηνή στον ευγενή Νότο


Τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα στραβό


Το άρωμα της μανόλιας, γλυκό και φρέσκο


Κι η ξαφνική οσμή της καμένης σάρκας.




Είναι ένας καρπός να τον φάν’ τα κοράκια,


Να τον μουσκέψει η βροχή, να τον ρουφήξει ο αέρας


Να τον σαπίσει ο ήλιος, να πέσει από το δέντρο


Είναι μια παράξενη και πικρή σοδειά.
Ενα βράδυ στις αρχές του 1939 η Μπίλι Χολιντέι, σε ηλικία μόλις 24 ετών, τραγούδησε για πρώτη φορά το τραγούδι «Strange Fruit» («Παράξενος καρπός») στο Café Society της Νέας Υόρκης, το μοναδικό κλαμπ εκτός Χάρλεμ όπου η είσοδος επιτρεπόταν σε λευκούς και μαύρους εκείνη την εποχή. Οταν τελείωσε, έπεσε βαθιά σιωπή. Και ύστερα από λίγο ακούστηκε ένα μοναχικό, διστακτικό χειροκρότημα. Και ξαφνικά άρχισαν όλοι να χειροκροτούν.
Η επιτυχία


Το τραγούδι ήταν μια γροθιά στο στομάχι, μια κραυγή αγωνίας για τα θύματα του ρατσισμού και τα λιντσαρίσματα που συνεχίζονταν στον αμερικανικό Νότο. Ποτέ πριν στην αμερικανική μουσική δεν είχε εκφραστεί μια τόσο ανοιχτή διαμαρτυρία για τη στυγνή καταπίεση των μαύρων από τους λευκούς, που πολλές φορές είχε σαν αποτέλεσμα να κρέμονται «παράξενοι καρποί» από τα δέντρα.
Πολύ σύντομα το τραγούδι και η ερμηνεία της Μπίλι είχαν γίνει μια τελετουργία για τους θαμώνες του Café Society, που έσπευδαν κάθε βράδυ να ακούσουν αυτή τη νεαρή μαύρη τραγουδίστρια να ερμηνεύει σπαρακτικά ένα από τα πιο επαναστατικά τραγούδια όλων των εποχών. Στα χρόνια που ακολούθησαν το κοινό συνέχισε να χειροκροτεί αυτή την ανησυχητική μπαλάντα, που άφησε το στίγμα της σε γενιές συνθετών, τραγουδιστών και ακροατών –λευκών και μαύρων. Πριν από λίγα χρόνια το βρετανικό μουσικό περιοδικό «Q» το κατέταξε στη λίστα με τα 10 τραγούδια που πραγματικά άλλαξαν τον κόσμο. Το τραγούδι σημάδεψε επίσης τη νεαρή Μπίλι, η οποία ύστερα από αυτό από μια καλή τραγουδίστρια της τζαζ έγινε η φωνή της μαύρης Αμερικής. Θα έλεγε κανείς ότι κάτι από την απέραντη θλίψη του τραγουδιού κόλλησε πάνω της για πάντα και τη μεταμόρφωσε σε ιέρεια του πόνου, στη μεγάλη κυρία των μπλουζ.
Το να τραγουδάς αυτό το τραγούδι στην Αμερική εκείνης της εποχής δεν ήταν και εύκολη υπόθεση. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Μπίλι δέχθηκε λεκτικές και σωματικές επιθέσεις, ενώ σε πολλά μέρη των ΗΠΑ ήταν απλά αδιανόητο να το τραγουδήσει κανείς. Ακόμη και η μητέρα της είχε εκφράσει τη διαφωνία της για το γεγονός ότι η Μπίλι τραγουδούσε το τραγούδι αυτό. «Γιατί πρέπει εσύ να βάλεις το κεφάλι σου στον ντορβά;» τη ρωτούσε. «Γιατί αυτό το τραγούδι έχει τη δύναμη να αλλάξει τις καρδιές των ανθρώπων» απαντούσε εκείνη.
Στιχουργός και συνθέτης του τραγουδιού ήταν ο Εϊμπελ Μίροπολ που το έγραψε με το ψευδώνυμο Λιούις Αλαν και ήταν ο άνθρωπος ο οποίος μεγάλωσε τους γιους του Τζούλιους και της Εθελ Ρόζενμπεργκ που είχαν κατηγορηθεί για κατασκοπεία και είχαν εκτελεστεί. «Εγραψα το «Παράξενος καρπός» γιατί μισώ τα λιντσαρίσματα, μισώ την αδικία και μισώ τους ανθρώπους που την επιβάλουν» έλεγε αργότερα.
Η ποιήτρια Μάγια Αγγέλου θυμόταν αργότερα ότι σε μια επίσκεψή της στο Λος Αντζελες το 1958 η Μπίλι είχε τραγουδήσει το τραγούδι αυτό σαν νανούρισμα στον γιο της. «Τι σημαίνει βουκολική σκηνή, Μις Χολιντέι;» είχε ρωτήσει ο μικρός Αγγέλου. «Σημαίνει ότι οι τρελοί σκοτώνουν τους νέγρους. Σημαίνει ότι αρπάζουν έναν μικρό νέγρο σαν εσένα και τον κρεμάνε από τα δέντρα. Αυτό σημαίνει βουκολική σκηνή» του απάντησε η Μπίλι. Ακόμη και σήμερα το τραγούδι αυτό παραμένει επίκαιρο σε μια Αμερική όπου μπορεί να μη λιντσάρονται πια οι μαύροι, αλλά πυροβολούνται αδιακρίτως στους δρόμους, σε πόλεις όπως το Φέργκιουσον.
Η αυτοβιογραφία


«Η μαμά και ο μπαμπάς ήταν ακόμη παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοκτώ, εκείνη δεκάξι κι εγώ τριών». Με τη φράση αυτή ξεκινά η αυτοβιογραφία της που έχει τον τίτλο «Η Κυρία τραγουδάει τα μπλουζ». Γεννήθηκε στις 7 Απριλίου του 1915 στη Φιλαδέλφεια. Γονείς της ήταν η Σάρα Τζούλια Φάγκαν και ο Κλάρενς Χολιντέι, ο οποίος σύντομα εγκατέλειψε γυναίκα και κόρη για να κάνει καριέρα ως τζαζ κιθαρίστας. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ελεονόρα Φάγκαν. Οταν ήταν σε ηλικία 11 ετών είχε πέσει θύμα βιασμού και έναν χρόνο αργότερα έπιασε την πρώτη της δουλειά, που ήταν να κάνει θελήματα σε έναν οίκο ανοχής. Μια δουλειά που της επέτρεπε να ακούει στο γραμμόφωνο δίσκους του Λούις Αρμστρονγκ.
Ηταν 13 ετών όταν το 1928 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη. Με το πενιχρό εισόδημα της μητέρας της που εργαζόταν ως οικιακή βοηθός κατάφερναν να επιβιώνουν. Ομως ύστερα ήρθε η μεγάλη οικονομική κρίση, η μητέρα της έμεινε άνεργη και ένα βράδυ η Μπίλι κατηφόρισε στην Εβδομη Λεωφόρο στο Χάρλεμ ψάχνοντας οποιαδήποτε δουλειά.

Στο κλαμπ «Log Cabin» ζήτησε να εργαστεί ως χορεύτρια. Εκανε μερικά χορευτικά βήματα και την απέρριψαν. Ο πιανίστας τη λυπήθηκε και τη ρώτησε αν μπορούσε να τραγουδήσει. Τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε. Τραγούδησε δύο τραγούδια και της πρόσφεραν δουλειά με αμοιβή δύο δολάρια τη νύχτα. Ηχογράφησε το πρώτο της τραγούδι το 1933 και ύστερα από δύο χρόνια γνώρισε τον Λέστερ Γιανγκ, που της έδωσε το ψευδώνυμο «Lady Day».

Οι εμφανίσεις της στο Café Society την έκαναν διάσημη. Εδώ άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι μικρές λεπτομέρειες που αποτελούν αναπόσπαστα στοιχεία της εικόνας της και του μύθου της –οι γαρδένιες στα μαλλιά, τα δάχτυλα που ακολουθούν τον ρυθμό, το κεφάλι γερμένο πίσω καθώς αφήνει να κυλήσουν οι τελευταίες νότες από τα χείλη, ο συνδυασμός της παιδικής αθωότητας και της αβάσταχτης θλίψης στη φωνή. Συνεργάζεται με τον Κάουντ Μπέιζι και τον Αρτι Σο. Τα επόμενα χρόνια ηχογραφεί μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της.
Η πτώση


Το 1947 τη συλλαμβάνουν για πρώτη φορά για κατοχή και χρήση ναρκωτικών και καταδικάζεται σε φυλάκιση ενός έτους σε μια φυλακή στη Βιρτζίνια. Δέκα ημέρες μετά την αποφυλάκισή της δίνει μια συναυλία στο κατάμεστο Κάρνεγκι Χολ, αλλά εξαιτίας του ποινικού της μητρώου τής απαγορεύεται να εμφανιστεί σε κλαμπ στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. Το 1949 τη συλλαμβάνουν και πάλι για ναρκωτικά στο Σαν Φραντσίσκο.
Δέκα χρόνια αργότερα μαθαίνει ότι έχει κίρρωση του ήπατος. Στις 31 Μαΐου του 1959 μεταφέρεται στο νοσοκομείο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης με ηπατικά και καρδιακά προβλήματα. Καθώς αργοπεθαίνει στο νοσοκομείο τη συλλαμβάνουν και πάλι για κατοχή ναρκωτικών και βάζουν έναν αστυνομικό να φρουρεί το δωμάτιό της. Αφήνει την τελευταία της πνοή στις 17 Ιουλίου, στις 3.10 τα ξημερώματα.
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ

  • Η προγιαγιά της ήταν σκλάβα σε μια φυτεία στη Βιρτζίνια και έκανε 16 παιδιά με τον ιρλανδό ιδιοκτήτη της φυτείας.
  • Η πρώτη φορά που στόλισε με γαρδένιες τα μαλλιά της ήταν όταν τα έκαψε με ένα σίδερο μαλλιών.
  • Της άρεσαν τα μεγαλόσωμα σκυλιά και είχε πάντοτε ένα ή δύο από αυτά κοντά της, ακόμη και στα καμαρίνια της.
  • Η πρώτη ηχογράφηση του «Παράξενου καρπού» πούλησε 10.000 δίσκους την πρώτη εβδομάδα, αριθμός αδιανόητος για την εποχή.
  • Το 1946 εμφανίστηκε στην ταινία «Νέα Ορλεάνη» και το 1954 έκανε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη περιοδεία στην Ευρώπη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ