Τον Μάρτιο του 2009, ένα κύμα αβεβαιότητας φυσούσε στην ιρακινή πόλη Γκάρμα, κοντά στο Κουβέιτ. Ηταν τότε που ο αμερικανικός Στρατός αποφάσιζε να ανοίξει την πόρτα ενός από τα μεγαλύτερα κέντρα κράτησης στο Ιράκ, του Μπούκα, για εκατοντάδες τροφίμους οι οποίοι κρατούνταν εκεί από το 2003. Αρκετοί από αυτούς ανήκαν στους πιο σκληροπυρηνικούς τζιχαντιστές του πολέμου…
Πίσω από τα κάγκελα του Μπούκα συνωστίζονταν περίπου 100.000 κρατούμενοι, εκ των οποίων οι περισσότεροι κρατούνταν επί μήνες ή χρόνια χωρίς κατηγορίες εις βάρος τους και χωρίς τρόπο να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ορισμένοι έμεναν μέσα σε κοντέινερ με μπάνιο και κλιματισμό, σύμφωνα με το Ρόιτερς.
Λίγους μήνες αργότερα, το κέντρο κράτησης Μπούκα έκλεισε οριστικά. Στο άκουσμα της είδησης, οι οικογένειες των κρατουμένων αγαλλίασαν, δεν έβλεπαν την ώρα να ανταμώσουν ξανά με γιους, αδελφούς και πατεράδες που είχαν χαθεί για χρόνια στη φυλακή Μπούκα. Ενας τοπικός αξιωματούχος όμως έκρουε από τότε τον κώδωνα του κινδύνου.
«Οι άνθρωποι αυτοί δεν φύτευαν λουλούδια στον κήπο», υπογραμμίζει στην Washington Post ο Σαάντ Αμπάς Μαχμούντ, επικεφαλής των τοπικών αστυνομικών Αρχών. Κατά τον Μαχμούντ, ένα 90% των κρατουμένων θα επέστρεφε πολύ σύντομα στη μάχη. «Δεν μιλάμε για ανθρώπους που περιφέρονται στον δρόμο. Το πρόβλημα είναι σοβαρό. Και δυστυχώς, οι ιρακινή κυβέρνηση και οι Αρχές δεν γνωρίζουν πόσο», προσθέτει.
Σήμερα, το Μπούκα αποτελεί ένα ανοιχτό κεφάλαιο στην Ιστορία του Ισλαμικού Κράτους – πολλοί από τους ηγέτες του, περιλαμβανομένου του Αμπού Μπακρ αλ Μπακντάντι φυλακίστηκαν και πιθανότατα γνωρίστηκαν εκεί. Σύμφωνα με πρώην διοικητές της φυλακής, αναλυτές και στρατιώτες, το Μπούκα υπήρξε ένα μοναδικό υπόβαθρο τόσο για τη ριζοσπαστικοποίηση των κρατουμένων όσο και για τη μεταξύ τους συνεργασία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανάπτυξη του σημερινού σκληρού πυρήνα των τζιχαντιστών.
«Πριν από την κράτησή του, ο Αλ Μπαγκντάντι και οι πέριξ του ήταν βίαιοι ισλαμιστές, που σκόπευαν να επιτεθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες», έγραφε προ ημερών στους New York Times ο αμερικανός ακαδημαϊκός Τζέρεμι Σούρι. «Ο καιρός που πέρασαν στη φυλακή ενέτεινε τον εξτρεμισμό τους. Οι φυλακές έγιναν δυνάμει πανεπιστήμια τρομοκρατών: οι πιο ακραίοι ήταν οι καθηγητές, οι υπόλοιποι κρατούμενοι οι μαθητές και οι Αρχές της φυλακής έπαιζαν τον ρόλο του απόντα επιστάτη», σχολίαζε χαρακτηριστικά.
Ο Σούρι περιέγραψε ένα μείζον ζήτημα, το οποίο απασχολεί επί μακρόν τις αμερικανικές Αρχές: πώς να πατάξεις τον εξτρεμισμό χωρίς να τον ενισχύσεις; Από τη ριζοσπαστικοποίηση των λευκών ρατσιστών στις αμερικανικές φυλακές έως την καταστροφική επιχείρηση της Βρετανίας να φυλακίσει τα μέλη του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού τη δεκαετία του ’70, το πρόβλημα παραμένει πάντα το ίδιο: οι φυλακές είναι πυριτιδαποθήκες εξτρεμισμού έτοιμες να εκραγούν.