Ο Αρμάντ ντ’ Ανγκούρ, καθηγητής κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας στον δικτυακό τόπο του BBC του άρθρου «Πόσοι αρχαιοελληνικοί θρύλοι ήταν αληθινοί», είναι η πιο πρόσφατη από έναν μεγάλο αριθμό περιπτώσεων ξένων ακαδημαϊκών που είχαν την τύχη να αναγορευθούν σε επίτιμους μισέλληνες.
Από τις 22 Ιουλίου, οπότε και «ανέβηκε» στην ιστοσελίδα το επίμαχο κείμενο, προξένησε την οργή χιλιάδων στα ελληνικά κοινωνικά μέσα, εφόσον αρνήθηκε ή διακωμώδησε τα αυτονόητα, τα ιερά και τα όσια. Στην πραγματικότητα, το ακίνδυνο δημοσίευμα του Ντ’ Ανγκούρ αποτελεί μια αγαπημένη σε αρκετούς αγγλοσάξονες διανοούμενους άσκηση, αυτή της λελογισμένης πρόκλησης: ένα δημοφιλές θέμα, μια πιο ελεύθερη από τις συνήθεις αυστηρές ακαδημαϊκές προσεγγίσεις απόδοση, γραμμένη για τον ημερήσιο Τύπο, όχι για μια επιστημονική επιθεώρηση, και ιδού το αποτέλεσμα που προορίζεται για σοκ και δέος στο Facebook.
Ο Ντ’ Ανγκούρ, είναι αλήθεια, δεν το κάνει και τόσο καλά σε σύγκριση με άλλους εκλεπτυσμένους επαγγελματίες της πρόκλησης συζητήσεων (ο συμπατριώτης του ιστορικός Νάιαλ Φέργκιουσον, για παράδειγμα, θεωρείται κορυφαίος δεξιοτέχνης του είδους): μπλέκει μυθολογία («υπήρξε ο δούρειος ίππος») και Ιστορία, προσθέτοντας και ένα άσχετο τμήμα για τις μυστηριακές λατρείες στο οποίο δεν αποφαίνεται για κάτι εφόσον οπωσδήποτε αυτές δεν ήταν μύθος και για την αλήθεια τους κανείς δεν γνωρίζει και πολλά. Ποιο το νόημα της όλης ελαφράς φιλολογίας; Είναι χαρακτηριστικό δείγμα του πώς προσλαμβάνεται, πακετάρεται και παρέχεται προς κατανάλωση για το ευρύ κοινό μια συγκεκριμένη κατηγορία απλουστευμένης (και όχι πάντα εκλαϊκευμένης) προβολής του αρχαίου παρελθόντος στο σήμερα –αυτή που υπόσχεται συμβουλές για το αύριο από ρήτορες αντί για καφετζούδες, που βλέπει τους φιλοσόφους ως ψυχολόγους και τους στρατηλάτες ως μάνατζερ. Πέρα από το Χόλιγουντ και τους «300» του, αυτή είναι η «ποπ» εικόνα της αρχαιότητας.
Ο λαός τραγούδι (και Σωκράτη) θέλει
Κάθε εποχή είθισται να ερμηνεύει τους κλασικούς με τον δικό της τρόπο, από τον καιρό ήδη που οι λόγιοι της Αναγέννησης έσκυψαν ξανά πάνω από τα αρχαιοελληνικά κείμενα. Η διαφορά με το σήμερα έγκειται στο ότι εκεί που στο παρελθόν η γνώση και η τριβή με τη φιλοσοφία ήταν αποκλειστική υπόθεση μιας περιορισμένης ελίτ διανοουμένων, η σύγχρονη προσέγγισή της αφορά το ευρύ κοινό. Εστω κι αν οι όροι με τους οποίους φτάνει σε αυτό καταρτίζονται με πολύ αδρές γραμμές: το 1979 η Ελλάδα φιλοδοξούσε να κατακτήσει τη Eurovision με το τραγούδι «Σωκράτη εσύ σουπερστάρ». Στη σκιά του «Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Αστρο» του Αντριου Λόιντ Γουέμπερ, η Ελπίδα επένδυε σε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ελληνικά ονόματα. «Θεό, Θεό, Θεό δεν σε λένε / Κεριά, κεριά, κεριά δεν σου καίνε / Αλλά τα λο, τα λο, τα λόγια σου καίνε / κι ακό, κι ακό, κι ακόμα τα λένε / Σωκράτη εσύ σουπερστάρ»: μια χώρα που μόλις ανακάλυπτε το σουπερμάρκετ χρειαζόταν επειγόντως σουπερστάρ.
Η χώρα που επινόησε το σουπερμάρκετ, από την άλλη πλευρά, ανακαλύπτει τον Σωκράτη σήμερα ως τον κατεξοχήν αντικομφορμιστή. Ο πολιτικός λόγος των ΗΠΑ αναφέρεται κατά κανόνα στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία (άλλωστε οι «ιδρυτικοί πατέρες» προνόησαν στο αμερικανικό σύνταγμα για μια republic, επίγονο της λατινικής «πολιτείας» –res publica), δεν λείπουν όμως οι λοξές ματιές προς την κλασική Αθήνα. Για να αποδώσει το 2009 τον Σωκράτη με σύγχρονα συμφραζόμενα σε ένα κείμενο για την πιθανή ωφέλεια της Αμερικής από τη σκέψη του, ο «Economist» τον ταύτισε ενδεικτικά με έναν «Αμερικανό Ταλιμπάν», με οικοδεσπότη talk show όπως ο Τζον Στιούαρτ ή ο Στίβεν Κόλμπερτ, με έναν αντικομφορμιστή που τολμούσε να μιλάει με καλά λόγια για τη Σπάρτη την επαύριον μιας αθηναϊκής 11ης Σεπτεμβρίου με την εγκαθίδρυση των Τριάκοντα Τυράννων στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ο Τζουλς Εβανς, διευθυντής πολιτικής του Κέντρου για την Ιστορία των Συναισθημάτων στο Πανεπιστήμιο Κουίν Μέρι του Λονδίνου, πιστεύει με τη σειρά του πως ο Σωκράτης μπορεί να μας καθοδηγήσει σε μια «πιο ευτυχισμένη και πιο ολοκληρωμένη ζωή». Η πρότασή του είναι επηρεασμένη από την ψυχολογία και τη «γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία» (cognitive behavioural therapy). Πιθανότατα για αυτόν τον λόγο η δική του σωκρατική φιλοσοφία αποδίδεται σε «τέσσερα βήματα» που βρίσκουν ίχνη της σε πλήθος μεταγενέστερων προσεγγίσεων ή συστημάτων, του βουδισμού συμπεριλαμβανομένου. Αν θυμίζει τη γλώσσα των σεμιναρίων αυτοβοήθειας είναι γιατί εκεί εντάσσεται: ο Εβανς εκτός των άλλων πληροφοριών του βιογραφικού σημειώματος στον προσωπικό του ιστότοπο καταγράφει και εκείνη που τον θέλει να διοργανώνει εργαστήρια περί του «ευ ζην» για ομάδες ράγκμπι, το βρετανικό ΕΣΥ, το σκωτσέζικο σωφρονιστικό σύστημα και τον αμερικανικό στρατό. «Οφείλουμε να βρούμε την ορθή ισορροπία μεταξύ της αρχαιοελληνικής έννοιας του «ευ ζην» και της φιλελεύθερης εμμονής στην ελευθερία, την πρακτική λογική, την αυτονομία και το δικαίωμα να ορίζουμε τον δικό μας δρόμο στη ζωή», καταλήγει στην εισαγωγή του περυσινού βιβλίου του «Philosophy for Life and Other Dangerous Situations» (εκδ. New World Library).
Πλάτωνας και social media
Η έμφαση στην πρακτική χρήση της γνώσης των αρχαίων Ελλήνων είναι χαρακτηριστική της ποπ πρόσληψης της κλασικής περιόδου. Και δεν γίνεται λόγος για την εξειδικευμένη μεθοδολογική σημασία που έχει, ας πούμε, το έργο του Θουκυδίδη για τους ιστορικούς. Κατά κανόνα πρόκειται για ελεύθερη μεταφορά διδαγμάτων σε ευφάνταστα πεδία.
Τον Μάρτιο του 2014 ένας λογαριασμός που σχολίαζε και φιλοσοφούσε με το όνομά του εμφανίστηκε μεταξύ των χρηστών του κοινωνικού μέσου. Εργο της συγγραφέως και φιλοσόφου Ρεμπέκα Νιουμπέργκερ Γκόλντσταϊν, αποτελούσε μια έξυπνη προωθητική ενέργεια στο πλαίσιο της κυκλοφορίας του βιβλίου της «Plato at the Googleplex» (εκδ. Pantheon), όπου ο αρχαίος φιλόσοφος μεταφέρεται στο παρόν και βλέπει τον σύγχρονο κόσμο με τη δική του οπτική. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια κριτική ματιά στις ΗΠΑ του 21ου αιώνα αλλά μάλλον με ένα λεκτικό παιχνίδι με τις προτεραιότητες και τις εμμονές της αμερικανικής κοινωνίας.
Ο Πλάτωνας της Γκόλντσταϊν δίνει διαλέξεις στην έδρα της Google («οι επιχειρηματίες της τεχνολογίας ίσως είναι οι νέοι φιλόσοφοι βασιλείς» λέει η συγγραφέας σε συνέντευξή της στη «Wall Street Journal») και συνάπτει νέους διαλόγους με αμφιλεγόμενα πρόσωπα της δημοσιότητας, χαρακτήρες που θυμίζουν την Εϊμι Τσούα, θιασώτρια της σκληρής παιδικής εκπαίδευσης στο βιβλίο της «Μητέρα τίγρη» (εκδ. Παπαδόπουλος), και τον συντηρητικό δημοσιογράφο του Fox Μπιλ Ο’Ράιλι. Οικογένεια, τεχνολογία μέσα μαζικής ενημέρωσης περνούν από την κρησάρα του φιλοσόφου –και ο ίδιος όμως αλλάζει από την παραμονή του ανάμεσά μας: γίνεται πιο δεκτικός έναντι ανθρώπων από διαφορετικά περιβάλλοντα και κοινωνικοοικονομικά στρώματα, σύμφωνα με την Γκόλντσταϊν. Με λίγα λόγια, κερδίζουν όλοι: εμείς αποκτούμε έναν οδηγό καθημερινής ζωής με άξονα το τι θα έκανε ο Πλάτωνας, ο Πλάτωνας διορθώνει τα αριστοκρατικά του φρονήματα και αποβαίνει όσο politically correct θα μας άρεσε να είναι, η Ρεμπέκα Γκόλντσταϊν υπενθυμίζει ότι δεν είναι απλώς η σύζυγος του διάσημου ψυχολόγου και γλωσσολόγου Στίβεν Πίνκερ.
Αριστοτέλης Πουαρό
Οπως ταιριάζει στον μαθητή του Πλάτωνα που θεμελίωσε τουλάχιστον 45 σύγχρονες επιστήμες, σύμφωνα με το βιβλίο του καθηγητή Ιωάννη Κ. Χολέβα, η εικόνα του Αριστοτέλη στον σύγχρονο καθρέφτη προσφέρεται για ποικίλες προσλήψεις. Ο Τζέι Χάινρικς, για παράδειγμα, συγγραφέας, ομιλητής και «διασταύρωση Κικέρωνα με Ντέιβιντ Λέτερμαν», αν πιστέψει κανείς έναν άλλον συγγραφέα που τον επαινεί, παραθέτει τον Φιλόσοφο, τον Αβραάμ Λίνκολν και τον Χόμερ Σίμπσον ως πρότυπα μίμησης αναφορικά με το χάρισμα της πειθούς στο βιβλίο του «Thank You for Arguing: What Aristotle, Lincoln and Homer Simpson Can Teach Us about the Art of Persuasion» (εκδ. Three Rivers Press).
Ωστόσο, μια και η χρήση του αριστοτελικού στοχασμού στη ρητορική είναι μάλλον αναμενόμενη, το βραβείο πρωτοτυπίας θα πρέπει να απονεμηθεί στην καναδή συγγραφέα Μάργκαρετ Ντούντι, η οποία το μακρινό 1978 προοικονομούσε το λαμπρό μέλλον ενός ολόκληρου λογοτεχνικού πεδίου γράφοντας το αστυνομικό μυθιστόρημα «Ο Αριστοτέλης ντετέκτιβ» (εκδ. Αιώρα). Το εύρημα της εξιχνίασης φόνων, απαγωγών και λοιπών αδικοπραγιών από έναν ιδιωτικό ερευνητή μπορεί να ενέπιπτε στο αμάρτημα του αναχρονισμού για μια κοινωνία στην οποία δεν υπήρχε ούτε αστυνομία ούτε διερεύνηση εγκλημάτων με τον τρόπο που αυτά νοούνται σήμερα, αθωωνόταν όμως οπωσδήποτε ποιητική αδεία. Μετατρέποντας τον Αριστοτέλη σε ντετέκτιβ, η Ντούντι υποδείκνυε στο κοινό έναν Σέρλοκ Χολμς για την αρχαιότητα –και ποιος θα μπορούσε να παραβγεί σε αγχίνοια ή συλλογισμό με έναν από τους θεμελιωτές της λογικής; Εξ ου και ο Σταγειρίτης επέστρεψε στην αναζήτηση ιχνών για άλλες πέντε συνέχειες με ενδεικτικούς τίτλους όπως «Ο Αριστοτέλης και η θεία δίκη», «Ο Αριστοτέλης και τα Ελευσίνια Μυστήρια», «Ο Αριστοτέλης και το μυστήριο της ζωής» (εκδ. Αιώρα). Το ότι το σήμερα καθιστά τον φιλόσοφο τού χθες αστυνομικό είναι βέβαια μια άλλη ιστορία που συνδέεται με το τι θέλουμε να δούμε στο παρελθόν, αλλά και με το γιατί επιστρέφουμε σε αυτό.
Ο Λου Μαρίνοφ έκανε παγκόσμια επιτυχία το 2000 με το «Πλάτωνας, όχι Πρόζακ» (εκδ. Λιβάνη). Ο Αλέν ντε Μποτόν την ίδια χρονιά στην «Παρηγορία της φιλοσοφίας» (εκδ. Πατάκη) επαινούσε την αντιδημοτικότητα μέσω του Σωκράτη. Ο ψυχολόγος Ελιοτ Κοέν δίδασκε αυτοέλεγχο το 2003 επικαλούμενος «Τι θα έκανε ο Αριστοτέλης» («What Would Aristotle Do?», εκδ. Prometheus). «Γιατί αυτή η διαρκής προσφυγή στα συγκεκριμένα πρόσωπα της συγκεκριμένης εποχής;» ρωτά ο φιλόσοφος Αντονι Γκότλιμπ στους «New York Times». Η επιστήμη προχωρεί, η φιλοσοφία από τον 17ο αιώνα και μετά διατείνεται κάθε τρεις και λίγο ότι έχει υπερπηδήσει τα προηγούμενα εμπόδια –το θέμα του Θεού, της ανθρώπινης γνώσης, της ηθικής. «Αν η φιλοσοφία προοδεύει, γιατί δεν ξεπερνιέται επιτέλους ο Πλάτωνας;» γράφει και η Γκόλντσταϊν στο βιβλίο της. «Δεν θα ήταν απογοητευτικό το να σταματήσουμε να θέτουμε θεμελιώδη ερωτήματα;» απαντά ο Γκότλιμπ. «Αν η φιλοσοφία δεν είναι κάτι που θέλουμε να επιλύσουμε ως πρόβλημα και μετά να τη βγάλουμε από τη μέση, πάντα θα υπάρχει χώρος για τον Πλάτωνα, ακριβώς γιατί ήταν τόσο καλός σε αυτήν». Ολοι οι καλοί στο είδος τους είναι καταδικασμένοι στην επανερμηνεία. Εστω και αν κάποτε αυτή τους κάνει αγνώριστους.
Ο δεύτερος βίος του γιου του Φιλίππου Είναι ίσως το πρώτο «pop icon». Ο Μέγας Αλέξανδρος δεν έπαψε να τροφοδοτεί τη λογοτεχνική έμπνευση, την εικαστική παραγωγή και τα μαζικά θεάματα.
Το φάντασμα του Αλέξανδρου κατά πάσα πιθανότητα δεν στοιχειώνει τον τάφο της Αμφίπολης. Η προσεκτική, βήμα προς βήμα, φυσική προσέγγιση των αρχαιολόγων στο εύρημα του τύμβου της θέσης Καστά συμβαδίζει με τη φειδωλότητα των λόγων τους ως προς το πρόσωπο που στεγάζει: «Πρέπει να είναι κάποιος στρατηγός, σίγουρα είναι τάφος για άτομο ή άτομα τα οποία είναι στρατηγοί, αλλά δεν μπορώ ακόμη να πω ποιος» ήταν η τελευταία αναφορά της προϊσταμένης της ΚΗ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Κατερίνας Περιστέρη, υπεύθυνης της ανασκαφής. Η εικόνα του νεαρού βασιλιά της Μακεδονίας, ωστόσο, αποτελεί μια διαχρονικά διακριτή παρουσία που εξάπτει τη φαντασία 24 αιώνων.
Από μία άποψη, η φιγούρα του Αλέξανδρου υπήρξε «ποπ» πριν από την εμφάνιση της ίδιας της έννοιας. Σε μία από εκείνες τις συγκυρίες που στο ευρύ κοινό φαίνονται φυσιολογικές, αλλά συγκινούν τους ιστορικούς, μια και υπογραμμίζουν τους μηχανισμούς με τους οποίους τα ιστορικά πρόσωπα εγγράφονται στη συλλογική μνήμη, ήταν ένας από τους λίγους πρωταγωνιστές της αρχαιότητας που διαπέρασαν τα στεγανά μεταξύ λόγιας και λαϊκής κουλτούρας. Τον βρίσκει κανείς στη μεσαιωνική Ανατολή ως ήρωα του θεάτρου σκιών, όντας μάλιστα το μοναδικό αρχαίο ίχνος στην πολιτεία των χαρακτήρων του Καραγκιόζη. Τον συναντά στη Δύση του 18ου αιώνα στο πολεμικό εμβατήριο των βρετανών γρεναδιέρων, μουσικό έμβλημα του Βασιλικού Πυροβολικού, του Βασιλικού Μηχανικού και διακεκριμένων συνταγμάτων του πεζικού όπως οι Γρεναδιέροι της Φρουράς και οι Βασιλικοί Τυφεκιοφόροι.
Σε στίχους που χρονολογούνται από τον πόλεμο της Ισπανικής Διαδοχής (1702-1713) «κάποιοι μιλούν για τον Αλέξανδρο, κάποιοι για τον Ηρακλή / τον Εκτορα, τον Λύσανδρο και άλλους ήρωες σαν αυτούς» – τέτοιο είναι το μέτρο του ηρωισμού των σύγχρονων στρατιωτών και η ανδρεία τους μπροστά στα κανόνια του εχθρού. Ο Σαίξπηρ μπορεί να μην αναμετρήθηκε με τον μύθο του, όμως ο αντιμοναρχικός Δάντης τον τοποθέτησε στον έβδομο κύκλο της Κόλασης, μαζί με τους μεγαλύτερους δολοφόνους και πολεμοκάπηλους της Ιστορίας, και ο γάλλος ποιητής Ρακίνας τού αφιέρωσε μία τραγωδία σε πέντε πράξεις το 1665. Σκηνές από τον βίο του ενέπνευσαν πλήθος ζωγράφων, από τον Γιαν Μπρέχελ και τον Τιέπολο ως τον Ρούμπενς και τον Νταβίντ. Ανά τις εποχές φόρεσε χλαμύδα και μανδύα, περικεφαλαία και τιάρα.
Επομένως, η προσαρμογή του Αλέξανδρου στα σταθμά του σύγχρονου κόσμου, στα πανό ποδοσφαιρικών ομάδων και τα κινηματογραφικά μπλοκμπάστερ υπήρξε η κατάληξη μιας αδιάκοπης εξελικτικής παρουσίας. Η ιστοριογραφική ανάλυση της πολεμικής δράσης του συμπληρώθηκε από την έμφαση στην πολιτισμική πολιτική της ενσωμάτωσης διαφορετικών στοιχείων, δρόμο που οδήγησε τελικά στην άνθηση της ελληνιστικής εποχής. Η μελέτη της στρατηγικής του επεκτάθηκε από τα προγράμματα των στρατιωτικών ακαδημιών στα απαραίτητα αναγνώσματα επιχειρηματιών και CEO: 24 αιώνες μετά τον θάνατό του, ο βασιλιάς της Μακεδονίας ανακυκλώνεται ως σύμβολο του μάνατζμεντ. Ο Λεάντρο Μαρτίνο τον επικαλείται στο βιβλίο «Leadership & Strategy – Lessons from Alexander the Great» (εκδ. BookSurge) προκειμένου να παραδώσει μαθήματα περί «διαχείρισης κινήτρων, διαχείρισης της φήμης», «διαπραγματεύσεων» και «αποτελεσματικού σχεδιασμού», όλων ενδεικτικών σοφίας εμπνευσμένης από τον βίο του γιου του Φιλίππου. Για τον Λανς Μπ. Κέρκε, από την άλλη πλευρά, η «Σοφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου» («The wisdom of Alexander the Great », εκδ. Amacom) έγκειται στην «αναδιάταξη των προβλημάτων», την «οικοδόμηση συμμαχιών», την «εγκαθίδρυση ταυτότητας», τη «διεύθυνση των συμβόλων». Αν απορείτε που δεν είδατε ακόμη την προτροπή «think out of the box», μείνετε ήσυχοι, υπάρχει και αυτή στο μενού.
Οπωσδήποτε, ο εκτός Ελλάδας κόσμος του 21ου αιώνα πιθανότατα τον αναγνωρίζει ως Κόλιν Φάρελ στον «Αλέξανδρο» του Ολιβερ Στόουν, ίσως και ως Ρίτσαρντ Μπάρτον από το κλασικό φιλμ του 1956 – αν και όχι ως Γουίλιαμ Σάτνερ, ο οποίος τον υποδύθηκε παράλληλα με τη θητεία του ως κυβερνήτης Κερκ του «Star Trek» σε ένα θνησιγενές σίριαλ της αμερικανικής τηλεόρασης. Ταυτόχρονα, όμως, ο μακεδόνας στρατηλάτης εμφανίζεται πλάι στις πολλαπλές εκδοχές της Μέριλιν Μονρόε και του Μάο Τσε Τουνγκ, στο πάνθεο της ποπ αρτ που φιλοτέχνησε ο Αντι Γουόρχολ.
Η ανασημασιοδότηση των συμβόλων τελικά είθισται να σημαίνει περισσότερα για την κοινωνία που τα υιοθετεί παρά για τα ίδια τα σύμβολα. Οταν την επαύριον της 11ης Σεπτεμβρίου τα τοπωνύμια του Ιράκ και του Αφγανιστάν έγιναν οικεία στις Ηνωμένες Πολιτείες, κοστίζοντας περισσότερους από 6.000 νεκρούς, στην πιο αιματηρή εκστρατεία από την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ, δεν είναι τυχαίο ότι ο Στίβεν Πρέσσφιλντ προσέτρεξε στον 4ο αιώνα π.Χ. για να σχολιάσει την τρέχουσα κατάσταση. Διάσημος από τις «Πύλες της φωτιάς», με τις οποίες ουσιαστικά εξοικείωσε το ευρύ αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό με τις λεπτομέρειες της μάχης των Θερμοπυλών, ο Πρέσσφιλντ έγραψε όχι ένα, αλλά δύο βιβλία για τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Τόσο «Οι αρετές του πολέμου» όσο και «Η ματωμένη εκστρατεία» (εκδ. Πατάκη) διαβάστηκαν από την αμερικανική κριτική της εποχής ως υπαινικτικά σημειώματα για την ύβριν και τη νέμεση ενός άρτιου στρατιωτικού μηχανισμού. Εδώ, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, από το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων ως την έξαψη της ταφικής του αναζήτησης, ο Αλέξανδρος ήταν το πρόσχημα. Για να μιλήσουμε όχι για το ποιος ήταν εκείνος, αλλά για το ποιοι είμαστε εμείς – οι εκάστοτε εμείς, στο εκάστοτε σήμερα.
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Αυγούστου 2014
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ