«Ο όμιλος των επτά κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που δεν έχουν υιοθετήσει το θεσμό του κατώτατου μισθού πρόκειται να χάσει ένα διακεκριμένο μέλος, τη Γερμανία», αναφέρει σε εκτενές δημοσίευμά της την Παρασκευή η γαλλική εφημερίδα «Le Monde».
Η αποχώρηση της Γερμανίας από τον «όμιλο» προδιεγράφη την προηγουμένη, Πέμπτη 21 Νοεμβρίου, καθώς με βαριά καρδιά η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ ανακοίνωσε την πρόθεσή της να συμφωνήσει με το επίμονο αίτημα των Σοσιαλδημοκρατών προκειμένου να συναινέσουν στη δημιουργία κυβέρνησης μεγάλου συνασπισμού και να δοθεί, επιτέλους, μια κυβερνητική λύση στη χώρα, δύο ακριβώς μήνες μετά από τις εκλογές της 22ης Σεπτεμβρίου.
Για την ώρα οι 21 από τις 28 χώρες-μέλη της ΕΕ έχουν θεσπίσει κατώτατο μισθό. Οι επτά χώρες που δεν έχουν θεσπίσει είναι η Γερμανία, η Δανία, η Φινλανδία, η Σουηδία, η Αυστρία, η Ιταλία και η Κύπρος.
«Η απουσία κατώτατου μισθού στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες οφείλεται στο ότι οι μισθοί καθορίζονται έπειτα από διαπραγματεύσεις των κοινωνικών εταίρων που εξασφαλίζουν κατά κανόνα τους υψηλότερους δυνατούς μισθούς. Στη Γερμανία, όμως, τα τελευταία χρόνια δεν ισχύει κάτι τέτοιο σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους και η τάση είναι οι χαμηλοί μισθοί να συμπιέζονται διαρκώς», εξήγησε στην εφημερίδα η Κριστίν Ερέλ του γαλλικού Κέντρου Μελετών της Απασχόλησης.
Η γαλλίδα ερευνήτρια προσθέτει ότι «στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και του εντεινόμενου ανταγωνισμού, η υιοθέτηση ενός κατώτατου μισθού αποτελεί μια αναγκαιότητα, αν και οι μισθοί σε κάποιους επαγγελματικούς κλάδους θα εμπλακούν σε μια πτωτική περιδίνηση».
Εν πάση περιπτώσει, όπως καθίσταται φανερό στον πανευρωπαϊκό μισθολογικό πίνακα που δημοσιεύει η «Le Monde», οι διαφορές στους κατώτατους μηνιαίους μισθούς από χώρα σε χώρα της ΕΕ είναι τεράστιες.
Παρενθετικά να διευκρινίσουμε ότι ο πρώτος αριθμός που αναγράφεται είναι ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε κάθε χώρα (συμπεριλαμβανομένης και της Τουρκίας, που δεν μετέχει στην ΕΕ) και μετά την κάθετο αναγράφεται πιο αχνά ο μισθός ανάλογα με την αγοραστική δύναμη των πολιτών σε κάθε χώρα.
Παρατηρούμε λοιπόν ότι η Βουλγαρία με μόλις 159 ευρώ το μήνα, είναι η χώρα με τον χαμηλότερο κατώτατο μισθό, ενώ το Λουξεμβούργο με 1.874 ευρώ είναι η χώρα με τον υψηλότερο κατώτατο μισθό.
Ο κατώτατος μισθός στο Λουξεμβούργο, δηλαδή, είναι σχεδόν δωδεκαπλάσιος από τον κατώτατο μισθό στη Βουλγαρία.
Τα 159 ευρώ στη Βουλγαρία, όμως, επειδή το κόστος ζωής είναι χαμηλό, έχουν ουσιαστικά αγοραστική δύναμη 324 ευρώ. Στους αντίποδες, τα 1.874 ευρώ που λαμβάνει ο χαμηλόμισθος Λουξεμβούργιος αντιστοιχούν ουσιαστικά σε 1.539 ευρώ, διότι στη χώρα του η ζωή είναι πανάκριβη.
Με βάση το κόστος ζωής ο Λουξεμβούργιος χαμηλόμισθος έχει 4,75 φορές μεγαλύτερη αγοραστική αξία από τον Βούλγαρο χαμηλόμισθο. Αν, φυσικά, συνυπολογίσει κανείς τις κοινωνικές παροχές που απολαμβάνουν οι πολίτες του Λουξεμβούργου θα διαπιστώσει ότι η ποιότητα ζωής τους είναι σαφώς υψηλότερη από την ποιότητα ζωής ενός υψηλόμισθου Βούλγαρου εργαζομένου που εισπράττει ενάμιση χιλιάρικο ευρώ μηνιαίως.
Φυσικά οι Βούλγαροι αμείβονται με λέβα και όχι με ευρώ. Αλλά αν στην υπόθεση εργασίας που κάνουμε συνυπολογίσουμε την αγοραστική αξία του λεβ και του ευρώ στη γειτονική χώρα (διότι ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, ακόμη και ένα επώνυμο ρούχο, το αγοράζει κανείς με ευρώ στη Βουλγαρία και όχι με λέβα), ο μισθός του καλοπληρωμένου με 3.000 λέβα (επισήμως η ισοτιμία ευρώ/λεβ είναι 1:2) Βούλγαρου μοιάζει ακόμη πιο πελιδνός.
Μια δεύτερη διευκρίνιση πρέπει να γίνει με τον κατώτατο μισθό των 684 ευρώ που καταγράφει η Eurostat για την Ελλάδα (η αγοραστική αξία του οποίου, όπως αναφέρει η επίσημη Στατιστική Υπηρεσία της ΕΕ, αντιστοιχεί σε 736 ευρώ).
Ως γνωστόν ο κατώτατος μηνιαίος μισθός στην Ελλάδα εδώ και πάνω από έναν χρόνο έχει μειωθεί στα 586 ευρώ. Αλλά οι Ελληνες μισθωτοί λαμβάνουν (ακόμα…) 14 μισθούς ετησίως. Η Eurostat, λοιπόν, αθροίζει τους 14 μισθούς των 586 ευρώ και τους διαιρεί δια 12, προκειμένου να τους υπολογίσει επί δωδεκαμήνου βάσεως.