Γεννημένος στις 18 Ιανουαρίου του 1944 στο Λονδίνο (ο πατέρας του ήταν οργανίστας στην πρεσβυτεριανή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα), ο Τζον Τάβενερ είχε μια πορεία αντιθέσεων στην αγγλική μουσική σκηνή κατά την διάρκεια των τελευταίων 55 χρόνων. Μια πορεία που στηρίζεται σε αντιθέσεις. Συνθέτης θρησκευτικός αλλά διαφοροποιημένος από τον γοτθικό κόσμο του Ολιβιέ Μεσιάν, δήλωνε επηρεασμένος από δύο συνθέτες της αβάν γκαρντ, τον Στοκχάουζεν και τον Κέιτζ. Απείχε από τις μεταμοντερνιστικές αναζητήσεις, ήταν εσωστρεφής αλλά και δημοφιλής, δήλωνε μυημένος στον χώρο του συμβολισμού από τον Μότσαρτ και τον Στραβίνσκι. Το έργο του δομείται μέσα από την ελεύθερη χρήση των κλιμάκων της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής.
Τελευταίο αντίο στον φιλέλληνα βρετανό συνθέτη Τζον Τάβενερ
Γεννημένος στις 18 Ιανουαρίου του 1944 στο Λονδίνο (ο πατέρας του ήταν οργανίστας στην πρεσβυτεριανή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα), ο Τζον Τάβενερ είχε μια πορεία αντιθέσεων στην αγγλική μουσική σκηνή κατά την διάρκεια των τελευταίων 55 χρόνων. Μια πορεία που στηρίζεται σε αντιθέσεις.
Γεννημένος στις 18 Ιανουαρίου του 1944 στο Λονδίνο (ο πατέρας του ήταν οργανίστας στην πρεσβυτεριανή εκκλησία του Αγίου Ανδρέα), ο Τζον Τάβενερ είχε μια πορεία αντιθέσεων στην αγγλική μουσική σκηνή κατά την διάρκεια των τελευταίων 55 χρόνων. Μια πορεία που στηρίζεται σε αντιθέσεις.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 κέρδισε μουσική υποτροφία και σπούδασε στο Χάι Γκέιτ Σκουλ πιάνο, όργανο και σύνθεση και 15 χρόνια αργότερα κέρδισε το βραβείο σύνθεσης στον διαγωνισμό «Πρίγκιψ Ρενιέ Γ’ του Μονακό». Τρια χρόνια αργότερα κερδίζει το πρώτο βραβείο της UNESCO στον διαγωνισμό για συνθέτες κάτω των 25 ετών. Το 1969 ο σερ Πίτερ Χολ και ο Κόλιν Ντέιβις τον προσκάλεσαν για να γράψει μια όπερα για το Κόβεντ Γκάρντεν και αρκετά χρόνια μετά, ενώ είχε μεσολαβήσει μια κρίση δημιουργικότητάς του ολοκλήρωσε την όπερα «Therese» και αρχίζει να γράφει την όπερα δωματίου «Α Gentle Spirit», όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά το σύμβολο της Εικόνας. Το 1977 έγινε μέλος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και το 1978 ταξίδεψε στην Πάτμο αναζητώντας έμπνευση για ένα κοντσέρτο για πιάνο. Στην Εύβοια το 1987 έγραψε το «The Protecting Veil» για ορχήστρα εγχόρδων και τσέλο, ένα από τα διασημότερα έργα του. Το 1995 ολοκλήρωσε το έργο «Αγραφον» σε ποίηση του Αγγελου Σικελιανού, παραγγελία του Οργανισμού του Μεγάρου Μουσικής.
«Μαθαίνω πολλά από τους Πατέρες της Εκκλησίας» είχε δηλώσει στο ΒΗΜΑ με αφορμή μια εμφάνισή του στο Ναύπλιο για την πρώτη ελληνική παρουσίαση του έργου «Eternal Memory». «Για μένα υπάρχει μόνο η αυθόρμητη μουσική. Σκεφθείτε το «Missa Solemnis» του Μπετόβεν. Το Εγώ του συνθέτη αναπτύσσεται, αναπτύσσεται, αναπτύσσεται, τι όμορφα αλήθεια που το κάνει, όμως ιδρώνει, ιδρώνει, ιδρώνει τόσο πολύ! Η μουσική πρέπει να έρχεται φσσσσσσ…! Αν δεν έρχεται έτσι, για μένα δεν υπάρχει. Και τότε την πετάω. Οταν όμως έρθει, τη γράφω όπου βρω, στα τραπεζομάντιλα των εστιατορίων, οπουδήποτε».
«Ο τόπος σας με βοηθάει να βρίσκω δρόμους», είχε πει για την χώρα μας. «Βαρέθηκα την ανάπτυξη, την όλη σύλληψη της ανάπτυξης. Πιστεύω ότι θα πρέπει να απαλλαχθούμε από όλα τα γνωστά είδη τέχνης και να δούμε τι έχει μείνει, τι εισχωρεί στο μυαλό όταν απορρίπτονται τα συστήματα τα όποια συστήματα! Ακόμη και αν ανακαλύπταμε ότι δεν μένει τίποτε άλλο παρά μόνο η σιωπή, και πάλι θα ήταν καλύτερο από το να επιδιδόμαστε σε μια συστηματική παραγωγή μουσικής που βολεύει μόνο τους κριτικούς και τους ίδιους τους συνθέτες οι οποίοι καταφεύγουν με τον τρόπο αυτόν σε ένα είδος πνευματικού αυνανισμού».
Η πρεμιέρα της τελευταίας δουλειά του «Three Shakespeare Sonnets» είναι προγραμματισμένη να προυσιαστεί στο Southwark Cathedral την ερχόμενη Παρασκευή 15 Νοεμβρίου.
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.