«Εµείς το βράδυ δεν τρώµε» φρόντισαν να µε ενηµερώσουν η Ρίτα και ο Μάριο που µε φιλοξενούσαν στη Φεράρα, ώστε να κάνω το πρόγραµµά µου. Αυτό σήµαινε ότι θα γευµάτιζα έξω το µεσηµέρι και ότι γυρίζοντας στο σπίτι, εγώ από τις βόλτες µου και εκείνοι από τις δουλειές τους, «θα τσιµπάµε κάτι ελάχιστο, έτσι, για να µην πλαγιάζουµε µε άδειο το στοµάχι», όπως είπε και η Ρίτα, η οποία ήταν νοσηλεύτρια και µας παρέδιδε συχνά πυκνά σεµινάρια περί σωστής διατροφής.
Την πρώτη ηµέρα της διαµονής µου, έπειτα από µια χορταστική περιήγηση στο ιστορικό κέντρο της πόλης και αφού απόλαυσα µια γνήσια πίτσα µαργαρίτα µε όλα τα λιπαρά της και παγωτό βανίλια σε… οικογενειακή συσκευασία (φρόντισα να είµαι χορτάτος, για να αντέξω στη νυχτερινή νηστεία), επέστρεψα για να βρω τους ιταλούς φίλους µου στην κουζίνα να ετοιµάζουν το «ελάχιστο» που θα µας έκοβε τη βραδινή πείνα: προσούτο, σαλάµι και µοτσαρέλα από το χωριό της Ρίτας, ψωµί τσιαπάτα από έναν χωριάτικο φούρνο, παρµεζάνα «από τον Λουίτζι, στη γωνία, που φέρνει το καλύτερο τυρί από το δικό του χωριό», λιαστές ντοµάτες στο λάδι, πελτέ ελιάς και άπειρα τουρσιά από το χωριό του Μάριο… «Αυτό είναι το λίγο;». «Εχουµε και γιαούρτι από το χωριό για µετά» µου είπαν. Το οποίο γιαούρτι σερβιρίστηκε περιχυµένο µε µέλι (από το χωριό), αλλά µου ήταν αδύνατον να κατεβάσω έστω και µία κουταλιά καθώς βρισκόµουν ένα στάδιο πριν από τη διάτρηση στοµάχου. «Κάθε βράδυ έτσι τρώτε;» ρώτησα τους φίλους µου. «Si! Οgni sera si fa la dieta» (Ναι, κάθε βράδυ δίαιτα!) απάντησε η (µπουκωµένη) Ρίτα, δίνοντας µια άλλη διάσταση στην α λα ιταλικά υγιεινή διατροφή.
Dieta µέχρι σκασµού, µε εµένα να φορτώνω κιλά και όλους τους άλλους να µε πιέζουν να φάω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο, λες και ήθελαν να µε παχύνουν για να µε σφάξουν – έτσι δεν γίνεται σε κάτι παιδικά παραµύθια-θρίλερ; Κι εγώ που νόµιζα ότι ο Ελληνας είναι ο Νο 1 κοιλιόδουλος της Ευρώπης… Δεν είχα γνωρίσει τότε τη Ρίτα, τον Μάριο, την οικογένειά τους και τους φίλους τους, όλοι βέροι Ιταλιάνοι, µε τα µουλιασµένα σε λίτρα κρασί, πασπαλισµένα µε άφθονη καλοτριµµένη παρµεζάνα και εµπλουτισµένα µε ανέκδοτα, φάρσες και γέλια γαστριµαργικά όργιά τους. Ακόµη και σήµερα, πολλά χρόνια από εκείνο το ταξίδι, µε το που τους σκέφτοµαι έρχεται στο στόµα µου η γεύση του αγνού, χωριάτικου προσούτο (καµία σχέση µε το τυποποιηµένο) και στη σκέψη µου η συγκινητική ζεστασιά της φιλοξενίας τους («Μangia!», «Μangia!», «Μangia!» – «Φάε!»). Μου έρχεται και η γεύση του φηµισµένου στην παρέα σοκολατοτιραµισού της Ρίτας, το οποίο συχνά έκλεινε τα διαιτητικά τραπέζια τους, µε τον Μάριο να µε προτρέπει να πάρω και δεύτερο κοµµάτι λέγοντας «αυτό δεν είναι γλυκό, είναι αφρός, και ο αφρός δεν παχαίνει!» κλείνοντάς µου πονηρά το µάτι.
Το τιραµισού της Ρίτας
ΥΛΙΚΑ (για ένα τετράγωνο τσέρκι 20 x 20 εκ.)
200 ml φρέσκο γάλα
3 φλ. δυνατό εσπρέσο
3 κ.σ. ρούµι ή µπράντι
400 γρ. µπισκότα σαβαγιάρ
4 φρέσκα αβγά, χωριστά οι κρόκοι από τα ασπράδια
170-220 γρ. ζάχαρη άχνη
500 γρ. τυρί µασκαρπόνε
1 µεγάλη πλάκα σοκολάτα υγείας, ψιλοτριµµένη
κακάο (για το πασπάλισµα)
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Ανακατεύουµε το γάλα µε τον εσπρέσο και το αλκοόλ. Βουτάµε τα σαβαγιάρ στο υγρό µέχρι να νοτίσουν και απλώνουµε µία στρώση στο σκεύος. Χτυπάµε τους κρόκους µε τη µισή ζάχαρη δυνατά, έως ότου ασπρίσουν. Σε ένα άλλο µπολ χτυπάµε το µασκαρπόνε µέχρι να γίνει µια λεία και αφράτη κρέµα και το προσθέτουµε στο µείγµα των κρόκων. Προσθέτουµε τα ασπράδια χτυπηµένα µε την υπόλοιπη ζάχαρη σε µαρέγκα. Βάζουµε εναλλάξ στρώσεις µπισκότων και κρέµας, προσθέτοντας ενδιάµεσα µπόλικη τριµµένη σοκολάτα. Πάνω από την τελευταία στρώση κρέµας πασπαλίζουµε µε κακάο. Αφήνουµε στο ψυγείο για τουλάχιστον 5 ώρες. Το γλυκό πρέπει να καταναλωθεί µέσα σε δύο 24ωρα το πολύ.