Λάνθιμου
«Είμαι ένας πολύ κλειστός άνθρωπος – για την ταινία μου έδωσα ελάχιστες συνεντεύξεις. Αλλωστε, δεν έχω να εξηγήσω πολλά. Νομίζω ότι η μόνη μου, ελάχιστη, ικανότητα είναι να κάνω αυτά που κάνω και η διαδικασία τού να τα εξηγώ ή να τα αναλύω με φέρνει σε τρομερή αμηχανία». Τάδε έφη Γιώργος Λάνθιμος σε συνέντευξή του το 2008. Εκείνη την εποχή δεν είχε καν γυρίσει τον «Κυνόδοντα» και μετρούσε μόνο τη γοητευτική και αμήχανη «Κινέττα», καθώς και λίγες ψαγμένες θεατρικές παραστάσεις. Η στάση του μέχρι σήμερα δεν έχει αλλάξει. Οπως και τότε έτσι και τώρα, δεν δίνει εξηγήσεις για το κρυμμένο νόημα των ταινιών του. Για όσους τον αντιπαθούν η ερμηνεία του σύμπαντος της τέχνης του είναι τελικά απλή: δημιουργεί τη βεβαιότητα ότι λέει κάτι σημαντικό, επειδή ακριβώς δεν λέει τίποτα.
Μεγάλωσε στην Αθήνα. Ο πατέρας του είναι ο μπασκετμπολίστας Αντώνης Λάνθιμος που έγινε γνωστός με τη φανέλα του Παγκρατίου και της Εθνικής ομάδας τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Εχοντας κληρονομήσει το μπόι του μπαμπά, μικρός έπαιζε και ο ίδιος μπάσκετ στο Παγκράτι. Ξεκίνησε με σπουδές στα οικονομικά. Το πεπρωμένο του, ωστόσο, τον οδήγησε στην έβδομη τέχνη. Επόμενος σταθμός, η Σχολή Σταυράκου και η σκηνοθεσία. Ο κινηματογράφος, πάντως, δεν ήρθε αμέσως. Ο Λάνθιμος έγινε πρώτα το αγαπημένο παιδί της διαφήμισης. «Μπορεί να στοιχίζει λίγο παραπάνω, αλλά αξίζει τα λεφτά του» σημείωναν οι άνθρωποι του χώρου. Ο ίδιος βρίσκεται πίσω από επιτυχημένες δουλειές, όπως το εμπνευσμένο σλόγκαν «Πουτ δε κοτ ντάουν». Οι κακεντρεχείς, μετά την επιτυχία του «Κυνόδοντα», έσπευσαν να θυμηθούν και τη συμβολή του στον εξωραϊσμό του ελληνικού λαϊκοπόπ, μέσα από τα βιντεοκλίπ «Δέκα εντολές» της Δέσποινας Βανδή και του άσματος «Δεν έχει σίδερα η καρδιά σου» του Σάκη. Κακοήθειες!
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του το έκανε τελικά το 2001. Επρόκειτο για την ταινία «Ο καλύτερός μου φίλος», την οποία συνσκηνοθέτησε με τον Λάκη Λαζόπουλο. Εκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι το εν λόγω φιλμ απουσιάζει από το επίσημο βιογραφικό του.
Το μεγάλο ραντεβού με τη δημοσιότητα ήρθε τελικά οκτώ χρόνια αργότερα. Ο «Κυνόδοντας», μια απρόσμενη ταινία που πραγματεύεται την ιδιότυπη αιχμαλωσία των παιδιών από τους γονείς, με το σουρεαλιστικό νοσηρό χιούμορ της να εντείνει την ήδη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, κέρδισε το πρώτο βραβείο του τμήματος «Ενα κάποιο βλέμμα» του Φεστιβάλ των Καννών το 2009. Η πορεία ήταν ξέφρενη, το φιλμ έφτασε μέχρι τα Οσκαρ και ο Λάνθιμος ανακηρύχτηκε σημαιοφόρος μιας νέας εποχής για το ελληνικό σινεμά που συνεχίστηκε με ταινίες όπως το «Attenberg». Αλλοι ενθουσιάζονται με την επιτυχία, άλλοι βέβαια αυτή τη νέα εποχή την αντιμετωπίζουν με ένα κάποιο βλέμμα σκεπτικισμού…
Ανάβασις
«Θα έλεγα ψέματα ότι δεν στενοχωρήθηκα που χάσαμε το Οσκαρ. Ομως αυτή η υποψηφιότητα ήταν μια τεράστια επιτυχία από μόνη της. Δεν σημαίνει πολλά μόνο για μένα και τους συνεργάτες μου, αλλά και για την ίδια την κατηγορία του Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, αφού η ταινία συζητήθηκε όσο καμία άλλη ως μία από τις πιο τολμηρές επιλογές της Ακαδημίας εδώ και πάρα πολλά χρόνια». Με αυτή τη «διόλου» αυτάρεσκη δήλωση ο Γιώργος Λάνθιμος αποδέχθηκε την «ήττα».
Φυσικά, πίσω στην Ελλάδα η γκρίνια είχε από καιρό ξεκινήσει. Αφορμή ήταν οι ομοιότητες του «Κυνόδοντα» με την ταινία των αρχών του ’70 «Το κάστρο της αγνότητας», η οποία μάλιστα βρήκε την ίδια εποχή διανομή στη χώρα μας. Σαφώς και επρόκειτο για ένα χτύπημα κάτω από τη μέση. Ο Λάνθιμος από καινοτόμος αναγορεύτηκε ξαφνικά σε σκηνοθέτη ριμέικ ταινιών και εμείς είχαμε ανακαλύψει ξανά την Αμερική ξεκινώντας την ατέρμονη συζήτηση περί παρθενογένεσης.
Οι ατυχείς συμπτώσεις για τον βραβευμένο σκηνοθέτη συνεχίστηκαν, καθώς οι κακοπροαίρετοι διαπίστωσαν στις «Αλπεις», την επόμενη ταινία του μετά τον «Κυνόδοντα», που απέσπασε βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Βενετίας το 2011, διαβολικές ομοιότητες με το βιβλίο «Παραβολή», του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη: αναφέρονται και οι δύο στην υποκατάσταση ανθρώπων που έφυγαν από τη ζωή. Η συνέχιση της κουβέντας περί ομοιοτήτων δεν οδηγεί πουθενά, γιατί το πρόβλημα με τις «Αλπεις» ήταν άλλο: εκείνη η διάχυτη αίσθηση ότι ο Γιώργος Λάνθιμος φλερτάρει με τη μανιέρα, με τον κίνδυνο να εγκλωβιστεί σε ταινίες παράδοξες (του λεγόμενου και weird cinema), που ενώ ταράζουν και προβληματίζουν, στο τέλος σού αφήνουν την απορία: «Αξιζε τελικά τον κόπο;».
Την ίδια αίσθηση είχαν και όσοι παρακολούθησαν την παράσταση «Πλατόνοφ» που σκηνοθέτησε για το Εθνικό το 2011 προτού ακόμη ξεκινήσει η «ανάβαση» στις «Αλπεις». Σε μια αμήχανη σκηνοθεσία όπου τα τερτίπια της αποδόμησης απέτυχαν, το αποτέλεσμα δεν θύμιζε Τσέχοφ, αλλά έναν θεατροποιημένο Λάνθιμο. Ισως, βέβαια, αυτός να ήταν και ο στόχος: μια συνεχής αυτοϊκανοποίηση του σκηνοθέτη.
Σήμερα ο Γιώργος Λάνθιμος ζει στη Βρετανία και κυνηγά τη διεθνή καριέρα. Δουλεύει την πρώτη αγγλόφωνη ταινία του, με τίτλο «Lobster». Πρόσφατα δημοσιεύματα τον θέλουν να έχει έρθει εις γάμου κοινωνία με την πρωταγωνίστρια των ταινιών του, Αριάν Λαμπέντ. Τα καλά νέα δεν τελειώνουν εδώ, καθώς οι «New York Times» τον συμπεριέλαβαν προσφάτως και στη λίστα με τους 20 ανερχόμενους σκηνοθέτες που αξίζει κανείς να γνωρίζει. Το διακύβευμα, βέβαια, είναι αν ο 40χρονος σκηνοθέτης σε δέκα χρόνια θα καταφέρει να βρίσκεται ακόμη σε διεθνείς λίστες. Το πρωτοποριακό εύκολα μετατρέπεται σε ντεμοντέ, ειδικά όταν επαναλαμβάνεται.
Αδέκαστη
*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2013