Χαμηλά λιπαρά

Θυμάστε τα Tiller Girls στο «Καμπαρέ» του Μπομπ Φόσι; Εξι χορεύτριες - ανάμεσά τους και ο Κομπέρ - με καπέλα μπόουλερ και ζαρτιέρες ορμούν στη σκηνή του Kit Kat Club, κουνάνε πέρα-δώθε τα μπαστουνάκια τους,

Θυμάστε τα Tiller Girls στο «Καμπαρέ» του Μπομπ Φόσι; Εξι χορεύτριες –ανάμεσά τους και ο Κομπέρ –με καπέλα μπόουλερ και ζαρτιέρες ορμούν στη σκηνή του Kit Kat Club, κουνάνε πέρα-δώθε τα μπαστουνάκια τους, «εκτοξεύουν» τα οπίσθιά τους, στολισμένα με ένα μπουκέτο από φτερά, και πετάνε κομφετί στους θεατές εν μέσω των ξέφρενων λικνισμάτων τους (δείτε https://www.youtube.com/watch?v=BRTmvjXs1i0). Ξαφνικά η μουσική αλλάζει, γίνεται στρατιωτική, τα Tiller Girls βγάζουν τα φρου φρου από τα καπέλα τους, που τώρα μοιάζουν τρομερά με κράνη, κρατάνε τα μπαστούνια στον ώμο σαν καραμπίνες και επιδίδονται στο «περπάτημα χήνας», χαρακτηριστικό των φασιστικών παρελάσεων. Ταυτόχρονα, σε μερικά ανατριχιαστικά πλάνα που παρεμβάλλονται μέσω μοντάζ, δύο νεαρά αγόρια, μέλη της νεολαίας του Χίτλερ, φωνάζουν «Juden, Juden, Juden», ενώ πετάνε στο κατώφλι της Nατάλιας, πλούσιας εβραίας κληρονόμου, το πτώμα του δύσμοιρου σκύλου της.
«Το καλύτερο καμπαρέ είναι ένα δίκοπο μαχαίρι διασκέδασης και αντίστασης» γράφει ο Αλαν Λαρό, καθηγητής και συγγραφέας του «The Wild Stage: Literary Cabarets of the Weimar Republic». Σύμφωνα με τον Λαρό, ουσιαστικότερα γνωρίσματα του καμπαρέ συνιστούν η ενοχλητική αμφισημία, αυτή δηλαδή που προκαλεί ταραχή ή αμηχανία, η ειρωνεία, οι παιγνιώδεις αναφορές και η τολμηρή αμφισβήτηση. Στα καμπαρέ του τέλους της δεκαετίας του ’20 στο Βερολίνο «οι περφόρμερ με σατιρικό πνεύμα που εμφανίζονταν εκεί αναρωτιούνταν αν η Γερμανία ήταν πράγματι δημοκρατία» γράφει ο Πίτερ Γέλαβιτς, καθηγητής και συγγραφέας του «Berlin Cabaret». Στο πλαίσιο αυτό υιοθετούσαν μια κριτική στάση που συμπεριλάμβανε «επιθέσεις εναντίον της αντισημιτικής ρητορικής των ναζί».
Χαρακτηριστικό εδώ το νούμερο του «Cabaret», της ταινίας αλλά και του μιούζικαλ, όπου ο Κομπέρ εμφανίζεται με τον έρωτα της ζωής του, μια… γοριλίτσα, εξυμνεί τις αρετές της, γκρινιάζει για τα κοινωνικά σχόλια που δέχονται ως ζευγάρι στις δημόσιες εμφανίσεις τους και καταλήγει: «Αν μπορούσατε να τη δείτε με τα δικά μου μάτια, δεν θα έμοιαζε καθόλου εβραία».
Χορεύτριες σε κλαμπ που παρελαύνουν ναζιστικά με ζαρτιέρες, η επιτήδευση των «κοριτσιών» που συνδυάζεται αριστοτεχνικά με τη φαντασμαγορία ενός φασιστικού θεάματος εξομοιώνοντας τα δύο, το ειρωνικό σχόλιο για την εβραϊκή ταυτότητα ως γοριλισμό, είναι μερικά από τα καυστικά σχόλια που καταθέτουν τα νούμερα του «Cabaret» –στην εκδοχή του Φος και όχι μόνο –συνθέτοντας έναν γενναίο, σπάνιο συνδυασμό μουσικών ειδών, παρακμιακού ηδονισμού και πολιτικής σάτιρας.
Εν μέσω όλων αυτών, η κεντρική ηρωίδα, η Σάλι Μπόουλς (που γεννήθηκε από μία σειρά διηγημάτων του Κρίστοφερ Ισεργουντ τη δεκαετία του ’30), μια Βρετανίδα –στην ταινία Αμερικανίδα –που προσπαθεί να κάνει την τύχη της στο Βερολίνο, παραδομένη σε ένα ξέφρενο ναϊτλάιφ, μονίμως σε υπερένταση, σαν να κινδυνεύει να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, και ταυτόχρονα αδιάφορη για τις άγριες κοινωνικές εξελίξεις γύρω της, ευτυχισμένη πάνω στη σκηνή, μέσα στο club, «το πιο απολιτικό μέρος στον κόσμο», όπως το βλέπει με τα δικά της μάτια, τα οποία έχει τώρα στρέψει προς τον νεαρό αμερικανό συγγραφέα Κλίφορντ Μπράντσο.
Οι διαφορετικές και συγκρουόμενες κοσμοθεωρίες που καταστρέφουν τις ερωτικές σχέσεις των ηρώων, τα μουσικοχορευτικά νούμερα του διαβόητου, θρυλικού πλέον Kit Kat Club, η φασιστική απειλή που τυλίγει τους πάντες, είτε το βλέπουν είτε όχι, όλα αυτά εξασφαλίζουν όχι μόνο πλούσιο αλλά και επίκαιρο υλικό για ένα σημερινό ανέβασμα του «Cabaret».
Δυστυχώς τίποτε από όλα αυτά δεν μοιάζει να συγκίνησε τον σκηνοθέτη και χορογράφο της παράστασης που είδαμε στο Μέγαρο Μουσικής, τον Κωνσταντίνο Ρήγο. Ή, για να είμαστε ακριβείς, το μόνο που τον άγγιξε είναι όλα τα λουσάτα, επιφανειακά γνωρίσματα του έργου: ποζάτα στησίματα, αποκαλυπτικά ντυσίματα, στερεοτυπικά «σέξι» κουνήματα συνθέτουν το βασικό μοτίβο που συναντάμε απαράλλακτο από το ένα ομαδικό νούμερο στο άλλο. Λίγο μόδα, λίγο περιοδικά, έλλειψη φαντασίας και συναίσθησης, το αποτέλεσμα θυμίζει περισσότερο τυποποιημένο βιντεοκλίπ παρά μιούζικαλ που πάλλεται. Αυτό το «δίκοπο μαχαίρι διασκέδασης και αντίστασης» για το οποίο μιλάει ο Λαρό εδώ είναι απλώς ένα κουτάλι για παγωτό με χαμηλά λιπαρά: καθόλου ψυχή, καθόλου τόλμη, καθόλου προβληματισμός, μονάχα εύπεπτη εικόνα, «προκλητική» ως εκεί όπου υποψιαζόμαστε ότι αντέχει ο θεατής.
Η Μαρία Ναυπλιώτου, ερωτική και άνετη, ακολουθεί πάραυτα τον σκηνοθέτη της στον γκρεμό πλάθοντας ένα τρομερά μονοδιάστατο πορτρέτο της Σάλι Μπόουλς, χωρίς κανένα βάθος, έτσι ώστε το τέλος, το περίφημο νούμερο «Life is a Cabaret», να κλωτσάει από τους θεατρινισμούς στους οποίους καταφεύγει σε μια ύστατη προσπάθεια εκμαίευσης συναισθήματος. Η σχέση της με τον Γιώργο Νανούρη, που υποδύεται τον συγγραφέα, διαγράφεται τόσο άτονη και αχνή ώστε μοιάζει οριακά σβησμένη. Περισσότερο προκαλεί το ενδιαφέρον μας η δευτερεύουσα σχέση μεταξύ της σπιτονοικοκυράς Τάνιας Τσανακλίδου και του εβραίου μανάβη Μιχάλη Μητρούση, ακόμη κι αν η πρώτη ερμηνεύει με παλιομοδίτικο μελοδραματισμό το κρίσιμο νούμερό της. Συμπαθής ο Δημήτρης Λιγνάδης ως Κομπέρ, αν και δεν καταφέρνει να αγγίξει τη δαιμόνια, γκροτέσκα διάσταση που απαιτεί ιδανικά αυτός ο ρόλος-κλειδί.
Μοναδικό ίσως ευχάριστο στοιχείο της βραδιάς η επταμελής ορχήστρα, ευφυώς τοποθετημένη πάνω στη σκηνή, που έπαιζε ζωντανά καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.