Το παρόν κείμενο συνιστά απόβρασμα ψυχής, αν επιτρέπεται η έκφραση. Τουτέστιν, γράφεται εν είδει αντιλόγου, μετά τα όσα διαδραματίστηκαν και λέχθηκαν γύρω από την (απο)κηρυγμένη πλέον απεργία των εκπαιδευτικών. Επιδιώκει ευθέως να προβληματίσει τους εχέφρονες πολίτες. Τους υπόλοιπους ας τους ξεχάσουμε, που λέει κι ο Αισχύλος.
Όσοι ανήκουμε στον εκπαιδευτικό κλάδο και συμμετείχαμε ενεργά στα τεκταινόμενα, αισθανθήκαμε έντονα την απαξιωτική μεταχείριση, ακόμη και τη σπίλωση που επεφύλαξαν τα δημοφιλέστερα μέσα ενημέρωσης ― και όχι μόνο ― απέναντι στην απόφαση απεργιακής κινητοποίησης του κλάδου εν μέσω πανελλαδικών εξετάσεων. Μεταχείριση η οποία ξέφυγε από τους κανόνες της αντικειμενικής ενημέρωσης και μετήλθε όρους πολιτικής προπαγάνδας, όπως συχνά συμβαίνει στην ωραία μας πατρίδα. Οι βασικοί άξονες του κατηγορητηρίου ήταν ότι «οι εκπαιδευτικοί αρνούνται να δουλέψουν δύο ώρες παραπάνω» και ότι «εκβιάζουν με όμηρους τους μαθητές».
Από τα πολλά δείγματα δημόσιας καταλαλιάς στέκομαι στο πρόσφατο άρθρο του Στ. Ψυχάρη στο Βήμα (19-05-2013), που ουσιαστικά αποτελεί μνημόσυνο του προ πενήντα ετών δασκάλου του, στη μετακατοχική Αθήνα, ο οποίος «δεν είχε καιρό για απεργίες», διότι από τα χαράματα ετοίμαζε το πρωινό των μαθητών του. Ο κ. Ψυχάρης εικάζει ότι αν κάτι τέτοιο απαιτούνταν από τους εκπαιδευτικούς σήμερα θα γινόταν το πρόσελθε και ιδέ, αμφισβητώντας έτσι ευθέως τον πατριωτισμό τους. Στο οπισθόφυλλο πάλι της ίδιας έκδοσης του Βήματος, ο κ. Ι. Πρετεντέρης θεωρεί ότι με τη ματαίωση της απεργίας των εκπαιδευτικών «ηττήθηκε το χθες», όπου επαγγελματικές ομάδες προέβαλλαν ιδιοτελείς διεκδικήσεις κινούμενες από στενά συντεχνιακά συμφέροντα.
Τα πράγματα φαίνεται να συγχέονται. Ο πρώτος αναπολεί και τιμά το εκπαιδευτικό παρελθόν ― που δεν είχε και απεργίες ―, ενώ ο δεύτερος λοιδορεί το απεργιακό παρελθόν ― μεταξύ των άλλων, υποθέτω, και το παρελθόν των εκπαιδευτικών, με τις μεγάλες απεργίες του 1998 και του 1987, τότε, που ο φερώνυμος ΓΑΠ είχε κατέλθει πλησίον των ιθαγενών, κομίζων «προίκαν δια την παιδείαν», όπως διατείνονταν οι άλλοτε σοσιαλίζοντες, όπως ο κ. Ψυχάρης.
Για να περιπλέξω ακόμη περισσότερο τη χρονική προοπτική του αναγνώστη, θα αναφέρω ότι σήμερα, 21η του Μάη, εθαύμασα στο τηλεοπτικό δελτίο, συνταγής «ΜΕΓΚΑ», τις «τάξεις του μέλλοντος», τις οποίες εγκαινίασε ο αδελφός του Πρωθυπουργού στο Αμερικανικό Κολλέγιο Αθηνών. Διαθέτουν, λέει, πολυχρηστικούς πίνακες και πλήθος άλλα ηλεκτρονικά μαραφέτια και εγκαταστάσεις, με τη βοήθεια των οποίων, υποθέτω, θα εκπαιδευτεί η μελλοντική ηγεσία της χώρας, για να έρθει μετά από κάμποσα χρόνια να μου περικόψει, με περισπούδαστο ύφος, την όποια συνταξούλα θα δεήσει η πατρίδα να μου χορηγήσει.
Πόσο μηδαμινός αισθάνεται κανείς ανάμεσα στο φτωχικό ― πλην τιμημένο ― παρελθόν, το άθλιο παρόν και το τεχνολογικά υπέρτερο μέλλον… Οπωσδήποτε, δε χορηγήσαμε πρωινό στα παιδιά και δε βοηθήσαμε με τα χέρια μας να χτιστούν σχολικές αίθουσες στα χωριά της δύσμοιρης ελληνικής επαρχίας, όπως γινόταν σε άλλες εποχές ― λόγου χάρη, στην εποχή των μαραθωνομάχων της μεταπολεμικής Αθήνας, τα ήθη (και τις συνθήκες;) της οποίας αναπολεί ο κ. Ψυχάρης.
Προσωπικά ως εκπαιδευτικός αισθάνομαι εκείνον τον φθόνο του κεραμέα, διότι συμμερίζομαι το ρηθέν ότι η μεγαλύτερη ηθική ανταμοιβή του δασκάλου είναι να τον μνημονεύουν με ζέση οι μαθητές του, όπως πράττει ο κ. Ψυχάρης. Υπάρχει όμως και μια υπέρτερη ικανοποίηση για έναν δάσκαλο, ίσως περισσότερο μεστή και πιο βαθιά, μυστικό του επαγγέλματος: να πράττουν οι μαθητές του όπως πράττει εκείνος, κι ακόμη καλύτερα. Δεν ξέρω αν ο κ. Ψυχάρης θα ήταν πρόθυμος να ετοιμάζει ο ίδιος το πρωινό των συντακτών του, για να χρησιμοποιήσω μιαν ίσως αφελή αναλογία, ή αν τους προσφέρει, έστω, πρωινό στη δουλειά.
Γνωρίζω όμως ότι, πάρα πολύ διακριτικά, αρκετοί Σύλλογοι Διδασκόντων στην περιοχή Αιτωλοακαρνανίας συνεισφέρουν οικονομικά σε άπορες οικογένειες, για να σιτίζονται οι άποροι μαθητές. Γνωρίζω τουλάχιστον ότι Λύκειο της περιοχής κατόρθωσε να συγκεντρώσει φέτος περίπου δύο τόνους λάδι τοπικής παραγωγής, το οποίο διέθεσε σε ιδρύματα προστασίας της παιδικής ηλικίας. Γνωρίζω, επίσης, ότι η Β΄ ΕΛΜΕ Αιτ/νίας διοργάνωσε και φέτος στο Αγρίνιο πρόγραμμα ενισχυτικών μαθημάτων με εθελοντική συμμετοχή καθηγητών. Για να μην αναφέρω τους εκπαιδευτικούς οι οποίοι συμμετέχουν σε αντίστοιχο πρόγραμμα υπό την αιγίδα της ανεπίσημης Εκκλησίας. Και ας με συγχωρέσετε διότι οι περιορισμένες γνώσεις μου δεν επαρκούν για να αναδείξουν την ευρύτερη κοινωνική προσφορά των εκπαιδευτικών ανά την επικράτεια.
Όσο για την εκπαιδευτική προσφορά, αν χρειάζεται επαλήθευση, ας στραφεί ο καθένας και ας εξετάσει μόνο τα κάθε είδους προγράμματα που εκτελούνται εθελοντικά με ευθύνη των εκπαιδευτικών στα σχολεία. Ας κοιτάξει τη συμμετοχή των σχολείων στο Μαθητικό Θεατρικό Φεστιβάλ που διοργανώνεται τα τελευταία χρόνια στον Δήμο Αγρινίου ― μια πολύ περιορισμένη πολιτιστικά περιοχή ― και ας λάβει υπόψη του ότι πέρυσι όλοι οι εκπαιδευτικοί αγωνιστήκαμε χωρίς βιβλία και φέραμε εις πέρας τη χρονιά χωρίς να δημιουργηθεί πρόβλημα στις περιβόητες Πανελλαδικές Εξετάσεις, για τις οποίες τόσο κόπτεται η ελληνική κοινωνία και «στις οποίες κρίνεται το μέλλον των παιδιών», όπως λέει η δημοσιογραφική προπαγάνδα. Το επιπλέον δίωρο πιστεύετε ότι μας πείραξε;
Η ελληνική κοινωνία δεν πρέπει να έχει αμφιβολία ότι η πλειονότητα των εκπαιδευτικών πράττει στο ακέραιο το ηθικό και εκπαιδευτικό καθήκον της, όχι τόσο απέναντι στην καθεστωτική πατρίδα του κ. Ψυχάρη και του κ. Πρετεντέρη, του κ. ΓΑΠ και του κ. Σαμαρά, αλλά απέναντι στην πατρίδα που βλέπουμε και αντιμετωπίζουμε ζωντανή καθημερινά μπροστά μας: τα παιδιά των Ελλήνων πολιτών και των ανθρώπων που εργάζονται τίμια σ’ αυτόν τον τόπο. Και μπορώ συγκρατημένα να ισχυριστώ ότι τα παιδιά αυτά έχουν να παίρνουν παραδείγματα προσφοράς τέτοια που δύσκολα μπορεί να εντοπίσει κανείς σε άλλον κλάδο του επάρατου δημόσιου τομέα.
Εμείς λοιπόν, οι ανάξιοι εκπαιδευτικοί, θεωρήσαμε ότι, μαζί μ’ εμάς, πλήττεται και η πατρίδα αυτή με τα τελευταία μνημονιακά μέτρα. Διότι, απλούστατα, η αύξηση του ωραρίου δεν εξυπηρετεί κανέναν καθαυτό εκπαιδευτικό στόχο, πέρα από την εξοικονόμηση χρημάτων για την ικανοποίηση άλλων αναγκών, στο πλαίσιο βέβαια της δημοσιονομικής προσαρμογής στην οποία εμείς συμμετείχαμε ως μισθωτοί εξαρχής με δυσβάστακτο κόστος.
Τώρα πλέον που, νομοτελειακά, περισσότεροι συνάδελφοι θα αντιμετωπίσουν βιοποριστικό πρόβλημα, μετακινούμενοι σε όλο και μακρινότερα σχολεία, ας ρωτήσει ο κ. Ψυχάρης τους εκπαιδευτικούς από τα Γιάννενα και την Αχαΐα που ήδη μετακινούνταν καθημερινά και αχάραγα προς άλλους νομούς, αν είναι διατεθειμένοι να ετοιμάζουν το πρωινό των μαθητών τους. Διαφορετικά, ας ρωτήσει τους αναπληρωτές εκπαιδευτικούς που θα βρεθούν χωρίς δουλειά, αν είναι διατεθειμένοι να του κάνουν το χατίρι.
Ας αναρωτηθούν και οι γονείς και οι μαθητές μας ποιος ο σκοπός των Πανελλαδικών Εξετάσεων, αν προωθούνται μέτρα που υποδαυλίζουν την ανεργία και καταρρακώνουν το βιοτικό επίπεδο, μαζί και την αξιοπρέπεια σημαντικού μέρους των πανεπιστημιακών πτυχιούχων αυτής της χώρας. Ή μήπως ο κ. Πρετεντέρης αμοίβεται με τα 600-800 ευρώ που λαμβάνουν οι νεότεροι εκπαιδευτικοί, για να μας αρνείται και το δικαίωμα της απεργίας; Κατά τα άλλα, νοιάζεται κανείς για την ουσιαστική αναβάθμιση του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος;
Δε βλέπετε ότι τώρα που ο περίφημος «Εθνικός Διάλογος για την Παιδεία» φαίνεται να πήγε στράφι (μαζί με τα υπολογιστάκια του κου Σπηλιωτόπουλου), τώρα που οι «διαδραστικοί πίνακες» της κας Διαμαντοπούλου αποτελούν υποσημείωση στα αρχεία του ουτοπικού σοσιαλισμού, ελπίζουμε στην «αξιολόγηση» των καθηγητών για να μπουν τα πράγματα σε τάξη. Δηλαδή, να μετρήσουμε πόσες βιντεοπροβολές ετοιμάζουν το μήνα, πόσα προγράμματα επεξεργάζονται το χρόνο και, γενικότερα, πόσο δραστηριοποιούνται εκτός μαθήματος. Είναι και αυτό μια κάποια λύσις, όπως θα έλεγε ο ποιητής.
Παρεμπιπτόντως, δε γνωρίζω αν οι κκ. Πρετεντέρης και Ψυχάρης, ΓΑΠ και Σαμαράς, Διαμαντοπούλου και λοιποί, έχουν την ευτυχία να είναι γονείς, υποψιάζομαι όμως ότι τα τέκνα τους δε θα τα εμπιστεύονται στην ευθύνη του κάθε τυχαίου δημόσιου λειτουργού αλλά θα τα κατευθύνουν προς τις «τάξεις του μέλλοντος», εκεί που η παρεχόμενη εκπαίδευση στοχεύει σε επίπεδο αντάξιο της ψηφιακής εποχής και της δικής τους εικονικής πραγματικότητας, η οποία εντέλει δεν έχει ανάγκη κανέναν εκπαιδευτικό για να διδάξει τα δέοντα. Οπότε τέρμα και τα πρωινά στα παιδιά και οι οχληρές απεργίες.
Υμείς δε, θα πρέπει να έχετε πάρει χαμπάρι ότι οι αποφάσεις που αυτοί λαμβάνουν από καιρό, έχουν ως αποτέλεσμα να σπρώχνουν πολλές απελπισμένες οικογένειες στις αγκάλες του «Καιάδα», όπως ημείς διαπιστώνουμε καθημερινά στα σχολεία, δίνοντας μια δική μας, απέλπιδα μάχη.
Ο κ. Χάρης Ταμπάκης είναι Φιλόλογος, DEA Πανεπιστημίου Παρισίων Δ΄ (Σορβόννη), Υποψήφιος Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.