Την πρώτη συνθήκη για τον έλεγχο του διεθνούς εμπορίου συμβατικών όπλων, ύψους 70 δισ. δολαρίων ετησίως, υιοθέτησε με μεγάλη πλειοψηφία την Τρίτη η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών. Καταψήφισαν το κείμενο της συνθήκης Συρία, Ιράν και Βόρειος Κορέα. Απείχαν Ρωσία και Κίνα, από τις μεγαλύτερες χώρες-εξαγωγείς.
Πρόκειται για την πρώτη συνθήκη ελέγχου του παγκόσμιου εμπορίου συμβατικών όπλων, τα οποία εκτείνονται από τα ελαφρά όπλα ως τα άρματα μάχης και τα πολεμικά πλοία.
Η Συνθήκη απαγορεύει στα κράτη την εξαγωγή συμβατικών όπλων παραβιάζοντας την ισχύ σχετικών εμπάργκο ή όπλων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για πράξεις γενοκτονίας, εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου και τρομοκρατία.
Παράλληλα, υποχρεώνει τις χώρες να μεριμνούν ώστε να μην φτάνουν συμβατικά όπλα στη μαύρη αγορά.
Υπέρ της συνθήκης ψήφισαν συνολικά 154 κράτη-μέλη (σε σύνολο 193), κατά ψήφισαν τρεις χώρες (Συρία, Βόρειος Κορέα και Ιράν) και 23 απείχαν, μεταξύ των οποίων η Ρωσία, η Κίνα, η Ινδία, το Σουδάν και η Ινδονησία. Οι τρεις τελευταίες επικαλέστηκαν ανεπάρκειες στο κείμενο.
Με την απόφαση ανοίγει ο δρόμος για την υπογραφή της Συνθήκης από τον Ιούνιο.
Κάθε κράτος-μέλος είναι ελεύθερο να υπογράψει ή όχι την συνθήκη και να την επικυρώσει. Πρόκειται να τεθεί σε ισχύ μετά την 50ή επικύρωσή της, κάτι το οποίο μπορεί να χρειαστεί δύο χρόνια, σύμφωνα με διπλωμάτες.
Η Ρωσία, ένας από τους σημαντικούς παράγοντες της αγοράς, ανακοίνωσε ήδη ότι ενδεχομένως δεν θα την υπογράψει.
Η Συνθήκη για το Εμπόριο Όπλων, ένα κείμενο 15 σελίδων, το οποίο καταρτιζόταν επί επτά χρόνια, καθορίζει τις παγκόσμιες κατευθυντήριες αρχές που θα διέπουν την πώληση των όπλων και είναι το πρώτο σημαντικό κείμενο για τον αφοπλισμό μετά την υιοθέτηση της Συνθήκης Απαγόρευσης των Πυρηνικών Δοκιμών το 1996.
Την περασμένη Πέμπτη, έπειτα από διαπραγματεύσεις δέκα ημερών, το Ιράν, η Συρία και η Βόρειος Κορέα εμπόδισαν την επίτευξη της απαραίτητης ομοφωνίας που χρειαζόταν για την υιοθέτηση της συνθήκης σε διάσκεψη που έγινε στην έδρα του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη.
Στη συνέχεια περίπου εκατό χώρες, μεταξύ των οποίων η Γαλλία, η Βρετανία και οι ΗΠΑ, όπως και πολλές αφρικανικές και λατινοαμερικάνικες χώρες, πρότειναν στην Γενική Συνέλευση να υιοθετήσει απόφαση όσον αφορά την έγκριση της συνθήκης και να ανοίξει έτσι το δρόμο για την υπογραφή της.