Ο Ενκί Μπιλάλ, ένας από σημαντικότερους κομίστες της Ευρώπης, ξεκίνησε μικρός από την Ανατολή και με τα σχέδιά του κατέκτησε τη Δύση. Η ιστορία του είναι μια ιστορία επιτυχίας. Το έργο του, έντονα πολιτικό, με κλίμα σκοτεινό, ήρωες παράξενους και εικόνες ζοφερές, ξεπερνά (όπως λέει και ο ίδιος) τα όρια της επιστημονικής φαντασίας –κατηγορία στην οποία κατατάσσεται συνήθως –και έχει φθάσει σήμερα μέχρι το Μουσείο του Λούβρου.
Το βράδυ της Τετάρτης (27/2) βρέθηκε στην Αθήνα, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση. Συνομίλησε με τον δημοσιογράφο Γιώργο Αρχιμανδίτη και μοιράστηκε με το κοινό (νεαρούς και νεαρές κατά κύριο λόγο) αναμνήσεις από τη ζωή του και σκέψεις για το πολυδιάστατο έργο του. «Αν δεν βίωνα τον πρόσφατο εμφύλιο πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας» είπε «πιθανότατα το έργο μου θα είχε πάρει άλλη τροπή, θα υπήρχαν εικόνες χαρούμενων παιδιών και λουλουδιών σ’ αυτό».
Ο ίδιος γεννήθηκε στο Βελιγράδι όπου «πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια» αλλά διαμορφώθηκε ως καλλιτέχνης στη Γαλλία όπου μετανάστευσε η οικογένειά του. Ο βόσνιος πατέρας του Μπιλάλ υπήρξε ο προσωπικός ράφτης του Τίτο. «Είχα δει μάλιστα και μια στολή του» είπε. Ο πατέρας του όμως κατέφυγε στο Παρίσι επειδή δεν ήθελε να προσχωρήσει στο Κομμουνιστικό Κόμμα μετά το 1945. Εκεί δούλεψε σε έναν οίκο υψηλής ραπτικής. Μερικά χρόνια αργότερα τον ακολούθησαν η τσέχα σύζυγός του και τα δυο παιδιά του.
Εκεί ο Μπιλάλ ανακάλυψε έναν κόσμο που εξακολουθεί να τον ορίζει μέχρι σήμερα: τα κόμικς, το περίφημο περιοδικό «Pilote» (μόλις στα είκοσί του χρόνια κέρδισε το βραβείο σε έναν διαγωνισμό του), τον Τεν-Τεν, τον Ρενέ Γκοσινί του «Αστερίξ». Τότε δεν φανταζόταν ο ίδιος ότι θα τον άλλαζε αυτόν τον κόσμο με το χέρι και τις εμπνεύσεις του. Όταν ρωτήθηκε αργότερα ποιος είναι ο αγαπημένος του χαρακτήρας το πρώτο που απάντησε «ο Ντόναλντ Ντακ».
Το 1993 το βιβλίο του «Ισημερινό ψύχος» απέσπασε το βραβείο του περιοδικού «Lire» ανεξαρτήτως λογοτεχνικής κατηγορίας. Ήταν το επιστέγασμα της αναγνώρισης για έναν ήδη διαμορφωμένο καλλιτέχνη που όμως δεν σταμάτησε εκεί. «Μικρός ζούσα μια αντιφατική κατάσταση. Προόδευα στην τέχνη που ακολουθούσα, ήμουν ευτυχισμένος αλλά και ταυτόχρονα αποκομμένος από την οικογενειακή ζωή» της διασποράς που είχε τις δυσκολίες της.
Στη δεκαετία του 1970 μπήκε στον καλοσυνάτο και γενναιόδωρο κύκλο των μεγάλων γάλλων σχεδιαστών. Ζυμώθηκε με τις ιδέες της Αριστεράς. Μετά τα ασπρόμαυρα σχέδια, «τα θεμέλια της δουλειάς μου», στη δεκαετία του 1980 ήλθε «το χρώμα και το στυλ μου αποκρυσταλλώθηκε». Όταν ήταν 28 ετών «πήρα το δίπλωμα οδήγησης και έφυγα για την Ανατολική Ευρώπη για ένα μήνα». Εκεί τράβηξε φωτογραφίες. Οι εικόνες αυτές συνδυάστηκαν με τις αναμνήσεις της πρώτης πατρίδας και «έγιναν η πρώτη ύλη για τα έργα μου».
Ο κινηματογράφος και η ζωγραφική τον επηρέασαν βαθύτατα. «Απομακρύνθηκα από την παραδοσιακή τεχνοτροπία των κόμικς και τον συντηρητισμό τους» σημείωσε. Για πολλά χρόνια ο χώρος κυριαρχούνταν από τις ανδρικές μορφές. Μίλησε για το πώς «μπήκα στη θέση μιας γυναίκας», την έκανε αφηγήτρια (μια πρωτοποριακή επιλογή) προκαλώντας και εντυπωσιάζοντας το κοινό. Υποστήριξε ότι η πληθωρικότητα των γυναικείων μορφών στο έργο του έχει ρίζες ρεαλιστικές. «Δεν με ενδιαφέρει η εξιδανικευμένη μορφή της γυναίκας». Ωστόσο το γυναικείο στοιχείο είναι σημαντικό. Σημασία έχει η «αισθησιακότητα» και όχι τόσο το σεξ.
«Τις ερωτικές ιστορίες τις αφηγούμαι όταν χρειάζεται. Πολλοί ασχολούνται με το σεξ με πολύ ωμό τρόπο. Αυτό είναι επιλογή. Εγώ βλέπω τον άνθρωπο μέσα σε κοινωνικοπολιτικά ή θρησκευτικά συστήματα που τον καταπιέζουν, τον συνθλίβουν. Οι ήρωές μου κάνουν σεξ ορισμένες φορές αλλά κυρίως αντιμετωπίζουν άλλου είδους προβλήματα» τόνισε.
Μιλώντας για τη μνήμη, με αφορμή τις εθνικιστικές και θρησκευτικές διαμάχες στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είπε ότι «πρέπει να έχουμε επιλεκτική πλην όμως διαυγή μνήμη, μόνο έτσι θα προσεγγίσουμε τον ανθρωπισμό, μόνο έτσι γινόμαστε αλληλέγγυοι». Εμφανίστηκε ενοχλημένος από την άνοδο της Ακροδεξιάς και επέκρινε το χρηματοπιστωτικό σύστημα για τη σημερινή κρίση. Ο Μπιλάλ έχει και οικολογικές ανησυχίες, αμφισβητεί αυτό που λέγεται «πρόοδος» καθώς «ο άνθρωπος είναι μπλεγμένος σε μια ενδιαφέρουσα αλλά πολύ επικίνδυνη πορεία».
Όσοι βρέθηκαν στην κεντρική σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών είδαν εικόνες και σχέδιά του, αποσπάσματα από ταινίες του, αλλά και –μέσω iPad –πώς ακριβώς «συνομιλεί» με την «Νίκη της Σαμοθράκης» στο πλαίσιο της φωτογραφικής έκθεσής του για τα «φαντάσματα» του Λούβρου, η οποία συνεχίζεται μέχρι τον Μάρτιο.