Ολα συμβαίνουν μέσα σε ένα βράδυ, μέσα σε ένα δίωρο για την ακρίβεια. Ο Τζορτζ και η Μάρθα, ένα ζευγάρι που ζει από καιρό στην κόψη του ξυραφιού, με αφορμή την παρουσία ενός νεαρότερου και φαινομενικά υγιέστερου ζεύγους, θα βγάλουν τους χειρότερους δαίμονές τους στη φόρα. Το αριστούργημα του Εντουαρντ Αλμπι «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» πρωτοανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1962, όταν η ψυχοθεραπεία δεν ήταν ακόμη μόδα και τα ανδρόγυνα δεν αλληλοστολίζονταν με φροϊδικές υποδείξεις όπως «είσαι χειριστικός!», «μην κάνεις τις προβολές σου επάνω μου!», «αυτό πρέπει να το λύσεις, είναι δικό σου πρόβλημα!» κ.ο.κ. Μια ομάδα θεραπευτών, με αφορμή το πρόσφατο ανέβασμα του έργου στη θεατρική Μέκκα, συζήτησαν με τους συντελεστές της παράστασης και αναρωτήθηκαν τι θα γινόταν αν το διασημότερο θεατρικό ζευγάρι σε κρίση, ο Τζορτζ και η Μάρθα, αντί να τρώνε τις σάρκες τους κεκλεισμένων των θυρών, έπαιρναν την απόφαση να πάνε σε ψυχολόγο.
Τζορτζ και Μάρθα
Ο Μπιλ Ντόχερτι, ψυχολόγος με έδρα το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα, δήλωσε σε δημοσίευμα της εφημερίδας «The New York Times» ότι «τέτοιου είδους ζευγάρια είναι στην πραγματικότητα ιδανικά για ψυχοθεραπεία. Οι άνθρωποι που έχουν τόσο έντονους καβγάδες συνήθως κάνουν και πολύ καλό σεξ μεταξύ τους. Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα για τον ψυχοθεραπευτή αν ήταν παγερά αδιάφοροι, δεν έμπαιναν καν στον κόπο ούτε να τσακωθούν ούτε να μιλήσουν. Αλλά η σύγκρουση έχει πάθος και το πάθος δείχνει ότι η σχέση είναι ακόμη ζωντανή». Με τη θεωρία ότι το καλο κρεβάτι συνορεύει με το καλό ντιβάνι συμφωνεί και η Τζιν Πετρουτσέλι, ψυχαναλύτρια με έδρα το Μανχάταν, αν και προσθέτει ότι «ο Τζορτζ και η Μάρθα είναι ο τύπος ζευγαριού που θα μπορούσε να οδηγήσει έναν ψυχίατρο στην τρέλα».
Η σχέση αυτών των δύο θυμίζει εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς χωρίς αναισθητικό. Τα στάδια είναι πολλά και επώδυνα. Προσβολές, απαξίωση, χτυπήματα κάτω από τη μέση, η λεκτική βία και ο ψυχολογικός πόλεμος αποδεικνύονται πιο βάναυσα και από το πιο δυνατό χαστούκι. Η Μάρθα δεν σταματά να υποβιβάζει τον Τζορτζ σε κάθε ευκαιρία. Σπάει ένα μπουκάλι και του λέει «ελπίζω να ήταν άδειο, γιατί με τα λεφτά που βγάζεις αμφιβάλλω αν έχεις να το πληρώσεις». Του λέει ότι τον απάτησε με τον νεαρό που βρίσκεται μπροστά του, έτσι για να τον φτάσει στα όριά του. Είναι ο δικός της τρόπος να τον βγάλει από το βόλεμα του συζύγου, να του πει «ξύπνα, διεκδίκησέ με, γιατί θα φύγω για πάντα».
Η Μάρθα και γαβγίζει και δαγκώνει. Είναι ύαινα που, όμως, όσο τεράστια είναι η οργή της, άλλη τόση είναι και η ανασφάλειά της. Οταν βρίσκεται μόνη της, σε έναν από τους πιο συγκλονιστικούς μονολόγους του έργου, θα πει: «Ο Τζορτζ, που με κάνει ευτυχισμένη και δεν θέλω να ’μαι ευτυχισμένη, αλλά και θέλω. Που με κρατάει για να ζεσταθώ κι εγώ τον δαγκώνω για να ματώσει. Που με κάνει να γελάω κι εγώ πνίγω το γέλιο στο λαρύγγι μου». Απέναντι σε όλα αυτά, οι αμερικανοί θεραπευτές θα επέβαλλαν στο ζευγάρι αυτό, για τις πρώτες συνεδρίες τουλάχιστον, να μην απευθύνει τον λόγο ο ένας στον άλλον, αλλά ό,τι έχουν να πουν να το λένε με ενδιάμεσο τον ψυχολόγο. Πολύ επικίνδυνη αποστολή για ένα ζεύγος που ζει και τρέφεται από την κατά μέτωπο επίθεση.
Μάρθα και… Γιώργος
Μια και το έργο του Αλμπι αγγίζει ανθρώπους σε όποιο σημείο του πλανήτη και αν έχουν γεννηθεί, φέραμε τον Τζορτζ και τη Μάρθα και στα καθ’ ημάς, μιλώντας με δύο ψυχοθεραπευτές που όχι μόνο έχουν μελετήσει την ψυχοπαθολογία του ζεύγους, αλλά την εφαρμόζουν και στη δουλειά τους: ζητούν πολύ συχνά από τους ασθενείς τους να μπουν στον ρόλο αυτών των δύο φανταστικών, όσο και υπαρκτών ηρώων.
Η Ελενα Τζαβάρα, σύμβουλος γάμου, που έχει ασχοληθεί και με την ψυχοθεραπεία μέσω θεατρικού παιχνιδιού, τονίζει: «Το να ζητήσεις από δύο συζύγους να μιλήσουν λες και είναι κάποιοι άλλοι, αποδεικνύεται πολύ απελευθερωτικό για τους ίδιους και πολύ εποικοδομητικό για τη θεραπεία. Για παράδειγμα, ζευγάρια που μπορεί να κάνουν ομηρικούς καβγάδες στο σπίτι τους, να σπάνε πιάτα ο ένας στο κεφάλι του άλλου και να βρίζονται με τον χειρότερο τρόπο, όταν βάζουν τα καλά τους και έρχονται στο γραφείο μου για να μιλήσουν για τη σχέση τους, ξαφνικά ντρέπονται να ανοιχτούν. Αν, όμως, η Μαρία γίνει Μάρθα και ο Γιώργος Τζορτζ, θα βγάλουν τα άπλυτά τους στη φόρα χωρίς καν να καταλάβουν ότι εκτίθενται στο τρίτο μάτι του ειδικού» .
Αντίστοιχη μέθοδο ακολουθεί και ο ψυχολόγος Στέφανος Παναγίδης, αν και εκτός από το έργο του Αλμπι έχει μια ιδιαίτερη αδυναμία και σε έργα του Σαίξπηρ, όπως «Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι» – και εκεί οι σκηνές του καβγά είναι ικανές να σηκώσουν στο πόδι ολόκληρη την πολυκατοικία. Ο ίδιος θυμάται μια ιστορία προσομοίωσης καβγά που τον συγκλόνισε, αν και η ιδιότητά του απαιτεί αποστασιοποίηση: «Κάποτε είχα ζητήσει από ένα νεαρό ζευγάρι να σκεφτεί και να δράσει όπως θα έκαναν ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα σε περίπτωση που δεν είχαν επιλέξει να πεθάνουν, αλλά να συζήσουν. Οταν ο καβγάς έφτασε σε οριακό σημείο, ο άνδρας άρπαξε τη γυναίκα από το χέρι, την πήγε στο μπάνιο του ιατρείου μου και κλειδώθηκαν μαζί μέσα. Βγήκαν έπειτα από ένα τέταρτο και η γυναίκα είπε κλαίγοντας πως εκείνο που της άρεσε είναι ότι ενώ κάθε άλλος στη θέση του θα την κλείδωνε απέξω, εκείνος την κλείδωσε μέσα και έμεινε μαζί της. Ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα πέθαναν από έρωτα και δεν μάθαμε ποτέ τι θα γινόταν αν θα παντρεύονταν. Ισως να κατέληγαν σαν τον Τζορτζ και τη Μάρθα».
Το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;» φιλοξενείται από την περασμένη Παρασκευή, 22 Φεβρουαρίου, και στην αθηναϊκή σκηνή Πόλη Θέατρο, σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη, με τους Χρύσα Παπά και Παναγιώτη Εξαρχέα στους ρόλους του νεαρού ζευγαριού Χάνι και Νικ και τους Μίρκα Παπακωνσταντίνου και Δάνη Κατρανίδη να ενσαρκώνουν μια Μάρθα και έναν Τζορτζ πανέτοιμους να κατασπαράξουν τις σάρκες τους. Για την πρωταγωνίστρια του έργου, «ο έρωτας είναι αρένα. Είμαστε μονομάχοι. Κρατάμε δόρυ, δεν κρατάμε ασπίδες, χύνεται αίμα. Η τραγωδία των ανθρώπινων σχέσεων είναι η πιο μεγάλη απ’ όλες. Τι ψωμί θα ’βγαζε ένας ψυχολόγος από αυτούς τους δύο; Σίγουρα θα έτριβε τα χέρια του. Ομως δεν πιστεύω ότι ο Τζορτζ και η Μάρθα έχουν ανάγκη από ψυχολόγο. Κυρίως έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον. Στην πραγματικότητα τους τρέφει το τέλμα, θέλουν να ζουν μέσα σ’ αυτό».
Οσο για τον Δάνη Κατρανίδη, ο οποίος υπογράφει και τη μετάφραση του έργου: «Δεν έχουν καταφύγει σε ψυχολόγο γιατί θέλουν να λύσουν το πρόβλημα μόνοι τους, ακόμη και αν αυτό σημαίνει ότι θα είναι μια μάχη μέχρι τελικής πτώσεως. Οι άνθρωποι, από τότε που κρατούσαν ρόπαλα, έφτιαχναν τις προκάτ φωλίτσες τους και μετά χάζευαν τη φωλιά τού απέναντι και αναρωτιόνταν μήπως εκείνη είναι καλύτερη. Αυτό το ζευγάρι, που λειτουργεί σαν τρομακτικός καθρέφτης για τους περισσότερους από εμάς, σου δείχνει ότι μόνο αν τρακάρεις καταλαβαίνεις πραγματικά τον κίνδυνο. Θέλει να τα αλλάξει όλα, έχει βαλθεί να φέρει τα πάνω κάτω μέσα σε μια νύχτα. “Ο,τι έγινε έγινε. Ματωμένα ξεχασμένα” λέει ο Τζορτζ στη Μάρθα. Αυτό μαρτυρά έναν άνθρωπο που έχει επίγνωση των πληγών του. Αλλά όσο κι αν πονάει, δεν θέλει να φύγει». l
* «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»: Πόλη Θέατρο (Φωκαίας 4 & Αριστοτέλους 87, πλ. Βικτωρίας, www.politheatro.gr), Τετάρτη-Κυριακή.
«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»
* Πρωτοανέβηκε στις 13.10.1962 στο Billy Rose Theatre, στο Μπρόντγουεϊ.
* Το όνομα του έργου είναι μια παράφραση του «Who’ s Αfraid of the Βig Βad Wolf?», τραγουδιού που ακούγεται στην ταινία «Τα τρία γουρουνάκια» (1933) της Ντίσνεϊ. Αντικαθιστώντας το «wolf» (λύκος) με το όνομα της διάσημης βρετανής συγγραφέως, ο Αλμπι κάνει ένα εσωτερικό ακαδημαϊκό αστείο σχετικά με τους φόβους που μας καταδιώκουν από την παιδική ηλικία ως την ενηλικίωση.
* To 1963 κέρδισε, μεταξύ άλλων, το βραβείο Tόνι και το βραβείο της Ενωσης Κριτικών Θεάτρου Νέας Υόρκης, αμφότερα στην κατηγορία καλύτερου έργου.
X Ενώ είχε επιλεγεί και για το βραβείο Πούλιτζερ στην κατηγορία θεατρικού έργου, επίσης το 1963, η Εισηγητική Επιτροπή των βραβείων (η αφρόκρεμα του νεοϋορκέζικου Πανεπιστημίου Κολούμπια) το απέρριψε, λόγω της προωθημένης θεματολογίας και των τολμηρών σεξουαλικών αναφορών.
* Το 1966 μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με το ζεύγος Ελίζαμπεθ Τέιλορ – Ρίτσαρντ Μπάρτον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ηταν η πρώτη ταινία που φιλοξενούσε εκφράσεις όπως «screw» (πήδημα) και «hump the hostess» (κουτούπωσε την οικοδέσποινα). Η πρώτη έπεσε θύμα λογοκρισίας προ της πρεμιέρας, η δεύτερη διασώθηκε.
* H ταινία προτάθηκε για συνολικά 13 Οσκαρ και τελικά απέσπασε πέντε, μεταξύ των οποίων τα α΄ και β΄ γυναικείου ρόλου, για τις Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Σάντι Ντένις αντίστοιχα.
Παραστάσεις στην Ελλάδα
1965: Θέατρο Τέχνης, σκην. Κάρολος Κουν, με τους Γιώργο Λαζάνη-Νέλλη Αγγελίδου.
1982-83: Θέατρο Αθήναιον, σκην. Ζυλ Ντασέν, με τους Τζένη Καρέζη-Κώστα Καζάκο.
1997: Θέατρο Τέχνης, σκην. Μίμης
Κουγιουμτζής, με τους Ρένη Πιττακή-Μίμη Κουγιουμτζή.
2003: Θέατρο Λαμπέτη, σκην. Γρηγόρης
Βαλτινός, με τους Πέμη Ζούνη-Γρ. Βαλτινό.