Είναι γνωστό ότι η ΕΕ και πολλοί ξένοι ηγέτες, μεταξύ των οποίων σοσιαλιστές και σοσιαλδημοκράτες, έχουν σαφή προτίμηση στον σχηματισμό μιας κυβέρνησης «Μόντι 2» μετά τις εκλογές. Το ποσοστό του Μόντι όμως απέχει πάρα πολύ από την εκλογική νίκη.
Συνεπώς, οι διεθνείς ελπίδες πλέον στρέφονται στην μη επίτευξη πλειοψηφίας από την ιταλική κεντροαριστερά προκειμένου αυτή να σχηματίσει κυβέρνηση με τον Μόντι. Γιατί όμως οι προοδευτικές δυνάμεις και οι ευρωπαίοι σοσιαλιστές υποστηρίζουν ένα νεοφιλελεύθερο τεχνοκράτη που (πιθανώς) χαμογελά προς το ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα; Δεν ήταν οι συντηρητικοί οι κυριότεροι υποστηριχτές των πολιτικών λιτότητας;
Ο Μόντι υποστηρίζει ότι είναι ο μοναδικός πολιτικός «με το μέρος της Ιταλίας». Υστερα από τα νεοφιλελεύθερα μέτρα για το δημόσιο χρέος, την ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, μερικές ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου τομέα και άλλες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, σήμερα αφήνει να εννοηθεί ότι θα καταργήσει τόσο τις δεξιές όσο και τις αριστερές «συντηρητικές» νοοτροπίες που μπλοκάρουν την ανάπτυξη της Ιταλίας. Εμφανίζεται σαν «πιονιέρος» που τα βάζει με το παρωχημένο δικομματικό σύστημα της Ιταλίας. Είναι αυτή η μεταϊδεολογική φάση μια πραγματικότητα ή απλώς αποτελεί μέρος του εκλογικού παιχνιδιού;
Η πολιτική περιπέτεια του Μόντι άρχισε με μια εκλογική ομάδα βασισμένη στην αποκαλούμενη «κοινωνία των πολιτών» (της οποίας ηγούνταν εν μέρει ορισμένοι μεγαλοεπιχειρηματίες) και με υποψήφιους από τους κύκλους των Καθολικών, των φιλανθρωπικών οργανώσεων, των στελεχών επιχειρήσεων, της βιομηχανίας και πανεπιστημιακούς. Ο Μόντι όμως συμμάχησε επίσης με δυο κεντροδεξιά κόμματα και διάφορους δεξιόστροφους πολιτικούς (μαζί με μερικούς πρώην κεντροαριστερούς). Συνεπώς το κόμμα του δεν μπορεί να θεωρηθεί πέρα από τη δεξιά και την αριστερά, ούτε εντελώς καινούργιο. Στο παρελθόν, μερικές από αυτές τις δυνάμεις, αν όχι όλες, είχαν υποστηρίξει τις πολιτικές και τις αυθαιρεσίες του Μπερλουσκόνι. Συνέβαλαν στην ηθική κατάπτωση της χώρας και στην κωμική διεθνή εικόνα της. Αν τα πολιτικά στελέχη του Μόντι είναι τόσο ανάμεικτα, τι συμβαίνει με την ατζέντα του; Θα εκσυγχρονίσει την Ιταλία;
Εμπεριέχει βεβαίως μερικές ενδιαφέρουσες και ευπρόσδεκτες καινοτομίες αλλά ίσως δεν είναι αρκετές. Είκοσι χρόνια μπερλουσκονισμού μετέτρεψαν τη χώρα σε μια ιδιόμορφη δημοκρατική οντότητα. Για πολλά χρόνια παραβλέπονταν πολύ εύκολα η διαφθορά, ο θρίαμβος του προσωπικού συμφέροντος, η έλλειψη ελευθερίας στα μέσα ενημέρωσης, οι προκλήσεις εναντίον της δημόσιας ηθικής και οι προσπάθειες να δημιουργηθεί μια κοινωνία βασισμένη στην ανισότητα και με ορισμένους ανθρώπους υπεράνω νόμων.
Ακούσαμε τον Μόντι να υποστηρίζει τον ρόλο και την σημασία της παραδοσιακής οικογένειας αλλά τι άλλο από άποψη δικαιωμάτων και ηθικής; Δεν υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων για μερικούς από τους επιχειρηματίες που τον στηρίζουν; Εκτός από μια γενική, αλλά πολύ δημοφιλή έκκληση για μεταρρυθμίσεις, το πρόγραμμά του λέει ελάχιστα για την διαρροή επιστημόνων εκτός Ιταλίας, την μετανάστευση, τις γεωγραφικές ανισότητες, τη διαφθορά και τη μαφία. Η τελευταία, για παράδειγμα, είναι ένα από τα κρίσιμα χαρακτηριστικά της ιταλικής κοινωνίας και δημοκρατίας.
Το εγχείρημα Μόντι ίσως οικοδομήσει μια πιο σοβαρή και φιλοευρωπαϊκή φιλελεύθερη κεντροδεξιά στην Ιταλία. Oμως από ευρωπαϊκή άποψη, ο Μόντι ανήκει τόσο στη σύγχρονη παράδοση της προσωποποίησης της κομματικής πολιτικής όσο και στο σύγχρονο ευρωπαϊκό τοπίο το οποίο, εντελώς λανθασμένα, θεωρεί κάθε αντίδραση ως ένα είδος αντιευρωπαϊκής στάσης.
Η αλήθεια είναι ότι μερικές πολιτικές ελίτ κινούνται προκειμένου να στρώσουν τον δρόμο για μια νέα ευρωπαϊκή αναγέννηση και πιστεύουν ότι ορισμένες υποτίθεται απολιτικές και μεταϊδεολογικές απόψεις, ενίοτε υπό την ηγεσία τεχνοκρατών, μπορούν να προσφέρουν ρεαλιστικές λύσεις αυτή την εποχή λιτότητας.
*Ο κ. Andrea Mammone είναι καθηγητής σύγχρονης ιστορίας της Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου