Περί φορολόγησης ακινήτων

Ένα από τα βασικά θέματα του δημόσιου διαλόγου που τα τελευταία χρόνια κινείται διαρκώς μεταξύ θεωρητικής προσέγγισης και πρακτικών λύσεων είναι κι αυτό της φορολογίας των ακινήτων. Συνολικά ο χώρος της ακίνητης περιουσίας αντιμετωπίζεται απλά ως «ασφαλής» και σταθερή πηγή εσόδων παραβλέποντας παράγοντες και ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας που διαφοροποιούν την εικόνα σε σχέση με την Δυτική πραγματικότητα. Η έλλειψη τακτικών εργασιακών μετακινήσεων και η οικιστική ανασφάλεια των προηγούμενων γενεών μετέτρεψαν το ακίνητο από επενδυτικό πεδίο, όπως κυρίως συμβαίνει στις ανεπτυγμένες χώρες, σε αναντίρρητη οικογενειακή προτεραιότητα.

Ενώ λοιπόν αποτελεί γεγονός ότι οι σχετικοί φόροι στην Ελλάδα παραμένουν κάτω του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, η μεγάλη διαφορά είναι ότι εδώ επιβάλλονται επί περιουσίας που δεν γεννά εισόδημα σε πολλαπλάσιο ποσοστό από αυτό άλλων κρατών. Στα πλαίσια της δημοσιονομικής προσαρμογής θα μπορούσε κανείς να αποδεχτεί τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με υπολογισμό φόρου επί της συνολικής περιουσίας αλλά κι επί πραγματικών εμπορικών αξιών (δημιουργώντας επιτέλους μια αξιόπιστη επιτροπή ετήσιου επαναπροσδιορισμού, ώστε να «σπάσει» κι ο φαύλος κύκλος της νόμιμης φοροδιαφυγής που έφερνε η παγκόσμια πρωτοτυπία των δήθεν αντικειμενικών αξιών).

Φαντάζει επίσης περισσότερο κοινωνικά δίκαιο να ελαφρυνθούν οι μικρομεσαίες περιουσίες (σε ποσοστό από 50% έως και με πλήρη απαλλαγή) από το οριζόντιο ειδικό τέλος ακινήτων και να επωμισθούν επιτέλους μέρος αυτού του βάρους και οι μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Είναι όμως και περίσσεια υποκρισίας κάποιοι να προτείνουν για πρώτη φορά, τώρα, την απαλλαγή των υποθηκευμένων ακινήτων, όταν δεν γνωρίζουν αν αφήνουν εισόδημα ή αν το δάνειο στην πραγματικότητα πάρθηκε για να καλύψει την αντικειμενική που συνήθως ήταν στα μισά της εμπορικής.

Σε θεωρητικό επίπεδο η φορολογία ακινήτων στη χώρα μας θα έπρεπε να είναι προσαρμοσμένη στις κοινωνικές ιδιαιτερότητες και τις αναπτυξιακές προθέσεις. Ιδιαίτερα ο χώρος της παραθεριστικής κατοικίας όφειλε να προσεγγίζεται ως φορέας επενδύσεων και προσέλκυσης τουριστών με θετική επίδραση στην εγχώρια κατανάλωση, παρά ως απλή φορολογική πηγή. Άρα ο στόχος θα έπρεπε να είναι η διεύρυνση των κινήτρων και των ρυθμίσεων (όπως αυτά που εισήγαγε το υπ. Ανάπτυξης για το θέμα της βίζας), ώστε σε συνδυασμό με την δεδομένη επιπρόσθετη αξία του, το «προϊόν» μας να είναι ανταγωνιστικό σε σχέση με αυτό των γειτόνων μας.

Οι πάντες αναγνωρίζουν πλέον ότι η αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια ατέρμονη δίνη περικοπών και φορολόγησης επί μιας συνεχώς μειούμενης «πίτας». Αυτό που απαιτείται φυσικά δεν είναι η επανάκαμψη της αριστερής κρατικολαγνείας, αλλά η προώθηση πολιτικών απελευθέρωσης των παραγωγικών δυνάμεων και προσέλκυσης επενδύσεων. Ειδικά σε έναν τομέα που οι νομοθετικές, πολεοδομικές και σε επίπεδο υποδομών παρεμβάσεις του κράτους μπορούν να αλλάξουν άρδην το σκηνικό.

Ακόμα λοιπόν κι αν στα πλαίσια των μνημονιακών επιταγών και της έως πριν λίγο διεθνούς αναξιοπιστίας μας, αδυνατούμε να περάσουμε άμεσα, και στο θέμα των ακινήτων, σε πιο ισορροπημένες λύσεις (διεύρυνση της φορολογικής βάσης αλλά και αναπτυξιακά κίνητρα) που μπορούν να έχουν ισοδύναμη δημοσιονομική απόδοση, ίσως όχι τόσο άμεση αλλά σίγουρα μέσα στην επόμενη διετία (άλλωστε οι τελικοί στόχοι του προγράμματος καταλήγουν στο 2016), η σταδιακή βελτίωση του σημείου ισορροπίας με ελαφρύνσεις (αύξηση αφορολογήτου) και έσοδα από την στοχευμένη επαναδραστηριοποίηση τομέων της οικοδομικής δραστηριότητας, θα πρέπει να είναι πρώτιστο μέλημα όσο επανέρχεται η υγεία στα δημόσια οικονομικά.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.