ΤΟ ΒΗΜΑ –PROJECT SYNDICATE
Οι οικονομικές κρίσεις τείνουν να ξεσπούν απότομα και να τελειώνουν αιφνιδίως. Πριν από τρία χρόνια, η κρίση του ευρώ ξεκίνησε όταν η Ελλάδα έγινε λόγος ανησυχίας. Από το τέλος του 2012 επικρατεί ένα είδος εκεχειρίας. Αυτό σημαίνει ότι η κρίση ξεπεράστηκε;
Με τα συνήθη δεδομένα των οικονομικών κρίσεων, τρία χρόνια είναι πολύς καιρός. Ένα χρόνο μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008, η εμπιστοσύνη στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε ανακτηθεί και η ανάκαμψη είχε αρχίσει.
Πολλές μάχες δόθηκαν την τελευταία τριετία _ για την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία, για να αναφέρουμε μερικές. Οι οικονομικοί πολεμιστές της ΕΕ είναι εξαντλημένοι. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια (hedge funds) έβγαλαν αρχικά χρήματα στοιχηματίζοντας ότι η κρίση θα επιδεινωνόταν αλλά έχασαν χρήματα ποντάροντας στη διάσπαση της ευρωζώνης. Οι ιθύνοντες έχασαν αρχικά την αξιοπιστία τους επειδή ακολουθούσαν τις εξελίξεις και στη συνέχεια ανέκτησαν μέρος αυτής επειδή αγκάλιασαν τολμηρές πρωτοβουλίες. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι τα κεφάλαια έχουν αρχίσει να επιστρέφουν στη νότια Ευρώπη.
Δυστυχώς όμως οι ανησυχίες για το μέλλον παραμένουν για τρεις λόγους. Κατ’ αρχάς, η πολιτική υπολείπεται της οικονομίας η οποία με την σειρά της υπολείπεται των εξελίξεων στην αγορά.
Η οικονομική και κοινωνική κατάσταση στη νότια Ευρώπη αναμένεται να παραμείνει ζοφερή για αρκετά χρόνια. Όπως έχουν τα πράγματα, όλες οι χώρες της νότιας Ευρώπης αντιμετωπίζουν την προοπτική μιας πραγματικά χαμένης δεκαετίας: σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα είναι χαμηλότερο το 2017 απ’ όσο το 2007.
Πολιτική αναταραχή σε οποιαδήποτε από τις χώρες αυτές θα αναζωπυρώσει εκ νέου τις αμφιβολίες για το μέλλον της ευρωζώνης. Επιπλέον, η ανταγωνιστικότητα της Γαλλίας και το χάσμα ανάμεσα στις γαλλικές και τις γερμανικές επιδόσεις αποτελεί αιτία αυξανόμενης ανησυχίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι η περιορισμένη ομοφωνία στην Ευρώπη για το τι ακριβώς χρειάζεται για να ξαναγίνει ανθεκτική και ανθηρή η οικονομική ένωση. Η τραπεζική ένωση αποτελεί θετική εξέλιξη αλλά δεν υπάρχει συμφωνία για επιπλέον μεταρρυθμίσεις, όπως η δημιουργία κοινού φορολογικού συστήματος ή κοινού υπουργείου Οικονομικών.
Πιο συγκεκριμένα, η βόρεια Ευρώπη συνεχίζει να ερμηνεύει την κρίση ως επακόλουθο κυρίως της αποτυχίας να εφαρμοστούν οι υπάρχοντες κανόνες, ιδίως τα κριτήρια δημοσιονομικής σταθερότητας της ΕΕ. Η νότια Ευρώπη βλέπει την κρίση ως αποτέλεσμα συστημικών αδυναμιών. Επίσης, η βόρεια Ευρώπη θεωρεί την λιτότητα ως την μητέρα όλων των μεταρρυθμίσεων ενώ η νότια Ευρώπη φοβάται ότι οι κυβερνήσεις δεν διαθέτουν αρκετό πολιτικό κεφάλαιο για να κάνουν τα πάντα συγχρόνως.
Ο τρίτος λόγος ανησυχίας είναι ότι η τελευταία τριετία αποκάλυψε ένα σαφές πρότυπο στη διαχείριση της κρίσης: σχεδόν καμία απόφαση δεν απορρέει από γαλήνια διαβούλευση· οι περισσότερες λήφθηκαν υπό την πίεση των οικονομικών αγορών σε μια προσπάθεια να αποφευχθούν τα χειρότερα. Κάθε φορά που η πίεση υποχωρεί, τα σχέδια για μεταρρύθμιση αναβάλλονται. Με άλλα λόγια, η Ευρώπη επιδεικνύει έντονο ένστικτο επιβίωσης αλλά όχι αρκετά έντονη αίσθηση ενός κοινού στόχου.
Τίποτε απ’ αυτά δεν σημαίνει ότι το ευρώ θα καταρρεύσει. Η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι η διάσπαση της νομισματικής ένωσης θα ισοδυναμούσε με συλλογική οικονομική αυτοκτονία παρέχει ισχυρό κίνητρο για να ξεπεραστούν τα εμπόδια. Αλλωστε τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί μέχρι στιγμής μπορεί κάλλιστα να αποδειχθούν αρκετά για να περιοριστούν οι κίνδυνοι στο άμεσο μέλλον. Συνεπώς, στην πράξη, η διαφορά ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και σε εκείνες που εφαρμόστηκαν είναι λιγότερο σημαντική απ’ όσο φαίνεται.
Ωστόσο, αποφεύγοντας την συζήτηση για το ποιες μεταρρυθμίσεις θα έκαναν την συμμετοχή στην ευρωζώνη λιγότερο επικίνδυνη και πιο ωφέλιμη για όλους, οι ευρωπαίοι ηγέτες χάνουν την ευκαιρία να στείλουν το μήνυμα ότι το ευρώ αποτελεί σκαλοπάτι προς μια ευημερούσα, ανθεκτική και συνεκτική ένωση. Χάνουν επίσης την ευκαιρία να στείλουν το μήνυμα ότι η σκληρή οικονομική αναπροσαρμογή που συνεχίζει να κυριαρχεί στην ατζέντα σε μεγάλο μέρος της ηπείρου δεν αποτελεί στόχο από μόνη της.
*Ο κ. Jean Pisany-Ferry είναι διευθυντής της δεξαμενής σκέψης Bruegel στις Βρυξέλλες και καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Παρί-Ντοφίν.