Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, στα μέσα της εβδομάδας, περιέγραφε χαμηλόφωνα στο «Βήμα» ένα εφιαλτικό σενάριο. «Γίνονται αύριο-μεθαύριο εκλογές και έρχεται πρώτος ο ΣΥΡΙΖΑ. Σχηματίζει την οποιαδήποτε κυβέρνηση. Το κόμμα δοκιμάζεται και αποτυγχάνει, πράγμα διόλου απίθανο. Ποιο κόμμα νομίζετε ότι έρχεται μετά;» ρώτησε ο επί 14 συναπτά έτη διευθυντής της «Νέας Εστίας» και πρόεδρος του Βιβλικού Ιδρύματος «Αρτος Ζωής». Εννοούσε τη Χρυσή Αυγή. Είχε δε την αταραξία του ανθρώπου που προέβλεψε κάτι δυσοίωνο και επιβεβαιώθηκε. «Ποιος λόγος επέβαλε τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση συνεργασίας, όταν υπήρχε άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των δύο πρώτων κομμάτων;».

«Μπορεί να φανταστεί κανείς πιο άδοξο τέλος της Μεταπολίτευσης από αυτή τη συγκυβέρνηση σοσιαλιστών και ακροδεξιών;» έγραφε ο Σταύρος Ζουμπουλάκης το 2011 στην «Ανίερη συγκυβέρνηση» με το σκεπτικό ότι το πολιτικό σύστημα «νομιμοποίησε» τότε την ιδεολογία της Ακροδεξιάς και τον αντισημιτισμό. Το βιβλίο του «Χρυσή Αυγή και Εκκλησία» που μόλις κυκλοφόρησε (επίσης από τις εκδόσεις Πόλις) συμπίπτει με μια παγίωση της κοινοβουλευτικής πλέον Χρυσής Αυγής στην τρίτη θέση των προτιμήσεων (δημοσκοπικών τουλάχιστον) των πολιτών. «Δεν πολυμιλάει, δεν προβαίνει σε εξαλλοσύνες στην παρούσα φάση, βλέπει –αν την ερμηνεύω σωστά –ότι το ρεύμα είναι με το μέρος της και κρατά χαμηλότερους τόνους. Αν όμως δεν σταθεροποιηθεί η κατάσταση, αν δεν απαλυνθεί κάπως η κρίση, αν εξακολουθήσει να βαθαίνει και οδηγηθούμε σε μια συνολική φτωχοποίηση της κοινωνίας με αποτέλεσμα να γίνει η Ελλάδα ένας «κινέζικος» νότος της Ευρώπης, αυτή η άνοδος θα συνεχιστεί» εξήγησε.

Το βιβλίο αποτελείται από κείμενα πολεμικής, στρέφεται εναντίον μιας νεοναζιστικής, παγανιστικής, αντισημιτικής, αντιισλαμικής και σε τελική ανάλυση αντιχριστιανικής –λόγω και έργω –οργάνωσης. Οι ιστορικές αναδρομές στα φαινόμενα του φασισμού και του ναζισμού, ως προς τις σχέσεις που ανέπτυξαν τότε με τις Εκκλησίες σε Ιταλία και Γερμανία αντιστοίχως, είναι ενδεικτικές. «Μολονότι το μοντέλο δεν είναι ενιαίο, ακολουθείται κατά βάση η ίδια τακτική: όταν είναι μικρές ριζοσπαστικές οργανώσεις είναι ακραία αντιχριστιανικές, όταν όμως διαφαίνεται η προοπτική της εξουσίας και πρέπει να προσεταιριστούν τις μεγάλες μάζες γίνονται οιονεί φιλοεκκλησιαστικές. Ο Μουσολίνι έλεγε «μην τα βάζετε με την Εκκλησία γιατί θα χάσουμε»» είπε, υπογραμμίζοντας ότι στη χώρα μας δεν υπήρξε ποτέ μαζικό φασιστικό κίνημα ούτε στον Μεσοπόλεμο.
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης πιστεύει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος πρέπει να προβεί σε μια διακηρυκτικού τύπου καταδίκη της Χρυσής Αυγής. Γιατί δεν το κάνει; «Η Ιεραρχία δυσκολεύεται γιατί έχει στους κόλπους της ανθρώπους που, κατά το μάλλον ή ήττον, είναι υπέρ της Χρυσής Αυγής ή είναι απλώς συμπαθούντες. Επιπλέον νιώθει ότι αυτός ο κόσμος που στρέφεται προς τη Χρυσή Αυγή είναι δικός της και δεν επιθυμεί να συγκρουστεί μαζί του. Δεν το κάνει όμως γιατί αυτό προϋποθέτει πρωτίστως μια αυτοκριτική τομή, να επανατοποθετήσει δηλαδή τον ρόλο της απέναντι στην πολιτική και την κοινωνία. Η Εκκλησία της Ελλάδος, πάσχουσα από μια ιστορικοπολιτιστική υστέρηση, δεν έκανε ποτέ μια αυτοκριτική για τη στάση της απέναντι στη δικτατορία. Συνεργάστηκε ασμένως ως συστατικό στοιχείο μαζί της και ύστερα ο Σεραφείμ, τον οποίο όρισε ο Ιωαννίδης, εμφανίστηκε στη Μεταπολίτευση σχεδόν ως «αντιστασιακός» επειδή ανέτρεψε τον προκάτοχό του Ιερώνυμο».
Το σημείο καμπής για τον Ζουμπουλάκη ήταν τα τελευταία τρία χρόνια της Κατοχής και εν συνεχεία ο Εμφύλιος, όταν πολλοί δεσποτάδες φοβούνταν τις διώξεις των άθεων κομμουνιστών. «Μέχρι τότε να το δεχτώ. Μετά όμως που στήθηκε το αυταρχικό μετεμφυλιακό κράτος, των εκτελέσεων και των ξερονησιών, η Εκκλησία δεν είχε την τόλμη να πει «εγώ αυτά δεν τα εγκρίνω». Οπως η ελληνική Δεξιά δεν έδειξε τη γενναιοδωρία του νικητή, έτσι και η Εκκλησία δεν εξέφρασε την ευαγγελική της μαρτυρία μέσα στην κοινωνία» συνέχισε.
Πεποίθησή του είναι ότι πρέπει να δημιουργηθεί όσο είναι καιρός μια ευρεία δημοκρατική συμπαράταξη κατά της Χρυσής Αυγής, στην οποία θα πρωτοστατήσει όμως ο συντηρητικός κόσμος. «Βλέπουμε μια μάχη ανάμεσα στους αριστεριστές ή τους αναρχοαυτόνομους και τους χρυσαυγίτες. Αυτό περιορίζει πολύ την προοπτική νίκης ενός δημοκρατικού μετώπου και πολύ φοβούμαι ότι ενισχύει τη Χρυσή Αυγή. Δεν είναι τυχαίο ότι η Βίλα Αμαλία στην παρούσα συγκυρία την ενίσχυσε. Πρέπει λοιπόν ο συντηρητικός κόσμος να πει ότι αυτή η οργάνωση είναι κάτι «άλλο», η Εκκλησία να την καταδικάσει και η Ακαδημία Αθηνών –που εκ του καταστατικού της είναι ο θεματοφύλακας του ελληνικού πολιτισμού –να πει ότι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση μαζί του αλλά ενσαρκώνουν τη βαρβαρότητα. Θα πετυχαίναμε μια ανάσχεση, όχι εντυπωσιακή αλλά σημαντική, τώρα που ακόμη και η Νέα Δημοκρατία τηρεί μια στάση σιωπής».
Χαμένες μάχες
«Να πάμε σε συντεταγμένο και μελετημένο διαχωρισμό»
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης θεωρεί ότι για τις ποινικές πράξεις πρέπει να επεμβαίνει εισαγγελέας αλλά κατά τη γνώμη του είναι αφελές και επίφοβο να τεθεί εκτός νόμου η Χρυσή Αυγή –«ας προσέχαμε» είπε χαρακτηριστικά. Η συζήτηση έφθασε στη βλασφημία με αφορμή το ανάθεμα εκκλησιαστικών και ακροδεξιών παραγόντων στην παράσταση «Corpus Christi» στο θέατρο Χυτήριο. «Η Εκκλησία δεν καταλαβαίνει ότι δεν έχει κανένα νόημα να καλεί το Κράτος και την Αστυνομία να προστατεύσουν την αρετή των πιστών της ακόμη και από ένα κακό καλλιτεχνικό έργο. Η Εκκλησία δίνει συνεχώς χαμένες μάχες. Αποποινικοποίηση της μοιχείας, πολιτικός γάμος ή κηδεία, καύση νεκρών, τις έχασε όλες και θα τις χάνει όσο δεν αντιλαμβάνεται ότι στον πολιτικό και νομικό πολιτισμό της Ευρώπης όπου ανήκουμε αυτά δεν γίνονται». Επιπλέον προτείνει να βρούμε «ένα δικό μας μοντέλο για έναν συντεταγμένο και μελετημένο διαχωρισμό» ανάμεσα στο Κράτος και στην Εκκλησία. Η τελευταία θα βγει κερδισμένη, καθώς «μπορεί να μειωθούν τα έσοδά της αλλά θα ζήσει πιο αυθεντικά τη δική της διδασκαλία».
Πώς είδε ο ίδιος το πρόσφατο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά»; «Η θετική πλευρά είναι ότι αποδαιμονοποιούνται τα πράγματα, κάθονται αριστεροί και δεσποτάδες και συζητούν. Θεωρώ όμως ότι εδώ υπάρχει το στοιχείο της εκκλησιαστικής κουτοπονηριάς που λέει «να τα έχουμε καλά με τον ΣΥΡΙΖΑ για να διασφαλίσουμε σε περίπτωση που ανέλθει στην εξουσία αυτά που θέλουμε, τη μισθοδοσία του κλήρου κυρίως»».
Είναι ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ, στον οποίο επανέρχεται ο Ζουμπουλάκης στο βιβλίο, ο τύπος του ελληνορθόδοξου φονταμενταλιστή; «Απολύτως! Ο τύπος που περιγράφετε είναι ένας μανιχαϊστής, θεωρεί συλλήβδην τη Δύση «αιρετική» και την Ανατολή την ορθοτομή της αληθείας. Πάνω σε αυτή τη διάκριση σωρεύονται τόσα πράγματα: ο συνωμοσιολογικός αντισημιτισμός, η άρνηση κάθε ανανέωσης και αλλαγής, η ακαμψία επί της σεξουαλικής ηθικής, η ομοφοβία». Τέλος, η Εκκλησία πρέπει «να ζήσει επιτέλους στην εποχή της και να καταλάβει ότι ο εθνικοπατριωτικός ρόλος της έληξε». Η πολιτικοποίηση της πίστης ζημίωσε τη χώρα «αλλά κυρίως την ίδια».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ