Η πατρότητα ως εφιάλτης

Πόσο σιχαμένο πλάσμα είναι η γυναίκα!

Πόσο σιχαμένο πλάσμα είναι η γυναίκα! Να βλέπει στα πόδια της έναν άνδρα να σέρνεται ανυπεράσπιστος, ημίτρελος, παραδομένος στα μαρτύρια της Κολάσεως, τσακισμένος από αγωνία, έχοντας χάσει κάθε πίστη στον εαυτό του, τα χέρια του σε σχήμα ικεσίας, να παρακαλάει για ένα βλέμμα καθησυχαστικό, μια φράση συμφιλίωσης, οτιδήποτε, οσοδήποτε μικρό θα τον ανακουφίσει έστω πρόσκαιρα από το βαρύ φορτίο αμφιβολιών που κουβαλάει σαν Ατλας στις πλάτες του· και αυτή ψυχρή, σαν Μέδουσα, ασυγκίνητη, με το πικρό χαμόγελο του νικητή χαραγμένο στο πρόσωπό της, όχι μόνο να μην υποκύπτει, αλλά να τον κλωτσά μακριά της, να του δίνει το τελειωτικό χτύπημα.
Μια μικρή υποψία αρκεί για να θέσει τον μηχανισμό σε κίνηση. Μια φράση που στάζει δηλητήριο στο απροετοίμαστο αφτί και ο Αντολφ δεν θα είναι ποτέ ξανά σίγουρος για τίποτε. «Κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιος είναι ο πατέρας ενός παιδιού»: με το πιο δόλιο χτύπημα θα τσακίσει η γυναίκα του Λάουρα τον Αντολφ, ο οποίος θα αποδειχθεί ανίκανος να την πολεμήσει σε αυτή τη μάχη του μυαλού, όπου τα μοναδικά όπλα δεν έχουν λαβές, δεν είναι φτιαγμένα από μέταλλο αλλά κόβουν την ψυχή βαθύτερα από το πιο κοφτερό μαχαίρι.
Αν δεν έχει την πατρότητα του παιδιού του –την «ελπίδα της αθανασίας», όπως την αποκαλεί -, τότε τι του απομένει; Η προδοσία μιας άσπλαχνης συζύγου, μια σπαταλημένη καριέρα, χρόνια προσπάθειας, υπομονής και θυσίας που τώρα αποδεικνύονται χωρίς αντίκρισμα. «Είμαι ένας άρρωστος άνθρωπος, το μόνο που ζητώ είναι οίκτος· παραδίδω τα σύμβολα της εξουσίας μου και προσεύχομαι για έλεος» θα πει στην ανένδοτη Λάουρα.
Παρ’ όλο το νατουραλιστικό περίβλημά του, «Ο πατέρας» εντυπωσιάζει με την ένταση του υπαρξιακού πυρετού που κρύβει στον πυρήνα του. Η σύγκρουση με τη γυναίκα δεν απειλεί μόνο την τιμή του προδομένου άνδρα: τον φέρνει αντιμέτωπο με τους μεγαλύτερους φόβους, με τον πανικό του κενού, της ματαιότητας, των ψευδαισθήσεων που συντήρησαν και έθρεψαν το ψέμα μιας ολόκληρης ζωής. «Τίποτα. Κανείς ποτέ δεν ξέρει τίποτα –μόνο πιστεύει, έτσι δεν είναι; Πιστεύει και σώζεται. Αλλά η πίστη ενός ανθρώπου μπορεί να τον καταστρέψει –αυτό ξέρω εγώ!» λέει ενώ ο εφιάλτης του έχει ήδη αρχίσει. Δεν διακυβεύεται εδώ μόνο η νομιμότητα του παιδιού του, αλλά η νομιμότητα της ίδιας της ταυτότητάς του. Ο τρόμος δεν αφορά μόνο τις αποκρουστικές λεπτομέρειες μιας συζυγικής ρήξης αλλά αναδύεται από περιοχές πολύ πιο ζοφερές, εκεί όπου η απουσία κάθε επικύρωσης της ύπαρξής μας προβάλλει το κεφάλι της περιπαικτικά.
Τίποτε από όλα αυτά δεν θα συναντήσετε στην παράσταση του Θεάτρου Τέχνης. Το κείμενο του Στρίντμπεργκ υπάρχει μονάχα ως φάντασμα του εαυτού του: υπάρχουν τα λόγια, μια στοιχειώδης σκιαγράφηση προθέσεων και χαρακτήρων, ένα πρόχειρο στήσιμο επί σκηνής, αλλά απουσιάζει καθετί σημαντικό, η σκηνοθετική άποψη, οι μεστές ερμηνείες, το πλέγμα που σφίγγει ασφυκτικά γύρω από τον καταδικασμένο ήρωα, η ατμόσφαιρα μιας αναδυόμενης παράνοιας, η μοναξιά του ανθρώπου σε ένα εχθρικό περιβάλλον που τον οδηγεί ολοένα βαθύτερα στον λαβύρινθο της απόγνωσης.
Η παράσταση μοιάζει να στήθηκε χωρίς σκηνοθετική καθοδήγηση, με τους ηθοποιούς να τα φέρνουν πέρα μόνοι τους, ο καθένας όπως μπορεί. Οι δευτερεύοντες ρόλοι αδυνατούν να στηρίξουν τους κεντρικούς (μοναδική εξαίρεση η Ερση Μαλικένζου), δεν συνδέονται μεταξύ τους και ο πρωταγωνιστής Γιάννης Φέρτης αρκείται σε μια εξωτερική απεικόνιση του πατέρα: γνωρίζει διαρκώς πού πατάει, δεν χάνεται ποτέ στα σκοτάδια, δεν αφήνεται ποτέ στα τέρατα που καραδοκούν, δεν πείθει στιγμή για την αγωνία που τον σπαράζει, το κέλυφος της αυτοκυριαρχίας μένει ανέπαφο.
Η Μαρίνα Ψάλτη στον ρόλο της συζύγου του αποδίδει μόνο στις πιο «κωμικές» στιγμές, ως σκύλα ή θεατρίνα, αποτυγχάνει παταγωδώς όμως στις σκηνές δραματικής έντασης, όπου καταφεύγει σε ψεύτικα, τυποποιημένα, εξεζητημένα ξεσπάσματα με σπασμωδικές κινήσεις και τη φωνή σε προκάτ κορύφωση.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.