Η ρατσιστική ακροδεξιά ζει και βασιλεύει στην ανατολική Γερμανία

Την ανησυχία του για την διαχρονική παρουσία ακροδεξιών στοιχείων στην Γερμανία και την αδράνεια των γερμανικών αρχών για την αντιμετώπιση του φαινομένου εκφράζει ο αρχισυντάκτης της Süddeutsche Zeitung, Χέριμπερτ Πράντλ, σε άρθρο του στην γερμανική εφημερίδα, με αφορμή την επέτειο για τα 20 χρόνια από τον τερματισμό της χειρότερης ρατσιστικής επίθεσης κατά μεταναστών που σημάδεψε την μεταπολεμική Γερμανία.

Την ανησυχία του για την διαχρονική παρουσία ακροδεξιών στοιχείων στην Γερμανία και την αδράνεια των γερμανικών αρχών για την αντιμετώπιση του φαινομένου εκφράζει ο αρχισυντάκτης της Süddeutsche Zeitung, Χέριμπερτ Πράντλ, σε άρθρο του στην γερμανική εφημερίδα, με αφορμή την επέτειο για τα 20 χρόνια από τον τερματισμό της χειρότερης ρατσιστικής επίθεσης κατά μεταναστών που σημάδεψε την μεταπολεμική Γερμανία.

Οι ρατσιστικές επιθέσεις στο Ροστόκ κατά Βιετναμέζων και Ρομά που ζητούσαν άσυλο διαδραματίστηκαν δύο χρόνια μετά την γερμανική επανένωση, από τις 22 έως τις 26 Αυγούστου του 1992, αρχικά από μια ομάδα πολιτών οι οποίοι επιτέθηκαν με πέτρες στην εστία προσφύγων στον οικισμό Λιχτενχάγκεν του Ρόστοκ. Οι νεοναζί δεν άργησαν να λάβουν μέρος εκτοξεύοντας ακόμη και βόμβες μολότωφ, ενώ η αστυνομία είχε αρχικά το ρόλο του θεατή.

Τα θλιβερά επεισόδια από θαύμα δεν προκάλεσαν θύματα αλλά έφεραν στο δημόσιο διάλογο το δικαίωμα χορήγησης ασύλου, το οποίο όπως γράφει και ο ίδιος ο Πράντλ φέρει ακόμα και σήμερα «την στάμπα αυτού του ντροπιαστικού επεισοδίου». Ακόμη, ο Πράντλ δείχνει να προβληματίζεται από το γεγονός ότι «οι καθημερινές ρατσιστικές επιθέσεις δεν σοκάρουν πια την γερμανική κοινή γνώμη» με αποτέλεσμα «να είναι ακόμη μόνοι τους» οι πολίτες που έρχονται αντιμέτωποι με τους νεοναζί.

Στη συνέχεια ο γερμανός δημοσιογράφος κάνει λόγο για την «εγκληματική αδιαφορία του Κράτους» που «δεν κατάφερε να αντιστρέψει το κλίμα» κατά το διάστημα των 20 χρόνων που πέρασαν από τότε που «άρχισαν οι επιχειρήσεις εκφοβισμού που εξηγούν γιατί ακόμη και σήμερα οι αλλοδαποί δεν είναι ευπρόσδεκτοι στην πρώην Ανατολική Γερμανία». Το γεγονός αποδεικνύεται, όπως γράφει, από το ότι «σήμερα, μόνο το 1% του πληθυσμού της πρώην Ανατολικής Γερμανίας δεν είναι λευκοί».

Ο ίδιος μάλιστα θεωρεί ότι «η μεγαλύτερη επιτυχία των νεοναζί στην Γερμανία δεν είναι ότι κατάφεραν να μπουν στα περιφερειακά κοινοβούλια, αλλά ότι έκαναν την πρώην ανατολική Γερμανία απαγορευμένη περιοχή για τους ξένους».
Την άποψή του φαίνεται ότι ενισχύει η «τυχαία» αποκάλυψη των ονομάτων των νεοναζί, μελών της τρομοκρατικής οργάνωσης «Εθνικοσοσιαλιστικό Υπόγειο Δίκτυο» (NSU), που αναζητούσε επί σχεδόν δώδεκα χρόνια η γερμανική αστυνομία για την δολοφονία δέκα ανθρώπων, αλλά και η «γκάφα» ανώτατου υπαλλήλου της Υπηρεσίας Προστασίας Συντάγματος να καταστρέψει υπηρεσιακά έγγραφα για το NSU με την αιτιολογία της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

«Είναι απίστευτο να βλέπει κανείς σήμερα με τι ταχύτητα οι υπεύθυνοι γύρισαν σελίδα», γράφει ο ίδιος για το περιστατικό ενώ κατηγορεί τον υπουργό Εσωτερικών ότι «προχώρησε σε κάποιες αλλαγές στο προσωπικό και τώρα έληξε το θέμα». «Οι δολοφονίες του NSU δεν άλλαξαν καθόλου την νοοτροπία των αρχών. Καμία οδηγία δεν δόθηκε για να τεθούν σε εφαρμογή τα μέσα για την αντιμετώπιση της βίας των ακροδεξιών» αλλά και «σήμερα δεν υπάρχει καμία ενέργεια ή θέληση για να καταπολεμηθεί η ακροδεξιά», προσθέτει χαρακτηριστικά.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.