Τζον Κράξτον – Λούσιαν Φρόιντ: Τα αγόρια του Πόρου

«Οταν νύχτωσε, έναστρος ουρανός. Εκείνη την ώρα ήρθαν ο John Craxton και ο L. Freud, δύο νέοι ζωγράφοι που τους ακούω από τότε που ήρθα και που τους γνώρισα μόνο χθες. Μένουν στον Πόρο εδώ και μήνες, τους προστατεύει η Lady Norton. Ο πρώτος Αγγλος, ο δεύτερος εγγονός του μεγάλου Freud. Γλεντούν στην Ελλάδα, όπου βρίσκουν πράγματα που τους λείπουν στον τόπο τους. Το φως κι ένα άλλο είδος ανθρώπινης επικοινωνίας, καθώς λένε. Διασκεδάζουν με τον Καραγκιόζη που παίζει στο χωριό. Ξεκινήσαμε όλοι μαζί να πάμε να τον δούμε».

«Οταν νύχτωσε, έναστρος ουρανός. Εκείνη την ώρα ήρθαν ο John Craxton και ο L. Freud, δύο νέοι ζωγράφοι που τους ακούω από τότε που ήρθα και που τους γνώρισα μόνο χθες. Μένουν στον Πόρο εδώ και μήνες, τους προστατεύει η Lady Norton. Ο πρώτος Αγγλος, ο δεύτερος εγγονός του μεγάλου Freud. Γλεντούν στην Ελλάδα, όπου βρίσκουν πράγματα που τους λείπουν στον τόπο τους. Το φως κι ένα άλλο είδος ανθρώπινης επικοινωνίας, καθώς λένε. Διασκεδάζουν με τον Καραγκιόζη που παίζει στο χωριό. Ξεκινήσαμε όλοι μαζί να πάμε να τον δούμε».

Γιώργος Σεφέρης,
Μέρες Ε΄, 1945-1951
Ηταν το καλοκαίρι του 1946 όταν ο 24χρονος Τζον Λι Κράξτον προσκάλεσε τον φίλο και συνομήλικό του Λούσιαν Φρόιντ να αφήσει το Παρίσι για να περάσει λίγο καιρό μαζί του στον Πόρο. Ο πρώτος ήταν λυρικός, ευαίσθητος, εξωστρεφής, με αδυναμία στον ηλιοκαμένο Νότο, που δεν έκρυψε ποτέ τις ομοφυλοφιλικές τάσεις του και βρήκε στον Πόρο ένα προστατευμένο μέρος από τις φλόγες του Εμφυλίου της Ελλάδας λόγω της ναυτικής του βάσης. Ο δεύτερος ήταν ιδιόμορφος, λιγομίλητος και ανεξάρτητος, με έναν σεξουαλισμό που υπερχείλιζε – είναι γνωστός ο θρύλος ότι πεθαίνοντας άφησε σαράντα μη νόμιμα παιδιά. Κι όμως, η χημεία τους ήταν εκρηκτική. Εργάστηκαν μαζί, συνδέθηκαν με μια δυνατή νεανική φιλία, ήρθαν σε διάσταση – κανείς δεν έμαθε ακριβώς γιατί – και εν τέλει οδηγήθηκαν στη σύγκρουση. Αποτέλεσαν, ωστόσο, δύο μορφές του 20ού αιώνα που διήνυσαν σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστημα ζωής. Ο Φρόιντ, βέβαια, ως καλλιτέχνης, άφησε πίσω τον αρχικά πολύ περισσότερα υποσχόμενο Κράξτον, αποτελώντας έναν από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους του 20ού αιώνα. Με ένα έργο του να πωλείται τον Μάιο του 2009 έναντι 33,6 εκατ. δολαρίων, ο πιο ακριβοπληρωμένος εν ζωή ζωγράφος, εγγονός του πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, πέθανε δύο χρόνια αργότερα έχοντας χαράξει την τροχιά ενός μύθου της ευρωπαϊκής ζωγραφικής. Ο Κράξτον, με σαφώς χαμηλότερο εικαστικό προφίλ, παρέμεινε εραστής της Ελλάδας ως τον θάνατό του μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ Λονδίνου και Κρήτης και έφυγε από τη ζωή το 2009.
Οι πέντε μήνες που τους ένωσαν στον Πόρο μαζί με το κλίμα μιας ταραγμένης αλλά δημιουργικά παραγωγικής εποχής έρχονται στο προσκήνιο μέσα από τα αποκαλυπτήρια της τιμητικής πλάκας στη μνήμη τους που έγιναν πριν από λίγες ημέρες έξω από την οικία Μαστροπέτρου, όπου οι δύο ζωγράφοι έζησαν και εργάστηκαν, από τον δήμαρχο Πόρου Δημήτρη Στρατηγό, παρουσία του βρετανού πρέσβη Ντέιβιντ Λάντσμαν. Παράλληλα η έκθεση φωτογραφιών με τους βρετανούς ζωγράφους και ανατύπων των έργων τους παρουσιάστηκε στην γκαλερί Citronne του νησιού, ενώ στην εσωτερική αυλή της η ιδιοκτήτρια και ιστορικός τέχνης Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη μίλησε για το βιβλίο του πρώην πρεσβευτή Γιάννη Σουλιώτη «Τζον Κράξτον και Λούσιαν Φρόιντ – Τα παιδιά του Πόρου».
Ηταν χειμώνας του 1946-1947. Η Ευρώπη προσπαθούσε να βρει τον εαυτό της και να ορθοποδήσει μέσα από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για τους δύο άγγλους ζωγράφους η απόδραση από τα δεινά της χώρας τους, η οποία δοκιμαζόταν σκληρά από την ένδεια της μεταπολεμικής περιόδου, ήταν μια ευκαιρία μοναδική. Σε ένα μέρος όπως ο Πόρος, που ως νησί το οποίο περιβαλλόταν από θάλασσα δεν «ακούμπησαν» ιδιαίτερα οι ταραχές του Εμφυλίου, ο Κράξτον τουλάχιστον θα πρέπει να ένιωσε ασφαλής. Υπήρξε έτσι δεκτικός στην «ένταση του φωτός του Αιγαίου», η οποία, όπως ανέφερε ο άγγλος ζωγράφος, είχε καταλυτική επίδραση στην ψυχοσύνθεσή του. Ηθελε δε να τη μοιραστεί με ένα αγαπημένο του πρόσωπο, όπως ο συμφοιτητής του στο Λονδίνο και συγκάτοικός του στο μικρό σπίτι στο Abercorn Place στο St. John’ s Wood Λούσιαν Φρόιντ.
Ο Λούσιαν Φρόιντ δεν αρνήθηκε την πρόσκληση. Ηταν σαν να του άνοιγε ένα παράθυρο στην περιπέτεια. Ο εκκεντρικός νέος με το ανεξάρτητο πνεύμα, που λέγεται ότι συνήθιζε να τριγυρνά στους δρόμους με ένα εκπαιδευμένο γεράκι στους ώμους του, κίνησε για τον μεσογειακό Νότο ακολουθώντας τα χνάρια των περιηγητών του ρομαντικού 19ου αιώνα. Τους φιλοξένησε μια ντόπια οικογένεια. Νοίκιασαν τα δύο δωμάτια στον επάνω όροφο ενός διώροφου σπιτιού με θέα στη θάλασσα και στα βουνά της Τροιζήνας. Το οικονομικό ζήτημα το κάλυπταν τα λιγοστά χρήματα που έστελναν οι γονείς του Λούσιαν. Ηταν μάλιστα τέτοια η αδυναμία τους στην ελληνική κουζίνα που διέθεσαν ένα ποσό από το πενιχρό τους εισόδημα προκειμένου να τρώνε μαζί με την οικογένεια που τους φιλοξενούσε.
Εκτός από το «πέπλο» της προστασίας, ο Πόρος προσέφερε το ιδανικό σκηνικό για να εξελίξουν την τέχνη τους και να γευθούν τις χαρές της νεανικής τους ζωής μακριά από τη μιζέρια και τη δυστυχία που άφηνε πίσω του ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Σύμφωνα με το βιβλίο του Γιάννη Σουλιώτη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σοκολή – Κουλεδάκη, το νησί αποτελούσε έναν κατ’ εξοχήν κοσμοπολίτικο προορισμό τα μεταπολεμικά χρόνια. Από τότε ως το 1960 ο Πόρος έχαιρε της φήμης που έχει σήμερα η Μύκονος, με τη διαφορά ότι είχε επισκέπτες με υψηλό πνευματικό επίπεδο.
Την εποχή εκείνη ο τουρισμός ήταν ανύπαρκτος. Σε σχέση με τα δεδομένα της εποχής, ωστόσο, υπήρχε εύκολη πρόσβαση από την Αθήνα. Η γειτνίαση του νησιού τόσο με τον Πειραιά όσο και με τους αρχαιολογικούς χώρους της Αργολίδας το είχε καταστήσει πόλο έλξης για τους ξένους. Η αφθονία του νερού επίσης (ο Πόρος τροφοδοτούσε τον Πειραιά και τα νησιά του Αργοσαρωνικού), η απλότητα, η καθαρότητα, η φιλοξενία των κατοίκων αλλά και οι κατοικίες μελών σημαντικών οικογενειών του τόπου, όπως των Δραγούμη, Τομπάζη, Διαμαντόπουλου, Λαμπράκη κ.ά., έκαναν το νησί τόπο περισυλλογής, ανάπαυσης, διασκέδασης, αλλά και πηγή έμπνευσης ελλήνων και ξένων εκπροσώπων της οικονομικής αλλά και της πνευματικής ζωής. «Φεύγω από τον Πόρο… Τη μεγάλη γαλήνη που αισθανόμουν τώρα τελευταία τα πρωινά εδώ δεν ξέρω αν θα τη ξαναβρώ» λέει ο Γιώργος Σεφέρης.
Η διαμονή του Λούσιαν Φρόιντ στον Πόρο σηματοδότησε την πιο μακρά χρονική περίοδο που είχε μείνει εκτός Λονδίνου. Το περιβάλλον του Πόρου, όπως τα οπωροφόρα δέντρα τα οποία έχει αποτυπώσει στον καμβά του, οι άνθρωποί του, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, μα πάνω απ’ όλα το «ανελέητο φως» επηρέασαν το έργο του καλλιτέχνη. Ο τεχνοκριτικός Γουίλιαμ Φίβερ τονίζει ότι τα ελληνικά έργα του Φρόιντ αποτελούν το επιστέγασμα αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ο πρώτος στυλιστικός τρόπος του. Στον Πόρο ξεκίνησε τη σειρά με τα διάφανα, σαν κρυστάλλινη θάλασσα, πλάσματα, τα επιπλέοντα εκβράσματα, τα αγκάθια και τα φραγκόσυκα αλλά και τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές. Εκεί ο Φρόιντ φιλοτέχνησε και τις δύο αυτοπροσωπογραφίες του, ενώ όταν είχε ζητήσει από την κόρη της σπιτονοικοκυράς του να της φτιάξει το πορτρέτο εκείνη είχε αρνηθεί. Δεν είχε χρόνο, όπως εξομολογήθηκε η ίδια, για κάτι τέτοιο…
Ο σπιτονοικοκύρης Πέτρος Μαστροπέτρος ωστόσο ήταν πιο δεκτικός. Ούτε θα το φανταζόταν όταν πόζαρε για δύο βρετανούς ζωγράφους ότι οι πίνακες που τον απεικόνιζαν θα γίνονταν περιζήτητοι και θα πωλούνταν σε τιμές-ρεκόρ. Τον Μάιο του 2012 σε δημοπρασία του οίκου Sotheby’s ο πίνακας του Τζον Κράξτον «Κοιμισμένος ψαράς», όπου ο νεαρός τότε άνδρας απεικονιζόταν ξαπλωμένος σε έναν λόφο, πωλήθηκε προς 277.000 στερλίνες, τιμή-ρεκόρ για τον καλλιτέχνη. Του ίδιου νέου αποφάσισε να φτιάξει το πορτρέτο δύο χρόνια αργότερα και ο Λούσιαν Φρόιντ, έργο που τώρα δημοπρατείται από τον οίκο Christie’s. Απόδειξη της καλλιτεχνικής ανωτερότητας του Φρόιντ σε σχέση με τον Κράξτον είναι ότι, αν και οι δύο καλλιτέχνες είχαν το ίδιο ζωγραφικό στυλ εκείνη την εποχή, η τιμή των έργων τους απέχει πολύ. Και μπορεί το έργο του Κράξτον να άλλαξε χέρια για 277.000 στερλίνες, ο πίνακας του Φρόιντ όμως εκτιμάται ότι θα πωληθεί προς 1,5-2 εκατ. στερλίνες, σύμφωνα με δημοσίευμα των «Νέων online».
Σε αντίθεση με τον Φρόιντ που ανακάλυψε στην πορεία ένα πιο προσωπικό ύφος, ο Κράξτον δεν βρήκε ποτέ μια τόσο ξεκάθαρη προσωπική εικαστική φωνή, σύμφωνα με ιστορικούς τέχνης. Το έργο του Κράξτον είναι γεμάτο νεκρές φύσεις με ψάρια, γάτες, πορτρέτα ναυτών, ψαράδων, βοσκών και ποιητών, καθώς επίσης και βουκολικά τοπία, φάρμες, σπίτια και ζώα, όπως κατσίκες που τρέχουν σαν χαμένες μέσα σε λουλούδια. Οσον αφορά τις ελληνικές επιδράσεις στο έργο του, οι ναύτες του έχουν «τσαρουχικές» επιρροές, ενώ σε πολλά έργα του είναι εμφανής η επιρροή του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα. Ο Γκίκας, στενός φίλος του Κράξτον, έγραψε το 1946 για το έργο του: «Νομίζω ότι είδε, συνέλαβε και επήρε κάτι από το ελληνικό τοπίο αλλά και από το ελληνικό πνεύμα… Σε μερικά από τα τοπία του βρίσκει (κανείς) πολλά ζωντανά και πραγματικά στοιχεία του ελληνικού φωτός και της ελληνικής φύσεως».

Η μυστηριώδης… διάσταση
Πιο κοινωνικός λόγω της γνωριμίας του με την ελληνική γλώσσα, ο Κράξτον είχε περισσότερο στενές σχέσεις με τους ανθρώπους στο νησί. Κάποιοι θυμούνται ότι τον πείραζαν και τον έκαναν να θυμώνει όταν «μάλωναν» συχνά μαζί του για το θέμα της Κύπρου λέγοντάς του σθεναρά: «Η Κύπρος είναι ελληνική! Η Κύπρος είναι δικιά μας!».
Τα έργα που δημιούργησαν οι καλλιτέχνες εκείνη την περίοδο αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας κοινής τους έκθεσης που έγινε στη London Gallery το 1947. Η μεταξύ τους διάσταση επήλθε λίγο μετά την ίδια χρονιά. Τα αίτιά της δεν έγιναν ποτέ γνωστά.
«Ποτέ δεν υπήρξαν στοιχεία που να επιβεβαίωσαν ότι μεταξύ τους υπήρξε κάτι περισσότερο από μια νεανική φιλία» μας λέει η επιμελήτρια και ιστορικός τέχνης Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη. «Αν υπήρξε ερωτική παράμετρος στη σχέση τους, ως σήμερα τουλάχιστον δεν είμαστε σε θέση να το γνωρίζουμε. Δεν θα το αποκλείαμε, ωστόσο, δεδομένου του ότι ο Κράξτον ήταν δηλωμένος ομοφυλόφιλος, ενώ ο Φρόιντ ήταν ανοιχτός σε προκλήσεις κάθε είδους».
«Ολα είναι βιογραφικά» λέει ο Λούσιαν Φρόιντ. «Τι κάνουμε, γιατί αυτό γίνεται, πώς σχεδιάζουμε ένα σκυλί, ποιος είναι εκείνος που ζωγραφίζουμε, γιατί δεν μπορούμε να ξεχάσουμε. Ολα είναι κολάζ, ακόμη και τα περί γενετικής. Υπάρχει η κρυφή παρουσία των άλλων μέσα μας, ακόμη και αυτών που γνωρίσαμε σύντομα. Τους κουβαλάμε μέσα μας για το υπόλοιπο της ζωής μας, σε κάθε σύνορο που διασχίζουμε». Υπ’ αυτή την έννοια μπορεί οι δρόμοι των Λούσιαν Φρόιντ και Τζον Κράξτον να χώρισαν, ο ένας όμως «κουβαλούσε» τον άλλον και οι δυο μαζί το φως του Σαρωνικού ως το τέλος της ζωής τους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.