Μεγάλη συζήτηση έχει ανάψει στον αμερικανικό και στον βρετανικό Τύπο τις τελευταίες ημέρες για την ιδιωτικότητα στην ψηφιακή ανάγνωση.
Το θέμα έθεσε πρώτη η εφημερίδα Wall Street Journal, η οποία αποκάλυψε ότι το διάβασμα δεν αποτελεί πλέον ιδιωτική υπόθεση, διότι οι e-readers, ελληνιστί οι ψηφιακές μηχανές ανάγνωσης, δεν είναι αθώα εργαλεία αλλά κατασκοπεύουν 24 ώρες το 24ώρο τις αναγνωστικές πρακτικές μας: σε ποιον τόπο βρισκόμαστε όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, ποια βιβλία προτιμούμε, πόσες σελίδες διαβάζουμε από το καθένα πριν το παρατήσουμε, πόσες ώρες την ημέρα αφιερώνουμε στο διάβασμα και ποιες, με τι ρυθμό προχωράει η ανάγνωση σε κάθε βιβλίο, τι υπογραμμίζουμε, σε ποιες σελίδες επανερχόμαστε… τα πάντα!
Οι εκδότες ενδιαφέρονται για τέτοιες πληροφορίες, ειδικά εκείνοι που εκδίδουν βιβλία μαζικής κατανάλωσης ή μυθιστορηματικές σειρές με τους ίδιους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες σε νέες περιπέτειες. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι χρήσιμο, λένε, να γνωρίζουν τι άρεσε και τι δεν άρεσε στους αναγνώστες, ώστε στο επόμενο βιβλίο της σειράς να πράξει αναλόγως ο συγγραφέας.
Και θυμίζουν ότι αυτό ήταν το πλεονέκτημα των συσκευών αυτών για πολλούς αναγνώστες, ευθύς εξαρχής: Τις αγόραζαν για να μπορούν να διαβάζουν ό,τι θέλουν στο μετρό και στο λεωφορείο χωρίς τα αδιάκριτα μάτια των γύρω να τους περιεργάζονται και να προσπαθούν να διαβάσουν τον τίτλο στο εξώφυλλο του βιβλίου τους.
Σε έναν κόσμο όπου η αγορά καταγράφει κάθε μας κίνηση και κάθε συνήθεια για να αξιοποιήσει εμπορικά την πληροφορία στο μέλλον, η συλλογή αυτών των στοιχείων από τις μηχανές ηλεκτρονικής ανάγνωσης αποτελεί ακόμη μία παραβίαση της ιδιωτικότητάς μας, εκτός και αν παραιτηθούμε ακριβώς από αυτές τις δυνατότητες που οι συσκευές αυτές ήρθαν να μας προσφέρουν – πράγμα το οποίο η γενιά του Facebook δεν φαίνεται διατεθειμένη να κάνει.