Είναι ενδιαφέρουσα η εμπειρία που βιώνει ένα εξωκοινοβουλευτικό πρόσωπο το οποίο καλείται να αναλάβει μια θέση υπουργικής ευθύνης για ορισμένο διάστημα. Είναι μια πρόκληση για προσφορά και συγχρόνως μια ριψοκινδύνευση τού όποιου ονόματος έχει αποκτήσει με τη δουλειά του σε μια δοκιμασία πολλών ετών. Αυτή την εμπειρία βίωσε και βιώνει ο γράφων τις γραμμές αυτές και θέλει να τη μοιρασθεί με τους αναγνώστες τού «Βήματος». Δέχθηκα ξαφνικά ένα βράδυ την τιμητική πρόσκληση τού πρωθυπουργού κ. Λουκά Παπαδήμου – ενός προσώπου για το οποίο τρέφω μεγάλη εκτίμηση – να αναλάβω το υπουργείο Παιδείας. Με την κυρία Διαμαντοπούλου είχα ήδη συνεργασθεί αρμονικά για μια πολύ σημαντική μεταρρύθμιση τού Λυκείου και τού συστήματος εισαγωγής στα ΑΕΙ (που είχε προκύψει κατά βάσιν από τον εθνικό διάλογο για την Παιδεία τον οποίο μού είχε εμπιστευθεί ο πρώην υπουργός Παιδείας κ. Αρης Σπηλιωτόπουλος). Ανέλαβα, λοιπόν, το υπουργείο με τη φιλοδοξία να προωθήσω αυτή την πολύ σημαντική για την Παιδεία μας αλλαγή αλλά και να βοηθήσω να επανέλθει ο διάλογος με τα πανεπιστήμια και να προχωρήσει η ομαλή εφαρμογή τού νόμου.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Ο μεν νόμος για το Νέο Λύκειο και το νέο εξεταστικό σύστημα δεν στάθηκε δυνατό να προχωρήσει ελλείψει μιας ευρύτερης διακομματικής συμφωνίας, ενώ προέκυψαν προβλήματα και στην προσπάθεια (που είχε ήδη αρχίσει πολύ πριν από εμένα) εφαρμογής τού νόμου τής κυρίας Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ.
Χρειάστηκε να αντιμετωπισθούν αμέσως δύο μεγάλα θέματα: το θέμα των πανελληνίων εξετάσεων που απασχολεί χιλιάδες ελληνικές οικογένειες και το θέμα των σχολικών βιβλίων, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να λειτουργήσει ομαλά το σχολείο. Με έντονη καθημερινή προσωπική μου ενασχόληση, σε συνεργασία και με την αρμόδια υφυπουργό (την κυρία Χριστοφιλοπούλου), οι μεν εξετάσεις θα διεξαχθούν χωρίς κανένα πρόβλημα και τα βιβλία θα βρίσκονται στα σχολεία Ιούλιο και Αύγουστο.
Παράλληλα, προσπάθησα να προωθήσω την εφαρμογή τού νόμου για τα ΑΕΙ σε συνεργασία και με τον αρμόδιο αναπληρωτή υπουργό (τον κ. Αρβανιτόπουλο). Πήρα την πρωτοβουλία και κάλεσα τους πρυτάνεις των πανεπιστημίων στο υπουργείο να συζητήσουμε τους τρόπους εφαρμογής και πιθανές δυσλειτουργίες που ανακύπτουν, ώστε να αποκατασταθούν ο διάλογος και ένα κλίμα εμπιστοσύνης που θα οδηγήσει στην ομαλή εφαρμογή τού νόμου. Κατά τη συνάντηση προϋπόθεση για κάθε συζήτηση θεωρήθηκε το θέμα τής άμεσης χρηματοδότησης των πανεπιστημίων μετά και από τις απώλειες που υπέστησαν τα αποθεματικά τους από το «κούρεμα», ώστε να μη διακόψουν τη λειτουργία τους. Συναποφασίσαμε να συγκροτηθεί Ομάδα Εργασίας που μέχρι τα μέσα Μαΐου να εισηγηθεί πώς θα προχωρήσει χωρίς καθυστέρηση η εφαρμογή τού νόμου. Από κοινού με τον κ. Αρβανιτόπουλο και τον ειδικό γραμματέα κ. Παπάζογλου κρίναμε σκόπιμο να εισηγηθούμε (με τροπολογία) να ισχύσει μόνο για το τρέχον ακαδημαϊκό έτος η έγκριση τού προϋπολογισμού των πανεπιστημίων από τις συγκλήτους και όχι από τα Συμβούλια που ούτως ή άλλως δεν έχουν ακόμη συγκροτηθεί, ώστε να βελτιωθεί το κλίμα συνεργασίας για την εφαρμογή τού νόμου. Τη ρύθμιση αυτή μαζί με τη συγκρότηση Ομάδας Εργασίας εξαγγείλαμε σε κοινή συνέντευξη Τύπου.
Θύτες και θύματα τής απαξίωσης
Η ενέργεια αυτή προκάλεσε πρωτοφανή πυρά εναντίον τού γράφοντος από μικρή μερίδα τού έντυπου και τού ηλεκτρονικού Τύπου, σαν δήθεν προσπάθεια καταργήσεως τού νόμου για τα ΑΕΙ! Αποσιωπήθηκε (εις βάρος τής υπεύθυνης ενημέρωσης) το γεγονός ότι σε κανένα από τα είκοσι τέσσερα (24) πανεπιστήμια τής χώρας δεν είχε καταστεί δυνατόν να εκλεγεί το προβλεπόμενο Συμβούλιο Διοίκησης, παρά μόνον σε επτά (από τα 16) ΤΕΙ! Στην πραγματικότητα – με ελάχιστες εξαιρέσεις – όσοι μίλησαν εναντίον τής τροπολογίας (πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.ά.) συνδέονται με ένα κοινό χαρακτηριστικό και ελαφρυντικό: δεν έχει κανείς τους διαβάσει τον νόμο για τα ΑΕΙ! Εχουν μόνον ακουστά ότι καταργεί το πανεπιστημιακό άσυλο, ότι δεν θα ψηφίζουν πια οι φοιτητές και ότι κάτι άλλαξε στην εκλογή τού πρύτανη. Εκεί εξαντλείται η γνώση τους. Το κυριότερο: Είναι όλοι θύτες αλλά και θύματα μιας συστηματικής απαξίωσης των πανεπιστημίων που καλλιεργήθηκε στην κοινή γνώμη για διαφόρους λόγους και που πηγάζει αποκλειστικά από ορισμένα επεισόδια στα πανεπιστήμια με εκμετάλλευση τού ασύλου (κατά κανόνα από εξωπανεπιστημιακούς). Δεν γνωρίζουν τι έργο επιτελείται στα πανεπιστήμια, τι δυναμικό υπάρχει σε καθηγητές και φοιτητές, και τι προσφέρει η ελληνική επιστήμη. Το χειρότερο είναι ότι δεν κατανοούν ότι η απαξίωση αυτή, από όσους συστηματικά και αστόχαστα επιχειρείται, τραυματίζει πρώτα απ’ όλα το όνειρο και τον αγώνα κάθε ελληνικής οικογένειας να δει το παιδί της να φοιτά στο ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο που τιμούν και σέβονται. Παραβλέπουν επίσης ότι άξιοι πανεπιστημιακοί (με το 1/3 των αποδοχών των πολιτικών και κάποιων δημοσιογράφων) αγωνίζονται με το κεφάλι ψηλά από τη μια να διδάσκουν τεράστιους αριθμούς φοιτητών και από την άλλη να διεξάγουν σημαντική έρευνα. Οι απόφοιτοι των πανεπιστημίων μας δεν διαπρέπουν τυχαία στο εξωτερικό ως μεταπτυχιακοί φοιτητές ή ως καθηγητές σε μεγάλα ξένα πανεπιστήμια ή ερευνητικά κέντρα. Ενα πλήθος τμημάτων των πανεπιστημίων μας δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από τα αντίστοιχα τμήματα τού εξωτερικού και βρίσκονται ψηλά στις λίστες αξιολόγησης. Αν τα πανεπιστήμια ήταν πράγματι όπως προσπαθούν κάποιοι να τα παρουσιάσουν (συνήθως άνθρωποι που δεν έχουν περάσει από αυτά ή είναι τελείως απληροφόρητοι), τότε όλοι οι επιστήμονες που σπούδασαν σ’ αυτά και στηρίζουν τη χώρα σε διαφόρους τομείς – δικαστές, εκπαιδευτικοί, γιατροί, μηχανικοί, επιστήμονες επαγγελματίες όλων των κλάδων και άλλοι που δραστηριοποιούνται στον επιχειρηματικό χώρο – θα ήταν από ακατάρτιστοι έως άχρηστοι! Και είναι η κοινωνία που πρέπει επιτέλους να αντιδράσει σε αυτή την απαξίωση των πανεπιστημίων.
Τα πανεπιστήμιά μας έχουν αδυναμίες, δυσλειτουργίες, κενά και προβλήματα. Ο νόμος για τα ΑΕΙ μπορεί πράγματι να λύσει αρκετά από αυτά και ως νόμος τού κράτους δεν μπορεί παρά να είναι σεβαστός από όλα τα μέλη μιας συντεταγμένης Πολιτείας∙ από τους πανεπιστημιακούς κατεξοχήν. Χρειάζεται διάλογος με τις εκλεγμένες πανεπιστημιακές αρχές, που είναι και οι μόνες – όπως αποδεικνύεται από τα πράγματα – που μπορούν να αναλάβουν την ευθύνη τής εφαρμογής τού νόμου. Αλλά οι εκλεγμένες πανεπιστημιακές αρχές, που είναι οι φυσικοί φορείς εφαρμογής τού νόμου, καταργούνται από τον νόμο! Επιπλέον, επί ποινή λιμοκτονίας των πανεπιστημίων, η Πολιτεία απειλεί εκβιαστικά να διακόψει τη χρηματοδότησή τους, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε κλείσιμο των πανεπιστημίων και σε ανεξέλεγκτες αντιδράσεις. Κι αυτό θα μπορούσε να έχει συμβεί κατά την προεκλογική περίοδο που τα πνεύματα είναι οξυμμένα. Απετράπη, ευτυχώς, από την απόφαση που πήρε η κυβέρνηση – με τα διαβήματα τού γράφοντος στον Πρωθυπουργό και την κατανόηση που έδειξε ο κ. Παπαδήμος με δημόσια δήλωσή του – να χρηματοδοτήσει τα πανεπιστήμια τουλάχιστον μέχρι τον Ιούλιο, οπότε η νέα κυβέρνηση που θα προκύψει θα κληθεί να αντιμετωπίσει οριστικά το θέμα. Ετσι – μέχρι τον Ιούλιο – δεν θα ισχύσει η προβλεπόμενη απαγόρευση και θα διατεθούν στα πανεπιστήμια τα ανάλογα χρήματα από τον προϋπολογισμό τους. Η άρση μάλιστα αυτής τής απαγόρευσης (κατά παρέκκλιση πάλι τού νόμου που άλλα ορίζει) είχε ισχύσει για το 25% τού προϋπολογισμού τους ήδη προτού αναλάβω το υπουργείο (χωρίς όμως και να έχουν εκταμιευθεί τα εγκριθέντα ποσά, τα οποία ο γράφων αποδέσμευσε και έστειλε στα ΑΕΙ).
«Η ύβρις προκαλεί πάντοτε τίσιν»
Αυτά για να γίνει αντιληπτό πόσο άδικες και αδικαιολόγητες ήταν οι πρωτοφανείς στην υπερβολή τους επιθέσεις που έγιναν στον υπουργό Παιδείας (και κατ’ επέκτασιν στα πανεπιστήμια). Μήπως κάποιοι πολιτικοί ενοχλήθηκαν που είδαν εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα σε θέσεις υπουργικής ευθύνης; Αυτή ήταν η αφορμή που μίλησαν τόσο επιθετικά για θέματα για τα οποία δεν έχουν ιδέα; Ωστόσο, διάλεξαν λάθος στόχο, γιατί προσωπικά – το έχω επανειλημμένως δηλώσει – δεν έχω πολιτικές βλέψεις ή φιλοδοξίες. Η μεγάλη σιωπηλή πανεπιστημιακή κοινότητα, που κατάφωρα αδικείται και απαξιώνεται από τέτοιους επικριτές, κρίνει, σταθμίζει και τιμωρεί. Η ύβρις προκαλεί πάντοτε τίσιν.
Εύλογη ερώτηση: Και τι θα γίνει αν μικρές ομάδες συνεχίσουν να εμποδίζουν ακόμη και τις πρυτανικές αρχές να διεξαγάγουν τις εκλογές για τα Συμβούλια; Εδώ αρχίζει η αποκλειστική ευθύνη των πρυτανικών αρχών αλλά και ολόκληρης τής πανεπιστημιακής κοινότητας. Υπάρχουν εσωτερικές διαδικασίες, το πειθαρχικό συμβούλιο των πανεπιστημίων που μπορεί να ελέγξει τους εκ του ασφαλούς παρανομούντες, για δε τους εξωπανεπιστημιακούς υπάρχουν οι νόμοι τής Πολιτείας που ισχύουν για όλους τους πολίτες οι οποίοι δεν είναι φοιτητές. Το πανεπιστήμιο δεν διοικείται από αυτόκλητες μειοψηφίες, η δε στην πράξη κατακτημένη αυτοτέλεια των πανεπιστημίων γεννά και υποχρεώσεις αυτοπροστασίας.
Το λοιπόν, αδελφοί, μην πυροβολείτε τα πανεπιστήμια, τους πανεπιστημιακούς δασκάλους, τους φοιτητές μας και όποιον υπουργό Παιδείας πασχίζει να βοηθήσει, γιατί έτσι πυροβολείτε όχι μόνο χιλιάδες ελληνικές οικογένειες που έχουν τα παιδιά τους στα πανεπιστήμια, αλλά απαξιώνετε και το δυναμικό που μαζί με τους δασκάλους στις λοιπές βαθμίδες τής εκπαίδευσης μπορεί να δώσει τη μόνη ελπίδα σ’ αυτόν τον τόπο∙ μια καλύτερη Παιδεία.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι υπουργός Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, καθηγητής Γλωσσολογίας, τέως πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ