«Εφέτος έχουμε πολύ καλές τιμές!» λέει η ιδιοκτήτρια επώνυμης μπουτίκ, τονίζοντας τη φανερή διαφορά στις ετικέτες σε σχέση με το παρελθόν. Η τιμή είναι το ζητούμενο σε μια περίοδο όπου η κατανάλωση έχει καταβαραθρωθεί, αναγκάζοντας τους έλληνες καταστηματάρχες να αναζητήσουν τρόπους για να κάνουν πιο ελκυστικό και προσιτό το εμπόρευμά τους. Απομονωμένοι ταυτόχρονα από ξένους προμηθευτές, με τις πιστώσεις και τη ρευστότητα να έχουν κλονιστεί, στράφηκαν στην εσωτερική αγορά θέλοντας παράλληλα να την ενισχύσουν. Στη διαδικασία αυτή συνάντησαν ελληνικές εταιρείες και δημιουργούς, που έρχονται να καλύψουν το κενό των ξένων σημάτων και εισαγωγών, παραθέτοντας ένα προϊόν που συναγωνίζεται σε ποιότητα και σχεδιασμό τις διεθνείς προδιαγραφές της μόδας και, κυρίως, προσφέρεται σε χαμηλότερη τιμή. Αυτή τη φορά άλλωστε και ο κόσμος είναι πιο θετικός στο να το επιλέξει, μη έχοντας πια εμμονή με ό,τι «ξένο».
«Ψώνιζα πάντα από το εξωτερικό και ποτέ από έλληνες σχεδιαστές» λέει η κυρία Σμαράγδα Μέρλου, ιδιοκτήτρια από το 2005 μαζί με την αδερφή της Μαρία της μπουτίκ Jetblack, στη Γλυφάδα, στη Νάουσα και στην Παροικιά της Πάρου και στην Αντίπαρο. Τα τελευταία δύο χρόνια αυτό δεν ισχύει, καθώς θέλει να στηρίξει την ελληνική παραγωγή και τις βιοτεχνίες στη χώρα. Αφορμή ήταν η κρίση και η αλυσιδωτή αντίδραση που ακολούθησε στην αγορά της λιανικής και τη συμπεριφορά των καταναλωτών. «Οι έλληνες σχεδιαστές έχουν κάνει στροφή, φτιάχνοντας ρούχα πολύ καλά και προσιτά προς τους καταναλωτές» σημειώνει. Την ίδια στροφή έχουν κάνει και οι καταναλωτές. «Ενώ παλιά δεν ήθελαν καθόλου να ακούσουν για ελληνικά ρούχα, τώρα χαίρονται και αισθάνονται καλά όταν ένα ρούχο είναι ελληνικό». Η ίδια τονίζει την ανάγκη για προσιτές τιμές. Σε αυτό βέβαια επηρεάζουν όλα τα λειτουργικά κόστη του καταστήματος. Γι’ αυτό και θέλοντας να περιορίσει το κόστος λειτουργίας και να μην ανεβάσει τις τιμές, αποφάσισε να αλλάξει χώρο στη Γλυφάδα, μετακομίζοντας σε ημιώροφο, έχοντας τελικά «μεγαλύτερη απήχηση και λιγότερα έξοδα», όπως τονίζει, καθώς «τα ενοίκια είναι τεράστια».
Η κρίση δημιουργεί και ευκαιρίες. «Ξεκίνησα μέσα στην κρίση» λέει η σχεδιάστρια Ρίτα Αττάλα, που πριν από τρία χρόνια δημιούργησε το σήμα RATT, στοχεύοντας απευθείας στη λιανική. Τα ρούχα της, που είναι «σχεδιαστικά», αλλά προσιτά «για να ντυθεί ο καθένας», τα σχεδιάζει η ίδια με την υποστήριξη «μιας ομάδας ταλαντούχων νέων σχεδιαστών». Για την παραγωγή τους δίνει φασόν και «δουλειά σε βιοτεχνίες στην Ελλάδα και την Κύπρο», προμηθεύοντας ένα δίκτυο δέκα καταστημάτων και στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα έχει παρουσία στην Αθήνα και την περιφέρεια, σε νησιά, όπως Πάρο και Σίφνο, ενώ εφέτος επεκτείνεται με συνεργασίες σε Μύκονο, Ρόδο, Λιβαδειά και στη Βουλγαρία, στο concept store «Supermarket» στο Βελιγράδι. Η ίδια επιβεβαιώνει ότι τα τελευταία δύο χρόνια «τα καταστήματα στρέφονται στο ελληνικό προϊόν» που είναι προσιτό και παράλληλα ακολουθεί τη μόδα. Υπάρχει «ανταπόκριση από τα μαγαζιά» σημειώνει, ενώ υπογραμμίζει ότι αντίστοιχο είναι το ενδιαφέρον και από το εξωτερικό, καθώς έχει προσκλήσεις για συνεργασία από τον Λίβανο, το Ντουμπάι και τη Δυτική Ευρώπη. «Είναι η εποχή που όσοι αξίζουν θα διακριθούν» υπογραμμίζει. Για να εξυπηρετήσει τις παραγγελίες και να μη μένουν υπόλοιπα στα καταστήματα τα περισσότερα ρούχα της είναι ένα μέγεθος. Εξάλλου, με βάση τη ζήτηση βλέπει ότι «κινούνται τα εύκολα ρούχα που φοριούνται όλες τις ώρες και αρκετές φορές. Το ρούχο της υψηλής ραπτικής έχει αρχίσει να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα. Εχει να κάνει με τον τρόπο ζωής μας» αναφέρει.
«Η ανάγκη μάς έκανε να αναζητήσουμε λύση» σημειώνει κ. Π. Μανωλόπουλος, επικεφαλής της φίρμας Manolo με ρούχα και αξεσουάρ που βασίζονται στις εποχικές τάσεις και πελατολόγιο 80 καταστήματα στην Ελλάδα.
Παίρνουμε το μερίδιο που μας αναλογεί
Η κρίση ήταν ο καταλύτης που έδειξε ότι το εγχώριο προϊόν είναι εφάμιλλο του ξένου
«Αυξάνεται η ζήτηση για το ελληνικό προϊόν και παίρνουμε το μερίδιο που μας αναλογεί στην ελληνική αγορά» υπογραμμίζει η κυρία Εφη Σαρλάνη, ιδιοκτήτρια της εταιρείας Danoff που δραστηριοποιείται εδώ και 27 χρόνια στην ένδυση και στα αξεσουάρ. Η κρίση ήταν ο καταλύτης που έδειξε ότι το εγχώριο προϊόν «είναι εφάμιλλο του ξένου» σημειώνει, ενώ προσθέτει ότι στο παρελθόν ήταν «η μοναδική εταιρεία δίπλα σε αλλοδαπούς οίκους», σε καταστήματα που συνεργάζονταν μόνο με εισαγωγικές εταιρείες. Ωστόσο τα τελευταία δύο χρόνια και εκείνη παρατηρεί ένταση του ενδιαφέροντος της λιανικής για ελληνικές εταιρείες. Διαπιστώνει ενδιαφέρον εξίσου από τους καταναλωτές και τους εμπόρους. Σε αυτό έπαιξε ρόλο το «ότι θέλαμε να υποστηρίξουμε ο ένας τον άλλον» σχολιάζει. «Υπάρχει μια ευκαιρία για τη λιανική τώρα» τονίζει η κυρία Σαρλάνη, εξηγώντας ότι ο κόσμος «διαθέτει λιγότερα χρήματα, αλλά έχει απαίτηση στην ποιότητα. Ψωνίζουμε για καθαρά ψυχολογικούς λόγους και γι’ αυτό πρέπει το προϊόν να είναι σε μία ποιότητα και τιμή που να μη μας προβληματίζει». Παράλληλα υπογραμμίζει ότι η στροφή στα ελληνικά προϊόντα οφείλεται στο ότι «και ο τουρίστας ήθελε να πάρει ελληνικό προϊόν. Δεν ήθελε κάτι που θα έβρισκε στη χώρα του».
Το πελατολόγιο της φίρμας αποτελείται από 150 καταστήματα στην Ελλάδα, ενώ πρόσφατα έχουν προκύψει συνεργασίες στην Κύπρο, στη Γαλλία, στο Μόντε Κάρλο και στην Ιταλία. «Δουλεύουμε με καινούργια σχέδια καθημερινά» λέει η επικεφαλής της εταιρείας, εξηγώντας ότι με αυτόν τον τρόπο προμηθεύει τακτικά την αγορά με νέο εμπόρευμα, παράγοντας περίπου 450.000 τεμάχια κάθε χρόνο, «δίνοντας δουλειά σε ελληνικά χέρια». Ελληνικά ήταν και τα υφάσματα μέχρι πρότινος, όμως τελευταία «δυστυχώς εισάγουμε γιατί έκλεισαν τα περισσότερα εργοστάσια στη χώρα», λέει. Η εταιρεία αποτελείται από σχεδιαστικό τμήμα που στελεχώνεται από 30 άτομα και βιοτεχνία που απασχολεί 90 εργαζομένους και παρά την κρίση «δεν έχει γίνει καμία απόλυση». Την ίδια ώρα η φίρμα Danoff είναι «ομπρέλα» για μια σειρά από άλλα σήματα, όπως Twenty8twenty2, 213, Doll’s Baby, Queen of Hearts και made with love, «για να μην κουράζει», καταλήγει.
Πελατολόγιο μέσω γνωριμίας
* Ο κ. Π. Μανωλόπουλος ξεκίνησε πριν από έναν χρόνο (2011) έχοντας σχεδιαστικό τμήμα και βιοτεχνία που παράγει τη συλλογή, ενώ επισημαίνει και την αλλαγή της συγκυρίας στη λιανική. Τα καταστήματα προσανατολίστηκαν σε ελληνικά προϊόντα, τόσο γιατί τα τελευταία είναι καλά και προσιτά, αλλά και γιατί «οι ξένοι προμηθευτές δεν δίνουν πλέον πίστωση» λέει. Ηταν μια λύση που προέκυψε από την ανάγκη να διαχειριστούν την έλλειψη ρευστότητας. Η φίρμα δικτυώθηκε μέσω γνωριμιών στην ελληνική αγορά και επεκτείνεται στο εξωτερικό με συνεργασίες στην Κύπρο, στον Λίβανο και στην Τουρκία.
* Η Νικόλ Μπράτσου και ο Σπύρος Γαβαλάς είναι πίσω από τη φίρμα Love.God.Fashion, που ιδρύθηκε τον Ιανουάριο του 2011 και προμηθεύει καταστήματα στην Αθήνα και νησιά, όπως Μύκονο, Πάρο, Αντίπαρο και Σάμο, αρχικά μέσω γνωριμίας. «Τα μαγαζιά πήραν το μήνυμα από τον καταναλωτή. Ο κόσμος φοβάται να ξοδεύει. Ξαφνικά και τα καταστήματα και ο κόσμος θέλουν ελληνικά προϊόντα» λέει η Νικόλ Μπράτσου. Από την άλλη σημαντικό ρόλο έπαιξε ότι τα ξένα σήματα θέλουν προκαταβολές, κάτι που είναι πολύ δύσκολο σε μια εποχή που η ρευστότητα είναι δυσεύρετη. «Οι τιμές πρέπει να είναι πολύ προσιτές» τονίζει. Τα σχέδια της συλλογής της που αντλεί επιρροές από τη «μόδα του δρόμου», τα «κάνουμε εμείς και συνεργαζόμαστε με βιοτεχνίες», εξηγεί, σημειώνοντας ότι «τα υφάσματα είναι ελληνικά και όλα τα ρούχα είναι χειροποίητα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ