Μια πρώτη γεύση των δημιουργιών της Ελένης Ψυχούλη θα πάρετε στο TR2 KolonakiEdition, στις 4 Απριλίου και στις 8.00 το βράδυ, στην Ξάνθου 6, στο Κολωνάκι.
Στη συνέχεια, οι δημιουργίες της θα ταξιδέψουν στη Θεσσαλονίκη όπου και θα τα βρίσκετε μόνιμα στο παντοπωλείο Εργον, στη γωνιά με τα αξεσουάρ κουζίνας, αλλά είμαι σίγουρη ότι σύντομα θα βρουν μόνιμη στέγη και στην Αθήνα.
Οσο για το τι ακριβώς είναι η συλλογή, πώς την εμπνεύστηκε και πώς την υλοποίησε, αφήνω την ίδια να σας το μεταφέρει με δικά της λόγια:
«Ήταν Πάσχα και ήμουν στο Βόλο όταν ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα έναν σταμπωτό καμβά σε μια βιτρίνα. Σε ένα από τα τελευταία μαγαζιά με ταμπέλα «Εργόχειρο», «Κέντημα» ή κάτι τέτοιο, που επιβιώνουν ακόμη την εποχή του κινέζικου φασόν. Σε ένα ροδαλό ηλιοβασίλεμα της γαλλικής εξοχής, οι ευγενείς κάποιου πύργου έπαιζαν τυφλόμυγα, ενώ πίσω από μια πρασιά ο Έρωτας καιροφυλακτούσε πονηρά με τα βέλη του.
Στην πιο λαμπρή στιγμή του κιτς, ο καμβάς περίμενε τη χρυσοχέρα που θα τον αναστήσει με μερικά εκατομμύρια βελονιές του γκομπλέν για να τον κρεμάσει κορνιζαρισμένο σε χρυσή κορνίζα στο σαλόνι της, πάνω από τον καναπέ.
Η τύχη αποφάσισε η χρυσοχέρα να ‘μαι εγώ. Που το κέντημα το είχα οικοειοθελώς καταχωρίσει στα αζήτητα της παιδικής μου ηλικίας, μαζί με όλους τους υπόλοιπους καταναγκασμούς της γιαγιάς μου.
Μετά τις πρώτες αβέβαιες βελονιές, το κακό είχε γίνει. Η σταυροβελονιά έγινε το πάθος κι ο μοναδικός λόγος της ύπαρξής μου. Γύρω μου όλοι απορούσαν με την αισθητική μου και αναρωτιόντουσαν αν θα τολμούσα να κρεμάσω ποτέ στο σαλόνι μου το αντιαισθητικό τερατούργημα, που θύμιζε τον ναυτικό με την πίπα κι όλες τις υπόλοιπες διακοσμητικές βδελυγμίες των δεκαετιών του ’60 και του ’70.
Εγώ χανόμουν στις βελονιές. Στα χρώματα που σιγά-σιγά ζωγράφιζαν μια ιστορία φτιαγμένη από 167 μουλινέ DMC. Μια σιωπηλή, μοναχική μαθητεία στα μυστικά της στρωτής βελονιάς, στον «έξυπνο» τρόπο που θα εξοικονομήσει την κλωστή, στα κόλπα που θα κεντήσουν το «νοικοκυρεμένο» «πίσω» όμοιο με το «μπρος», μέσα από τους δαιδάλους του σχεδίου που με ταξίδευαν κατευθείαν στις αμέτρητες εργατοώρες της παλιάς κεντήστρας, που με μυούσαν στην τάξη, την υπομονή, την επιμονή, την ευστροφία, τη γρήγορη λύση, το ξεπέρασμα των χιλιάδων σκοπέλων του καμβά.
Η σταυροβελονιά χάλασε τη μέση μου, αλλά μου δίδαξε την ηρεμία και την αυτοσυγκέντρωση. Εκτίμησα τη χειρονακτική δουλειά που δεν «πληρώνεται», φίλησα στο μέτωπο όλες τις γενιές γυναικών που πριν από μένα κέντησαν τα χιλιόμετρα της κάθε βελονιάς, εκτίμησα την ανεκτίμητη, ολοζώντανη δουλειά του χεριού στην εποχή «του ποδαριού».Οι βουβές ώρες με τον εαυτό μου δούλεψαν μέσα μου το «μετά» του κόπου των έργων μου.
Θρήνησα την «προίκα» – τη δικιά μου και τη δικιά σας – που κοιμόταν δεκαετίες παραχωμένη στη σκοτεινιά των συρταριών, θύμα του κόσμου που αλλάζει και βλέπει «αλλιώς» το ωραίο, που δεν καταδέχεται πια σεμεδάκια πάνω στην τηλεόραση και κεντημένα τραπεζομάντιλα στο τραπέζι της.
Τα παλιά κεντίδια, πλακωτά-κοφτά-βελονάκια-κρητικές-γιαννιώτικες βελονιές και μακεδονίτικα υφαντά ξαναείδαν το φως το αληθινό, βάφτηκαν σε ζωντανά χρώματα, άλλαξαν χρήση και ύφος, παντρεύτηκαν με υφάσματα που παλιά δεν θα καταδεχόντουσαν να κάνουν παρέα, αναζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία στο σπίτι της δεύτερης χιλιετίας. Πανιά που χρόνια κουβαλούσα από τα ταξίδια μου στον κόσμο, χωρίς να ξέρω ακριβώς γιατί, βρήκαν τον λόγο της ύπαρξής τους και τα γιαπωνέζικα μεταξωτά χάρηκαν πολύ που γνωρίστηκαν με τις τραβέρσες της γιαγιάς μου.
Η σκληρή εργασία των παλιών γυναικών βρήκε την αιτία της, πήρε το αίμα της πίσω. Ο λόγος αυτής της συλλογής είναι μια ιδέα, μια πρόταση, μια παράκληση. Να ανοίξετε κι εσείς τα δικά σας ντουλάπια, να δώσουμε μαζί μια τύχη και στη δική σας, ανεκτίμητη, «προίκα». Να μεταμορφώσουμε παρέα τα δικά σας «καρεδάκια» σε μια απολύτως προσωπική ιστορία.
Είμαστε όλοι παιδιά του σεμέν και της τραβέρσας πάνω στο σκρίνιο κι αυτή η αισθητική μας ενώνει, μας φέρνει πιο κοντά, σε ένα παρελθόν κεντημένο με τα ίδια μοτίβα, τα χρώματα μιας παιδικής ηλικίας που στα χέρια μας μπορεί να διηγηθεί μια ολοκαίνουργια ιστορία.
Τίποτε δεν μπορεί να αναστήσει καλύτερα το θλιβερό, μονοχρωματικό τοπίο ενός μίνιμαλ σπιτιού από μια κεντημένη μαξιλάρα στο πάτωμα ή μια παρέα από μαξιλαράκια στον καφετί καναπέ. Το χρώμα είναι η λέξη που αλλάζει το γύρω αλλά και το εντός μας τοπίο στην εποχή της γκρίζας μελαγχολίας.
Όλοι έχουμε καταθέσει άσκοπο χρήμα σε κομμάτια που μια άψυχη πολυεθνική παράγει φασόν, τα ίδια σε κάθε σπίτι, στο γούστο ενός ανώνυμου σχεδιαστή που ποτέ δεν θα πληροφορηθεί την ύπαρξή μας. Ένθερμα τα υιοθετήσαμε, γιατί ήταν μόδα, γιατί έτσι έλεγαν τα περιοδικά και οι στυλίστες.
Όμως, μέσα στη χειροποίητη δουλειά χτυπά μια ολοζώντανη καρδιά, μια προσωπική μυθολογία. Η μικρή στραβοτιμονιά στη βελονιά μαρτυρά την αδυναμία της κεντήστρας, τη στιγμή που έχασε τον δρόμο της κι όλο αυτό είναι ομορφιά με υπογραφή, σαν κάποιος να σου διηγείται ένα παραμύθι με κλωστές αντί για λέξεις.
Η ψυχή που βγαίνει από το μικρό ψεγάδι, τα χέρια που για μήνες αγκάλιασαν τον καμβά μέχρι να τον μεταμορφώσουν σε μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος. Για να κάνει ομορφότερη την κάθε μέρα μας. Μέσα από μια ομορφιά που τολμά να είναι μοναδική και ιδιαίτερη, όσο μοναδικό πρέπει να είναι το σπίτι μας. Το δικό μας σπίτι.»
H συλλογή περιλαμβάνει
«Τα πολύτιμα»: μεγάλα κομμάτια που έχω κεντήσει η ίδια και έχω ενσωτώσει σε τραπεζομάντιλα, couvre-lits, μαξιλάρια κ.τ.λ.
Μαξιλάρια, couvre-lits και τραπεζομάντιλα από υφάσματα που έχω φέρει από όλο τον κόσμο και στα οποία προσθέτω μοναδικά, χειροποίητα σεμέν, δαντέλες, κεντήματα και οτιδήποτε άλλο «της γιαγιάς», βαμμένο σε νέα χρώματα.
Ποδιές κουζίνας (χαρούμενες και σέξι)
Πιάστρες, σουπλά και γάντια για τον φούρνο
Και για το καλοκαίρι, κομμάτια για την παραλία
ΤR2: Ξάνθου 6, Κολωνάκι, τηλ 210 3460 096, www.thissionr2.com