Ζητείται ελπίς

Αλλα είχα στον νου μου για σήμερα. Ηθελα, περιμένοντας να σκάσει η άνοιξη, να μιλήσω για τον έφηβο Ερμή, που ανάλαφρα πατώντας τη σκάλα των ποιητικών ανταποκρίσεων κατεβαίνει από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, ίδιος στην όψη και στον ρόλο, αλλά σε διαφορετικά συμφραζόμενα.

Αλλα είχα στον νου μου για σήμερα. Ηθελα, περιμένοντας να σκάσει η άνοιξη, να μιλήσω για τον έφηβο Ερμή, που ανάλαφρα πατώντας τη σκάλα των ποιητικών ανταποκρίσεων κατεβαίνει από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, ίδιος στην όψη και στον ρόλο, αλλά σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Στην Ιλιάδα συνοδεύοντας και προστατεύοντας τον ικέτη Πρίαμο στη νυχτοπορία του προς τη σκηνή του αμείλικτου Αχιλλέα, για να απολυτρώσει (έναντι λύτρων) το σώμα του αφανισμένου γιου του. Στην Οδύσσεια, δήθεν περαστικός, για να εξασφαλίσει τον Οδυσσέα από τα ηδονικά μάγια της Κίρκης, με αντιφάρμακο το μαγικό βοτάνι που το λένε μώλυ. Και τις δύο φορές συστήνεται ο Ερμής από τον ποιητή μεταμορφωμένος σε εκθαμβωτικό έφηβο, που μόλις χνούδισε το γένι του.
Μιλάμε για τον πιο πολύτροπο, τον πιο πολύτεχνο θεό, που έρρεπε από γεννησιμιού του στη συμφέρουσα, έστω και επίορκη, κλοπή – κλεπτοσύνη στο ομηρικό κείμενο. Γιος του Δία και της Μαίας, γεννημένος σε βαθιά σπηλιά, στο όρος της αρκαδικής Κυλλήνης, πέταξε, λέει, αμέσως τις φασκιές του, και πήρε δρόμο για τη Θεσσαλία. Οπου ο ετεροθαλής αδελφός του Απόλλων θητεύοντας έβοσκε γελάδια και τα δαμάλια του Αδμητου. Κι όπως εκείνος αφαιρέθηκε, συνεπαρμένος με τον έρωτά του για τον Υμέναιο, άρπαξε το κοπάδι ο νεογέννητος Ερμής κι έγινε άφαντος. Γυρίζοντας ωστόσο πίσω στην Κυλλήνη, μπροστά στην είσοδο της σπηλιάς, έπιασε το μάτι του μια χελώνα: τη χουφτώνει, της βγάζει τα σωθικά, την ξύνει, στο κοίλωμά της τεντώνει χορδές βοδίσιες, και νά η πρώτη λύρα – αργότερα επινόησε και τον αυλό.
Αφήνοντας στην άκρη άλλα σπουδαία έργα και καμώματα του εφηβικού θεού (υπήρξε συνοδίτης και οδοδείχτης όσων ταξιδεύουν, ρύθμιζε τις εμπορικές συναλλαγές αλλά και τη ρητορική τέχνη των πολιτών), θυμίζω δύο ακόμη ομηρικές επιδόσεις του: εκείνην που τον ήθελε, και στα δύο έπη, επίσημο αγγελιοφόρο του Δία, και την άλλη, οδυσσειακή αυτή, αρμοδιότητα του ψυχοπομπού. Ασκημένη στην αρχή της τελευταίας ραψωδίας, όπου οδηγεί τις ψυχές των σκοτωμένων μνηστήρων κάτω στον Αδη. Παραθέτω τους στίχους σε μετάφραση:
Τώρα ο Κυλλήνιος Ερμής έξω καλούσε των μνηστήρων τις ψυχές. / Στα χέρια του κρατούσε χρυσό ραβδί, ωραίο – αυτό που μαγνητίζει / τα μάτια των ανθρώπων, όποιου θελήσει εκείνος, / και τα κλείνει, ή κι απ’ τον ύπνο τον βαθύ τούς ανασταίνει. / Με τούτο το ραβδί στο χέρι έσερνε τις ψυχές, μπροστά ο θεός, / κι εκείνες τρίζοντας πήγαιναν πίσω του. / Πώς νυχτερίδες, στο βάθος μιας απέραντης σπηλιάς τρίζουν / πετώντας, αν κάποια πέσει από την αρμαθιά του βράχου, / όπου ήσαν όλες κρεμασμένες κι αξεχώριστες, / έτσι και των μνηστήρων οι ψυχές κατέβαιναν μαζί του, / καθώς πανούργος ο θεός Ερμής τις πήγαινε / σε μονοπάτια σκοτεινά και μουχλιασμένα.
Το παρατράβηξα, μήπως και ξεχαστώ. Αλλά η μέρα είναι ορισμένη: εκλέγει το ΠαΣοΚ σήμερα τον νέο του πρόεδρο. Θα τον αναδείξουν, λέει, οι εγγεγραμμένοι οπαδοί κι όσοι δηλώσουν φίλοι, έστω την τελευταία στιγμή. Οι εκτός σκεφτόμαστε πού πάει το πράγμα, καθώς επέρχονται και οι απριλιανές εκλογές (αν δεν προκύψουν τελικώς μαγιάτικες), μασώντας την πολιτική μας αμηχανία, που έχει φτάσει στο ζενίθ. Ισως γιατί στο μεταξύ χάσαμε την ελπίδα, όπως τη φαντάστηκε στα νιάτα του ο Σαμαράκης στα μέσα του περασμένου αιώνα.
Κι όμως, ελπίζοντας βγάλαμε τη μαύρη Κατοχή. Ελπίζοντας περάσαμε και την εφτάχρονη δικτατορία – με θυσίες βέβαια, κάποιοι και με αυτοθυσία. Αυτή η ζωτική ψευδαίσθηση της ελπίδας αναζητείται, και πρέπει επειγόντως να βρεθεί. Δεν πρόκειται να μπω σε λεπτομέρειες. Να πω μονάχα πως, για να αλλάξει η πράξη μας, πρέπει να αλλάξει πρώτα ο λόγος μας. Και όσο κι αν ακούγεται ρομαντικό, σ’ αυτή την αλλαγή συνεισφέρει με τον τρόπο της και η γνήσια ποίηση – επιμένω στο «γνήσια», γιατί κι εδώ κυκλοφορεί πολλή νοθεία.
Παράδειγμα ποιητικής γνησιότητας η τελευταία συλλογή της Ζέφης Δαράκη. Επιγράφεται Ερήμωνε, θυμίζοντας την Ερημη χώρα του Ελιοτ. Εξήντα έξι σελίδες όλες κι όλες. Σαράντα τέσσερα ποιήματα μοιρασμένα σε πέντε μέρη: άτιτλο το πρώτο, τιτλοφορημένα τα άλλα τέσσερα. Ωριμη ποίηση και προπαντός τίμια. Στο όριο μιας κρυφής ελπίδας που υπονοεί αυθόρμητη αλληλεγγύη. Αντιγράφω το τελευταίο ποίημα, που παραμένει επίτηδες ξεκρέμαστο:
…Πρόκειται να κάνουμε / ένα πρωινό περίπατο / πρόκειται να μιλήσουμε / για ανύπαρκτα γεγονότα / αόριστες πράξεις / Πρόκειται για πρόσωπα που φανταστήκαμε / για λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ // Πρόκειται να υπερασπιστούμε / την πιο ανυπεράσπιστη σιωπή, / να συναντήσουμε / τα μάτια που ξενίτεψαν τον ουρανό / να φιληθούμε / με όσους μπόρεσαν να μας αγαπήσουν // Πρόκειται να επιμείνουμε στο ακαθόριστο του προορισμού μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.