Ο Τιτανικός ξεκίνησε το ταξίδι με αίσθημα αλαζονικής σιγουριάς, έχοντας υπερεκτιμήσει τις δυνατότητές του απέναντι στα στοιχεία της Φύσης. Το παγόβουνο –του οποίου ούτε την κορυφή κατάφερε να διακρίνει- τον προσγείωσε απότομα σε μια πραγματικότητα που είτε δεν μπορούσε, είτε δεν ήθελε να δει… Ο μηχανικός Άντριους, που ανέλαβε να εκτιμήσει την κατάσταση, ήταν σαφής: Η εταιρεία, για προφανείς κερδοσκοπικούς λόγους, είχε εκδώσει περισσότερα εισιτήρια απ’ όσα προέβλεπαν οι διεθνείς κανονισμοί ασφαλείας. Έτσι, για να σωθεί το πλοίο απ’ το ναυάγιο και να προλάβει να φτάσει στη Νέα Υόρκη, θα έπρεπε τώρα να ριχτούν άμεσα στη θάλασσα 300 επιβάτες.
Ο κάπτεν Σμιθ βρέθηκε μπροστά σε ένα τεράστιο ηθικό ζήτημα: Με ποια κριτήρια θα επιλέγονταν αυτοί οι μελλοθάνατοι, τη στιγμή που όλοι όσοι επέβαιναν στο πλοίο είχαν πληρώσει κανονικά το εισιτήριό τους και βρίσκονταν καθ’ όλα νόμιμα στις θέσεις τους; Στο μεταξύ, το πλήρωμα ενός εμπορικού που έπλεε εκεί κοντά, αντιμετώπισε με μια δόση χαιρεκακίας την κατάσταση: «Άστους να πνιγούν όλοι! Μου ήθελαν και ταξιδάκι με πλοίο πολυτελείας, τη στιγμή που εμείς εδώ μπαρκάρουμε σήμερα στον σκυλοπνίχτη και δεν ξέρουμε αύριο τι μας ξημερώνει!»
Λίγες μέρες αργότερα, ο μεγαλομέτοχος της πλοιοκτήτριας εταιρείας Ουάιτ Σταρ, Μπρους Ισμέι –ο οποίος ταξίδευε με τον Τιτανικό και είχε, φυσικά, διασωθεί απ’ το ναυάγιο- έδινε άνετος και χαμογελαστός συνέντευξη τύπου στη Νέα Υόρκη. Έτσι όπως κάποιοι άλλοι σήμερα, σε κάποια ιστορική χώρα της Ευρώπης, εκπροσωπώντας τις δύο άκρες του αμαρτωλού μεταπολιτευτικού της πολιτικού διπόλου, δίνουν ανερυθρίαστα ομιλίες και συνεντεύξεις, και αύριο θα είναι και πάλι έτοιμοι να εκφωνήσουν ψεύτικους, χιλιοακουσμένους προεκλογικούς λόγους…
Δεν νομίζω ότι η παραπάνω αλληγορική αφήγηση χρήζει συμβολικής αποκωδικοποίησης! Θα σταθώ, όμως, ιδιαίτερα στην άγρια χαρά των ναυτικών του παραπλέοντος εμπορικού. Την πρωτοείδαμε όταν έγινε γνωστό ότι χιλιάδες «άχρηστων, διεφθαρμένων τεμπέληδων» που ευτύχησαν να απολαύσουν το προνόμιο της προσφοράς υπηρεσιών στον δημόσιο τομέα, επρόκειτο σύντομα να προστεθούν στις στρατιές των ανέργων. Το αφοπλιστικό ρητορικό ερώτημα «γιατί όχι κι αυτοί;» καθιστά κάθε περαιτέρω επιχειρηματολογία περιττή…
Τώρα που το κανιβαλιστικό μένος κατά των δημοσίων λειτουργών άρχισε να ξεθυμαίνει, οι κοινωνικοί εισαγγελείς βρίσκονται σε αναζήτηση νέων αποδιοπομπαίων τράγων για το ναυάγιο. Ο πήχης έχει πια σηκωθεί ψηλά, κι ο νέος στόχος είναι πολύ πιο φιλόδοξος: ούτε λίγο, ούτε πολύ, είναι το ίδιο το ελληνικό DNA!
Για παράδειγμα, ένα πρόσφατο άρθρο στο Βήμα, «Το πλάνο ζωής του μέσου Έλληνα» (https://www.tovima.gr/opinions/useropinions/article/?aid=448068), με χτύπησε σαν γροθιά στο στομάχι! Με απίστευτη σκληρότητα και διαπεραστικά σαρκαστικό ύφος, ο συγγραφέας απαξιώνει το σύνολο, σχεδόν, των Ελλήνων (πλην μιας μη-κατονομαζόμενης ελίτ «Αρίων» προικισμένων με επιχειρηματικό δαιμόνιο και ριψοκίνδυνο πνεύμα), με πρώτιστους στόχους τους νέους επιστήμονες (που είχαν την «αφροσύνη» να επιλέξουν να μορφωθούν κόντρα στις αμείλικτες πραγματικότητες της αγοράς εργασίας), αλλά και τους μικρο-επιχειρηματίες (που δεν είχαν τα εφόδια –οικονομικά και τεχνικά- να γίνουν εμπορικά μεγαθήρια, ούτε την πολυτέλεια να ρισκάρουν τα ρέστα τους σε ανασφαλείς επενδύσεις). Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: ένας τέτοιος λαός –πλην ολίγων εκλεκτών- αξίζει ν’ αφανιστεί!
Με δέος παρακολουθούμε, έτσι, την ελληνική κοινωνία να χάνει και τα τελευταία ψήγματα κοινωνικής αλληλεγγύης και ανθρωπιάς της και να μετατρέπεται σε έναν σκληρό «δαρβινικό» στίβο όπου κάποιοι με ευκολία καταδικάζουν κάποιους άλλους σε πνιγμό για να σωθεί, υποτίθεται, ο βυθιζόμενος Τιτανικός. Κι εγώ φέρνω μελαγχολικά στο νου το ζεύγος Στράους που, ακριβώς πριν έναν αιώνα, έμεινε αχώριστο πάνω στο καράβι ως το τραγικό τέλος του! Τώρα είναι ξεθωριασμένη ανάμνηση σε πολυκαιρισμένο λεύκωμα, μιας ιστορίας που έγινε θρύλος…