Γερμανοφοβία

Οι καλοί λεξικογράφοι το ήξεραν ανέκαθεν, αλλά τώρα είναι καιρός το πράγμα να γίνει ευρύτερα γνωστό: η διεθνής φοβική ορολογία είναι ελληνική, και οι φοβίες μιλούν ελληνικά - σχεδόν όλες, κι αν όχι όλες, τουλάχιστον το 90 τοις 100. Και δεν μιλάμε εδώ για κοινόχρηστα, γνωστά και μη εξαιρετέα, όπως «ξενοφοβία», «αγοραφοβία», «υδροφοβία» και τα τοιαύτα, αλλά και για αδιαφανείς σπανιότητες, όπως, για παράδειγμα, το agyrophobia-«αγυροφοβία» (=ο φόβος να διασταυρώνεις τον δρόμο) ή το hylophobia-«υλοφοβία» (=ο φόβος των δασών)

Οι καλοί λεξικογράφοι το ήξεραν ανέκαθεν, αλλά τώρα είναι καιρός το πράγμα να γίνει ευρύτερα γνωστό: η διεθνής φοβική ορολογία είναι ελληνική, και οι φοβίες μιλούν ελληνικά – σχεδόν όλες, κι αν όχι όλες, τουλάχιστον το 90 τοις 100. Και δεν μιλάμε εδώ για κοινόχρηστα, γνωστά και μη εξαιρετέα, όπως «ξενοφοβία», «αγοραφοβία», «υδροφοβία» και τα τοιαύτα, αλλά και για αδιαφανείς σπανιότητες, όπως, για παράδειγμα, το agyrophobia-«αγυροφοβία» (=ο φόβος να διασταυρώνεις τον δρόμο) ή το hylophobia-«υλοφοβία» (=ο φόβος των δασών), ακόμη και για καβαλιστικά «καλαμπούρια» του τύπου triskaidekaphobia-«τρεισκαιδεκαφοβία» (=ο φόβος του αριθμού 13).

Η λίστα είναι, βέβαια, ανοιχτή και οι ψυχολόγοι πάντα έτοιμοι για φρέσκιες εγγραφές. Στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται, βέβαια, η «γερμανοφοβία», που ανήκει μεν στα ελληνικά «επίκαιρα» είναι, όμως, τόσο παλιά όσο και η εμφάνιση των γερμανικών φύλων στα πέριξ του Ρήνου, όπως θα εξηγήσουμε πιο κάτω.

Οι φοβίες, λένε οι ειδικοί, είναι κατά κανόνα άλογες και αδικαιολόγητες. Σύμφωνοι. Αν φοβάσαι, ας πούμε, τα τρεμάμενα σπουργίτια του χιονιά ή το πρώτο χελιδονάκι της άνοιξης («ορνιθοφοβία»). Αλλά κατ’εξαίρεση μπορεί να μην είναι και τόσο άλογες, και δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, με τα παρελκόμενά τους, δύσκολα θα κατέτασσαν τη γερμανοφοβία στις κατ’ εξοχήν άλογες περιπτώσεις. Άλλο, τώρα, αν τα συμπτώματα με τα οποία κατά καιρούς εκδηλώθηκε αυτό το σύνδρομο ήταν πολύ λιγότερο σοβαρά από την αιτία που τα προκάλεσε. Έτσι – για να δώσουμε ένα ευκρινές παράδειγμα – στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου οι Βρετανοί έπαυσαν να έχουν «γερμανικούς ποιμενικούς» και με επίσημη εγκύκλιο μετονόμασαν τα εν λόγω κατοικίδια σε «Αλσατούς». Το «ψευδώνυμο» ίσχυσε μέχρι το 1977, προφανώς όταν οι μυστικές υπηρεσίες διαβεβαίωσαν ότι δεν υπάρχει στα σκαριά Δ’ Ράιχ. Ωστόσο, αν τα σκυλιά πήραν πίσω το όνομά τους, εκατοντάδες λεωφόροι και σοκάκια, που είχαν βαφτιστεί «Γκαίτε» και «Σίλερ» και στη συνέχεια μετονομάστηκαν, δεν έχουν αποκατασταθεί ακόμη στον Καναδά και την Αμερική.
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι τυχοδιώκτες και οι πλιατσικολόγοι των Σταυροφοριών είχαν, ανάμεσα σε άλλα, και πρόβλημα ισλαμοφοβίας, και πάλι η ιστορία της γερμανοφοβίας είναι πολύ παλιότερη. Και για να γίνουμε συγκεκριμένοι, καμιά εθνότητα δεν φοβήθηκαν τόσο οι Καίσαρες της ρωμαϊκής κοσμοκράτειρας όσο τη γερμανική.

Το πρώτο ντοκουμέντο γερμανοφοβίας που διαθέτουμε είναι το εθνογραφικό έργο με τίτλο «Germania» του πιο συναρπαστικού ρωμαίου ιστορικού, του Τάκιτου. Ο τελευταίος θαυμάζει «το ξανθό γένος με τα γαλανά μάτια» για τον ανθεκτικό και σκληροτράχηλο χαρακτήρα του, την κοινωνική του οργάνωση και την πολεμική του αρετή· και το συγκρίνει, άλλοτε ρητά και άλλοτε έμμεσα, με ό,τι ο ίδιος θεωρεί παρακμιακό στη σύγχρονή του Ρώμη. Είναι προφανές ότι από ένα είδος ρομαντικού πριμιτιβισμού εξιδανικεύει τους «ευγενείς αγρίους» του Βορρά, είναι όμως ακόμη προφανέστερο ότι ανάμεσα στις γραμμές της θαυμαστικής του περιγραφής πρέπει να διαβάσουμε ένα δυσοίωνο προαίσθημα για όσα πρόκειται να συμβούν αν το εύρωστο εκείνο γένος και οι ανυπότακτες στην πλειονότητά τους φυλές του χαράξουν κάποτε πορεία προς τον ευρωπαϊκό Νότο της αυτοκρατορίας. Και πουθενά δεν είναι τόσο απτή η γερμανοφοβία του Ρωμαίου όσο στη διαπίστωσή του ότι στην άλλη όψη της γερμανικής αρετής ελλοχεύει σταθερά απρόβλεπτη βαρβαρότητα, άκαμπτο πείσμα και αδυσώπητη σκληρότητα.

Η «Γερμανία» του Τάκιτου είναι το πρώτο χρονικό μιας υφέρπουσας, πλην ευανάγνωστης, γερμανοφοβίας που επαληθεύτηκε πανηγυρικά από την Ιστορία. Τρεις περίπου αιώνες αργότερα, ένας γερμανός στρατηγός σάρωσε τη Ρώμη, και οργάνωσε «συνάντηση κορυφής» με τον τελευταίο αυτοκράτορά της, τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, στον οποίο επέβαλε αναγκαστική συνταξιοδότηση, στελνοντάς τον σε κάποια παραλία της Νάπολι για να εντρυφήσει ανενόχλητος, αν το επιθυμούσε, στα ιδιωτικά του «μπούνγκα μπούνγκα».
Για τη σημερινή ελληνική γερμανοφοβία, αυθεντική ή δραματοποιημένη, δεν χρειάζεται να πούμε τίποτε. Αλλά επειδή τις προάλλες το «Βήμα» αναρωτιόταν αν είναι εχθροί μας οι Γερμανοί, θα συμπληρώσουμε δυο μόνο ενδιαφέροντα στοιχεία.

Το πρώτο θα μπορούσε ίσως να προβληματίσει, αν όχι και να κατευνάσει, τους πυρακτωμένους πατριώτες που έχουν εντοπίσει τα γοτθικά γονίδια του Σόιμπλε, αλλά θα μπορούσε εξίσου να υποβοηθήσει και τη διαδικασία επαναπροσέγγισης ανάμεσα στο Βερολίνο και την Αθήνα: οι Γερμανοί (γράφει ο Τάκιτος) χρωστάνε πολλά στον δικό μας, τον καταδικό μας, Ηρακλή που μια φορά κι έναν καιρό τους επισκέφθηκε και που έγινε στη συνέχεια ήρωας των πολεμικών τους θουρίων (Στον Ρήνο, σύμφωνα με τον ρωμαίο ιστορικό, βρέθηκε για ένα φεγγάρι και ο Οδυσσέας, αλλά τι ακριβώς σκάρωνε ο πολυμήχανος εκεί θα πρέπει να παραμείνει μυστήριο).

Το δεύτερο είναι από εκείνα που θα μπορούσαν να εξάψουν τη γερμανοφοβία μας, αν και δεν θα έπρεπε να μας εκπλήξει υπό το φως των πρόσφατων γεγονότων: οι Γερμανοί (γράφει πάλι ο Τάκιτος) έχουν μια ολέθρια συνήθεια, τουτέστιν παίρνουν αποφάσεις όταν δεν είναι αρκετά νηφάλιοι και προσπαθούν να τα μαζέψουν εκ των υστέρων.

* Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.