Στην κρισιμότερη φάση για τον (επιδιωκόμενο και αναγκαστικό) πολιτικό μετασχηματισμό του και τη δυνατότητά του να επιβιώσει ως ενιαίος πολιτικός οργανισμός εισέρχεται το ΠαΣοΚ από σήμερα, καθώς δρομολογούνται πλέον οριστικά οι διαδικασίες για την αλλαγή ηγεσίας και την περαιτέρω πορεία του κόμματος στην εποχή των μνημονίων.
Οπως ομολογούν πολλά από τα κορυφαία στελέχη και τους βουλευτές του ΠαΣοΚ, η σελίδα που αλλάζει δεν περιλαμβάνει μόνο την ανάδειξη νέας ηγεσίας αλλά το περιεχόμενό της επεκτείνεται στη φυσιογνωμία του κόμματος, στις κινήσεις που θα πρέπει ή θα είναι σε θέση να κάνει μετά τις επερχόμενες εκλογές και εν τέλει στο αν το ΠαΣοΚ θα μπορέσει να παραμείνει συμπαγές και ομοιογενές μετά το αποτέλεσμα της κάλπης. Εν όψει αυτών η εικόνα που παρουσιάζει το κόμμα αντιστοιχεί σε μια πολιτική Βαβέλ περισσότερο ίσως από ποτέ στο παρελθόν. Η συμπόρευση μιας συντριπτικής πλειονότητας βουλευτών και στελεχών με τον κ. Ευ. Βενιζέλο είναι μεν προφανής, την ίδια στιγμή όμως υπάρχει η έκδηλη αμηχανία πολλών με αφορμή τη συζήτηση για τα μετεκλογικά σενάρια.
«Διαχείριση της εξουσίας»…
Το δίλημμα που διαμορφώνεται έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί στη συζήτηση για το αν το ΠαΣοΚ θα πρέπει ήδη να συζητεί τη μετεκλογική συμμετοχή του σε μια συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, προκαταλαμβάνοντας μάλιστα το αποτέλεσμα των εκλογών.
Στη συζήτηση αυτή, την οποία άνοιξε η «βενιζελική» πλευρά διά του κ. Α. Λοβέρδου, όταν εκείνος τάχθηκε υπέρ της μετεκλογικής συνεργασίας με τη ΝΔ, εκφράζονται ήδη επιφυλάξεις πολλών, ενώ ακόμη και ο ίδιος ο κ. Βενιζέλος έσπευσε να μετριάσει τις εντυπώσεις λέγοντας ότι το μετεκλογικό σκηνικό θα διαμορφωθεί με βάση την ψήφο των πολιτών στις εκλογές.
Παρά ταύτα, η αίσθηση που επικρατεί στις τάξεις των βουλευτών και στελεχών είναι πως εν όψει αλλαγής ηγεσίας στο ΠαΣοΚ διαμορφώνονται δύο τάσεις οι οποίες πιθανώς και θα συγκρουστούν το προσεχές διάστημα.
Η μία, εκπεφρασμένη κυρίως και δημοσίως από τον κ. Λοβέρδο και δευτερευόντως από κορυφαία στελέχη που έχουν συνταχθεί εν τέλει με τον κ. Βενιζέλο, όπως η κυρία Αννα Διαμαντοπούλου και ο κ. Μιχ. Χρυσοχοΐδης, θέλει το ΠαΣοΚ ενεργό κομμάτι ενός μετεκλογικού μεγάλου συνασπισμού.
Κάποιοι είναι διατεθειμένοι ακόμη και να συμμετάσχουν σε μια κυβέρνηση υπό τον κ. Α. Σαμαρά, κάποιοι άλλοι, όπως ο κ. Κ. Σκανδαλίδης, ευελπιστούν ότι το εκλογικό αποτέλεσμα θα είναι τέτοιο ώστε να μην αναδειχθεί ο πρόεδρος της ΝΔ σε αδιαμφισβήτητο πρωθυπουργό, τον οποίο θα πρέπει να στηρίξει το ΠαΣοΚ υπό τη νέα του ηγεσία και παίρνοντας κάποια υπουργεία στην επόμενη κυβέρνηση.
Η λογική αυτής της «πτέρυγας» του κόμματος συνοψίστηκε από τον κ. Βενιζέλο την προηγούμενη Παρασκευή στη Βουλή με την επιχειρηματολογία περί αναγκαιότητας να υπάρξει πολιτική διεύθυνση της χώρας μετά τις εκλογές.
Κυριαρχεί δε μεταξύ των υποστηρικτών αυτής της τάσης και η βεβαιότητα ότι οι ξένες κυβερνήσεις και οι δανειστές της χώρας επιθυμούν μια κυβέρνηση, κατά προτίμηση συνασπισμού, με ασφαλή πλειοψηφία τουλάχιστον 160 εδρών και αποτελούμενη από δυνάμεις που έχουν ήδη δεσμευθεί για την τήρηση όσων έχουν συμφωνηθεί.
Στην «απέναντι» εσωκομματική όχθη βρίσκεται μια ομάδα μελών της σημερινής κυβέρνησης, βουλευτών και χαμηλόβαθμων στελεχών τα οποία είτε έχουν συνταχθεί θεωρητικώς με τον κ. Χρ. Παπουτσή είτε αποφεύγουν να εκδηλώσουν ενυπόγραφα τη στήριξή τους προς τον έναν ή τον άλλον διεκδικητή της ηγεσίας του ΠαΣοΚ.
Με βάση τις απόψεις αυτών των προσώπων, μεταξύ των οποίων ο κ. Ι. Ραγκούσης, ο κ. Γ. Πεταλωτής, η κυρία Κατερίνα Μπατζελή, ο κ. Θ. Οικονόμου κ.ά., η συζήτηση για τη μετεκλογική συνεργασία είναι κατ’ αρχάς άκαιρη και δευτερευόντως βλαπτική.
Οπως εκτιμούν πολλοί από αυτούς τους βουλευτές, μια τέτοια συζήτηση αναδεικνύει το ΠαΣοΚ ως διαχειριστή της εξουσίας, περιορίζει τις δυνατότητες αυτοκριτικής σε μηχανιστικά πλαίσια και στη λογική του «τι δεν κάναμε» και όχι του «τι κάναμε λάθος» και υπονομεύει τις δυνατότητες πολιτικού μετασχηματισμού του ΠαΣοΚ, ανάδειξης «υγιών δυνάμεων» και διαλόγου με τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης.
Κατά την άποψη των στελεχών αυτών, όπως τη συνοψίζει η κυρία Μπατζελή, ένα από τα λάθη που κινδυνεύει να κάνει το ΠαΣοΚ το επόμενο διάστημα είναι να αναδείξει το Μνημόνιο 2 σε ιδεολογική και κομματική πλατφόρμα και όχι να το αφήσει πίσω του ως μια πολιτική διαχείρισης της κρίσης. Κάτι τέτοιο, εκτιμά μια μεγάλη μερίδα του κόμματος, μπορεί να καταλήξει εν τέλει στον πολιτικό κατακερματισμό του ΠαΣοΚ.
Το οικονομικό πρόβλημα
Οσο το αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων θα εκκρεμεί το προσεχές διάστημα το ΠαΣοΚ καλείται να προετοιμαστεί για τη δυσκολότερη εκλογική αναμέτρηση της ιστορίας του. Εν όψει αυτών, η νέα ηγεσία θα παραλάβει ένα κόμμα οικονομικά καταρρακωμένο, καταχρεωμένο και με υπαλλήλους απλήρωτους εδώ και έξι μήνες. Ενδεχομένως να πρόκειται για έναν από τους σημαντικότερους πονοκεφάλους της νέας κομματικής ηγεσίας καθώς θεωρείται βέβαιον ότι κάποιες δεκάδες πρόσωπα (σύμβουλοι, συνεργάτες) θα πρέπει να μετεγκατασταθούν στην Ιπποκράτους και στις διαλυμένες οργανώσεις, χωρίς αυτή τη στιγμή να είναι γνωστόν πώς και πότε θα πληρωθούν. Υπό αυτές τις συνθήκες η πορεία του ΠαΣοΚ προς τις εκλογές συναντά άλλο ένα εμπόδιο.
Προετοιμασίες
Μετά τις 15 Μαρτίου η παραίτηση Βενιζέλου
Ενα ζήτημα των προσεχών ημερών αφορά τον κ. Ευ. Βενιζέλο, τη θέση του στην κυβέρνηση και τον χρόνο κατά τον οποίο θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στον κομματικό του ρόλο, εφόσον εν τέλει αναδειχθεί νέος πρόεδρος του ΠαΣοΚ. Καθοριστική παράμετρος για τις εξελίξεις είναι οι διαδικασίες για την εκλογή ηγεσίας του ΠαΣοΚ.
Μετά τις 15 Μαρτίου η παραίτηση Βενιζέλου
Ενα ζήτημα των προσεχών ημερών αφορά τον κ. Ευ. Βενιζέλο, τη θέση του στην κυβέρνηση και τον χρόνο κατά τον οποίο θα αφοσιωθεί αποκλειστικά στον κομματικό του ρόλο, εφόσον εν τέλει αναδειχθεί νέος πρόεδρος του ΠαΣοΚ. Καθοριστική παράμετρος για τις εξελίξεις είναι οι διαδικασίες για την εκλογή ηγεσίας του ΠαΣοΚ.
Με βάση την απόφαση που ελήφθη από το Πολιτικό Συμβούλιο της Παρασκευής, ακόμη κι αν υποψήφιος είναι ένας, κάλπες θα στηθούν κανονικά στις 18 Μαρτίου.
Με βάση αυτό, προσδιορίζεται εν πολλοίς και ο χρόνος παραίτησης του κ. Βενιζέλου από το υπουργείο Οικονομικών. Κάτι τέτοιο, σύμφωνα και με πηγές του Μεγάρου Μαξίμου, δεν πρόκειται να συμβεί πριν από τις 15 του μηνός, οπότε αναμένεται να υπογραφεί από τον κ. Βενιζέλο η νέα δανειακή σύμβαση. Επιπλέον, τότε ξεκινά βάσει της συμφωνίας για το PSI η φάση ανταλλαγής των ομολόγων του Μαρτίου, που στην ουσία ήταν και το ορόσημο για την αποφυγή της τυπικής πτώχευσης της χώρας.
Βάσει αυτών η 18η Μαρτίου θεωρείται η καταληκτική ημερομηνία για την παρουσία του κ. Βενιζέλου στο υπουργείο Οικονομικών.
Παράλληλα κάποιοι πολιτικοί κύκλοι συναρτούν τις εξελίξεις και τις κινήσεις του κ. Βενιζέλου και με τον χρόνο προκήρυξης ή ανακοίνωσης των εκλογών και πάντως εκτιμούν ότι από την 25η Μαρτίου ο σημερινός υπουργός Οικονομικών θα στραφεί πλέον ψυχή τε και σώματι στον προεκλογικό αγώνα.
Εφόσον όλα κυλήσουν ομαλά στο πεδίο της ανταλλαγής των ομολόγων ως και την καταληκτική ημερομηνία της 23ης Μαρτίου που όρισε η κυβέρνηση για τη συμμετοχή όσων δεν μπήκαν στην πρώτη φάση του PSI, μελετάται το ενδεχόμενο να υπάρξει ως την επέτειο της 25ης Μαρτίου μια απλή κυβερνητική ανακοίνωση για τον χρόνο των εκλογών. Στόχος μιας τέτοιας κίνησης θα είναι μεταξύ των άλλων και μια απόπειρα εκτόνωσης των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας ανά τη χώρα.
Δεδομένου όμως ότι ως το τέλος του μηνός, δηλαδή την εβδομάδα μετά την 25η Μαρτίου, η Βουλή θα πρέπει να είναι ανοιχτή και να έχει ψηφίσει μια σειρά νομοσχέδια και ρυθμίσεις, οι εκλογές πιθανολογείται ότι θα προκηρυχθούν στις αρχές Απριλίου. Ως τότε εκτιμάται ότι ο κ. Βενιζέλος θα έχει ήδη αποχωρήσει από το υπουργείο Οικονομικών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ