Tριάμισι χρόνια μετά το πιστωτικό «μπλακάουτ» του 2008, η οικονομία της Ισλανδίας, της μικρής νησιωτικής χώρας των 320.000 ψυχών, ανθεί και πάλι. Το ΑΕΠ ενισχύεται σημαντικά (η ανάπτυξη άγγιξε πέρυσι το 3% και αναμένεται να φθάσει εφέτος το 2,4%), η ανεργία υποχωρεί στο 7,2%, το δημόσιο χρέος διατηρείται κοντά στο «αποδεκτό» 100% του ΑΕΠ, με πτωτικές μάλιστα τάσεις (αναμένεται να πέσει στο 80% ως το 2016), και τους οίκους αξιολόγησης, τους ίδιους που «βούλιαξαν» με τις υποβαθμίσεις τους τη μισή Ευρώπη, να δίνουν το «πράσινο φως» για την επιστροφή της Ισλανδίας στις αγορές.
Τι είναι λοιπόν αυτό που έκανε τη Fitch πριν από λίγες ημέρες να αναβαθμίσει την πιστοληπτική ικανότητα της Ισλανδίας στο «BBB-», ακολουθώντας τις αντίστοιχες κινήσεις των S&P και Moody’s; Δεν μπορεί, κάτι σωστό πρέπει να έκαναν οι Ισλανδοί για να τους καλοδέχονται τόσο γρήγορα οι σκληρόκαρδες αγορές. Και η απάντηση είναι απλή: αντί να χρεοκοπήσουν ως κράτος, οι ισλανδοί απόγονοι των Βίκινγκς χρεοκόπησαν τις τρεις μεγάλες, ένοχες για την κρίση τράπεζές τους (Kaupthing, Landsbanki και Glitnir), που είχαν φθάσει στο σημείο να χρωστούν στους ξένους πελάτες και πιστωτές κάπου… 85 δισ. δολάρια – έξι φορές το ισλανδικό ΑΕΠ! Το αντίθετο δηλαδή από την Ιρλανδία, που στενάζει κάτω από το μνημόνιο επειδή ακριβώς έσπευσε να στηρίξει τις έξι καταχρεωμένες τράπεζές της με χρήμα των φορολογουμένων. Βεβαίως τα μεγέθη δεν είναι τα ίδια.
Σε κάθε περίπτωση η ισλανδική κυβέρνηση εγγυήθηκε με κρατικό χρήμα μόνο τους τραπεζικούς λογαριασμούς των υπηκόων της και αρνήθηκε την αποπληρωμή των υπολοίπων – κηρύσσοντας ουσιαστικά στάση πληρωμών «προς τα έξω» και αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τους 400.000 ξένους (κυρίως Βρετανούς και Ολλανδούς) πελάτες των ισλανδικών τραπεζών.
Τα αντίποινα υπήρξαν όντως σοβαρότατα: η βρετανική κυβέρνηση έφθασε στο σημείο να «παγώσει» τα περιουσιακά στοιχεία της ισλανδικής κεντρικής τράπεζας, χρησιμοποιώντας την αντιτρομοκρατική νομοθεσία! Και η χώρα πλήρωσε τη στάση της αυτή. Αναγκαστικά η κυβέρνηση προχώρησε σε υποτίμηση, με την κορόνα να χάνει ταχύτατα πάνω από το 50% της αξίας της έναντι των ξένων νομισμάτων αναφοράς, επέβαλε αυστηρούς κανόνες στην κίνηση κεφαλαίων, ώστε να αποτρέψει τη φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό, και δεν απέφυγε το ΔΝΤ. Στην πορεία βέβαια το Ρέικιαβικ έφθασε δύο φορές πολύ κοντά σε έναν ιστορικό διακανονισμό με τους ξένους πιστωτές, που προέβλεπε την αποζημίωση των ξένων πελατών σε βάθος χρόνου: και τις δύο φορές όμως η αντίδραση των ισλανδών πολιτών ήταν τόσο έντονη ώστε τα σχέδια κατέρρευσαν.
Η διετία 2008-2010 υπήρξε πολύ δύσκολη γι’ αυτούς: παρά την έκτακτη ξένη βοήθεια (1,5 δισ. ευρώ από το ΔΝΤ και 3 δισ. ακόμη από τις σκανδιναβικές χώρες) το ΑΕΠ υποχώρησε συνολικά κατά 14,3%, οι μισθοί κατέρρευσαν, οι τιμές των εισαγόμενων προϊόντων εκτοξεύθηκαν στα ύψη, η χρηματιστηριακή αξία των ισλανδικών επιχειρήσεων κατέρρευσε (ο δείκτης έπεσε από τις 8.000 μονάδες στις… 400), ενώ ο πληθωρισμός άγγιξε κάποια στιγμή το 19%, δημιουργώντας σοβαρά προβλήματα σε χιλιάδες νοικοκυριά – και ιδιαίτερα σε όσα νοικοκυριά είχαν ήδη φορτωθεί με βαριά στεγαστικά δάνεια στα χρόνια της «φούσκας».
Ο πρόεδρος της χώρας Ολαφούρ Ράγκναρ Γκρίμσον το λέει ξεκάθαρα: η ισλανδική «συνταγή» εξόδου από τη χρεοκοπία μόνον εν μέρει έχει να κάνει με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει κατ’ αυτόν είναι η εκ νέου επιβολή της λαϊκής θέλησης επί των συμφερόντων των αγορών: «Η Ισλανδία αγνόησε τις ζοφερές προειδοποιήσεις των οίκων αξιολόγησης και άλλων θεσμών, και τα κατάφερε μια χαρά. Το παράδειγμά μας θα μπορούσε να αντιγραφεί και από άλλες χώρες που βρίσκονται σε ανάλογη κατάσταση» δήλωσε με νόημα πριν από λίγες ημέρες ο κ. Γκρίμσον στο Reuters.
Στο εδώλιο
* Ο βασικός πολιτικός υπεύθυνος της χρεοκοπίας, ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Γκέιρ Χάαρντε (φωτογραφία) κάθεται από την περασμένη Δευτέρα στο εδώλιο του ειδικού δικαστηρίου της χώρας, του Landsdómur, κατηγορούμενος για εγκληματική αμέλεια κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008. Ο Χάαρντε είναι ο πρώτος ηγέτης παγκοσμίως που κατηγορείται για τη διεθνή οικονομική κρίση, ενώ αν καταδικαστεί αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης ως δύο χρόνια. Από την πλευρά του ο 60χρονος πρώην πρωθυπουργός καταγγέλλει ότι είναι θύμα πολιτικής δίωξης από τη σημερινή (κεντροαριστερή) κυβέρνηση και απορρίπτει την κατηγορία ότι έθεσε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της χώρας.
* Ο βασικός πολιτικός υπεύθυνος της χρεοκοπίας, ο κεντροδεξιός πρώην πρωθυπουργός Γκέιρ Χάαρντε (φωτογραφία) κάθεται από την περασμένη Δευτέρα στο εδώλιο του ειδικού δικαστηρίου της χώρας, του Landsdómur, κατηγορούμενος για εγκληματική αμέλεια κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008. Ο Χάαρντε είναι ο πρώτος ηγέτης παγκοσμίως που κατηγορείται για τη διεθνή οικονομική κρίση, ενώ αν καταδικαστεί αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης ως δύο χρόνια. Από την πλευρά του ο 60χρονος πρώην πρωθυπουργός καταγγέλλει ότι είναι θύμα πολιτικής δίωξης από τη σημερινή (κεντροαριστερή) κυβέρνηση και απορρίπτει την κατηγορία ότι έθεσε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της χώρας.
* Το σίγουρο είναι ότι αν πάει τελικά φυλακή θα έχει… εκλεκτή παρέα, αφού έχουν ήδη απαγγελθεί κατηγορίες σε βάρος 90 ατόμων, στην πλειονότητά τους τραπεζικών αλλά και κυβερνητικών στελεχών, ενώ η σχετική δικογραφία περιλαμβάνει περισσότερα από 200 πρωτοκλασάτα ονόματα! Και οι καταδίκες πέφτουν βροχή – τον Γενάρη ο πρόεδρος, ο διευθυντής και αρκετά μέλη του διοικητικού συμβουλίου της χρεοκοπημένης τράπεζας Kaupthing Bank καταδικάστηκαν σε πολύμηνες ποινές φυλάκισης, καθώς κρίθηκαν ένοχοι για απάτη και χειραγώγηση της αγοράς.
Χρεοκόπησαν οι τράπεζες, όχι το κράτος
Χαρίστηκαν οφειλές άνω του 1 δισ. ευρώ ελαφρύνοντας σημαντικά το πιστωτικό φορτίο των νοικοκυριών
Η κυβέρνηση της Ισλανδίας και οι νέες, κρατικές τράπεζες που εκείνη δημιούργησε μετά την υποχρεωτική χρεοκοπία των αμαρτωλών παλαιών που είχαν φουλ στα «τοξικά» δεν αδιαφόρησαν για τις «παράπλευρες απώλειες» της κρίσης: αντιθέτως έσπευσαν να «κουρέψουν» τα στεγαστικά δάνεια, πείθοντας τις τράπεζες ότι με αυτόν τον τρόπο θα γλίτωναν κι αυτές από το δεδομένο κύμα επισφαλειών, καθώς πριν από το «κούρεμα» το 40% των δανειοληπτών καθυστερούσαν ή είχαν διακόψει εντελώς τις πληρωμές τους.
Χαρίστηκαν οφειλές άνω του 1 δισ. ευρώ ελαφρύνοντας σημαντικά το πιστωτικό φορτίο των νοικοκυριών
Η κυβέρνηση της Ισλανδίας και οι νέες, κρατικές τράπεζες που εκείνη δημιούργησε μετά την υποχρεωτική χρεοκοπία των αμαρτωλών παλαιών που είχαν φουλ στα «τοξικά» δεν αδιαφόρησαν για τις «παράπλευρες απώλειες» της κρίσης: αντιθέτως έσπευσαν να «κουρέψουν» τα στεγαστικά δάνεια, πείθοντας τις τράπεζες ότι με αυτόν τον τρόπο θα γλίτωναν κι αυτές από το δεδομένο κύμα επισφαλειών, καθώς πριν από το «κούρεμα» το 40% των δανειοληπτών καθυστερούσαν ή είχαν διακόψει εντελώς τις πληρωμές τους.
Ετσι αποφασίστηκε να «κουρευτούν» τα στεγαστικά δάνεια η αξία των οποίων ξεπερνά το 110% της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Με τον τρόπο αυτό και τα νοικοκυριά που πλήρωναν δάνειο για κάτι που άξιζε πολύ λιγότερο ανακουφίστηκαν και οι τράπεζες «καθάρισαν» τα βιβλία τους από τις επισφάλειες.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, οι τράπεζες «χάρισαν» ως τώρα συνολικά χρέη άνω του 1 δισ. ευρώ, που αναλογούν στο 13% του ΑΕΠ, ελαφρύνοντας σημαντικά το πιστωτικό φορτίο των Ισλανδών. Σπουδαίο ρόλο σε αυτό έπαιξε βέβαια και το ανώτατο δικαστήριο της χώρας, που έκρινε παράνομα όλα τα δάνεια που ήταν υπολογισμένα σε ξένα νομίσματα – απόφαση με την οποία ουσιαστικά διεγράφη η πρόσθετη ζημιά στα χρεωμένα νοικοκυριά από τη ραγδαία υποτίμηση του εθνικού νομίσματος.
Οπως έγραψε χαρακτηριστικά πριν από λίγο καιρό ο δανός οικονομολόγος Λαρς Κρίστενσεν: «Η Ισλανδία είναι πλέον και επίσημα παγκόσμια πρωταθλήτρια στην ανακούφιση των νοικοκυριών από τα χρέη, κάτι που αποτελεί βασικό προαπαιτούμενο για την ταχύτερη έξοδο μιας οικονομίας από τον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Σε τελική ανάλυση, το δίδαγμα της Ισλανδίας είναι πως όταν τα νοικοκυριά δεν είναι πια σε θέση να πληρώσουν τα χρέη τους οι τράπεζες πρέπει να το αποδεχτούν, όποια κι αν είναι τα συμφέροντά τους».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ