Ο Λουντοβίκ Μπουρς θα χρειαστεί, μόλις βρει λίγο ελεύθερο χρόνο τουλάχιστον, να αγοράσει ένα καινούργιο έπιπλο για το σπίτι του. Διότι πού αλλού θα χωρέσουν τα βραβεία με τα οποία έχει τιμηθεί εφέτος για τη μουσική επένδυση του κινηματογραφικού success story της χρονιάς, της ταινίας «The Artist», η οποία μάγεψε κοινό και κριτικούς με τη ρετρό ατμόσφαιρά της και έκανε εν μιά νυκτί σταρ παγκοσμίου βεληνεκούς τον γάλλο ηθοποιό Ζαν Ντυζαρντέν. Ο ταλαντούχος κύριος Μπουρς θα μάθει λοιπόν απόψε αν τη συλλογή του θα στολίσει και ένα Οσκαρ, υπέρτατη τιμή για οποιονδήποτε εργάτη του σινεμά, πόσω μάλλον για έναν ευρωπαίο μουσικό που δεν διαθέτει τεράστια εμπειρία στη σύνθεση κινηματογραφικών σάουντρακ, αλλά υπερέβαλε εαυτόν και βρέθηκε να ανταγωνίζεται μετρ του είδους όπως ο Τζον Γουίλιαμς, ο Χάουαρντ Σορ και ο Αλμπέρτο Ιγκλέσιας (σ.α. το κείμενο δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου. Ο Μπουρς ήταν τελικά ο νικητής). Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι τον παρέσυρε η φόρα της ταινίας, που έχει προταθεί για συνολικά 10 Οσκαρ και κοντεύει να φτάσει τα 70 εκατ. δολάρια σε εισπράξεις διεθνώς – ένας άθλος για μια μέση γαλλική παραγωγή –, η μουσική του όμως παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στο ασπρόμαυρο αυτό φιλμ από το οποίο απουσιάζουν οι διάλογοι που δεν θα ήταν υπερβολή ακόμη και να πούμε ότι λειτουργεί σαν ηθοποιός, σαν αόρατος αφηγητής. Από αυτό ξεκινήσαμε την κουβέντα μας, τον ρόλο της μουσικής του στην ταινία, και φθάσαμε ως τον Παναθηναϊκό, κάτι περίεργους, πειραματιστές παραγωγούς ηλεκτρονικής μουσικής που του αρέσουν, αλλά και τη γνώμη του για τον Ιάννη Ξενάκη και τη Νάνα Μούσχουρη.
Κύριε Μπουρς, το σάουντρακ παίζει καίριο ρόλο στην ταινία «The Artist», ένα φιλμ-φόρο τιμής στο ασπρόμαυρο βωβό σινεμά της δεκαετίας του ΄20. Πόσο σας δυσκόλεψε το γεγονός ότι λόγω της φύσης της ταινίας δεν υπήρχε σκηνή απ’ την οποία να περνά απαρατήρητη η μουσική επένδυση; «Ηταν σαφώς μια πολύ απαιτητική ιστορία αυτή η εργασία, όχι μόνο επειδή η μουσική θα έπαιζε τόσο σημαντικό ρόλο στην ταινία, αλλά και διότι δεν θέλαμε να την προσεγγίσουμε ως ένα απολύτως τυπικό ασπρόμαυρο φιλμ του βωβού κινηματογράφου. Δεν θέλαμε, δηλαδή, η μουσική να υπογραμμίζει τη δράση και να παίζει μαζί της, αλλά να εκφράζει συναίσθημα και χιούμορ μαζί. Με τον Μισέλ Χαζαναβίσιους γνωριζόμαστε 15 χρόνια και έχουμε συνεργαστεί και άλλες φορές, θα πρέπει όμως να σας εξομολογηθώ ότι, παρά τις κοινές μας εμπειρίες και το γεγονός ότι είμαστε φίλοι και ενώ γενικώς δεν έχουμε αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα στη συνεργασία μας, αυτή τη φορά δεν συμφωνούσαμε σχεδόν σε τίποτε. Μαλώναμε συνέχεια, συγκρουόμασταν, ήταν κάπως περίεργα τα πράγματα ως τον τελευταίο μήνα της δουλειάς. Τότε, σαν από θαύμα, αρχίσαμε να συνεννοούμαστε τέλεια. Εχω καταλήξει στο ότι ίσως η ατμόσφαιρα της ταινίας, η αρμονία ανάμεσα στη δική μου δουλειά, τη μουσική, και σε εκείνη του Μισέλ, τη σκηνοθεσία, να μην είχε το ίδιο καλό αποτέλεσμα αν είχαν πάει όλα καλά από την αρχή. Η μουσική πρέπει να μεταφράζει την εικόνα στο μυαλό, να τη βοηθά να κατοικήσει στο πνεύμα. Η ταινία βασίζεται κυρίως στο συναίσθημα, το αγνό συναίσθημα, αυτό που δημιουργεί η μουσική, γι’ αυτό και είναι μια εμπειρία οπτικοακουστική».
Περιμένατε αυτή την επιτυχία όταν παρουσιάσατε το φιλμ πέρυσι στο Φεστιβάλ Καννών; «Καθόλου, και θα ήθελα να διευκρινίσω ότι δεν φτιάξαμε αυτή την ταινία για να κάνουμε επιτυχία. Η μόνη επιθυμία μας, η μόνη υποχρέωση που θεωρήσαμε ότι είχαμε απέναντι στον γάλλο παραγωγό της, ο οποίος ρίσκαρε πολλά χρήματα για να τη φτιάξουμε, ήταν να προλάβουμε να την παρουσιάσουμε στις Κάννες, σε όλον αυτόν τον κόσμο της κινηματογραφικής βιομηχανίας, για να της δώσουμε έτσι αυτή τη μικρή έστω δυνατότητα να αποκτήσει διεθνή διανομή και μια καλή τύχη. Ηταν για εκείνον ένα ρίσκο, δούλεψαν πάρα πολλοί άνθρωποι για αυτό το πρότζεκτ και ήταν μεγάλη η ικανοποίηση όταν από την υποδοχή στις Κάννες καταλάβαμε ότι θα είχε μια καλή πορεία. Για εμένα αυτή η αναγνώριση είναι μια μεγάλη ανταμοιβή, τη νιώθω μέσα στην καρδιά μου ολοκληρωτικά και δεν τα λέω εύκολα αυτά. Είμαι ένας άνθρωπος ταπεινός, που συνήθως αποφεύγει την προβολή. Βρισκόμουν και βρίσκομαι πάντα στην υπηρεσία της μουσικής. Εγώ για πρώτη φορά στη ζωή μου αισθάνομαι τόσο υπερήφανος για μια δουλειά. Ολη αυτή η επιτυχία και η αγάπη μού δίνουν τη δύναμη να συνεχίσω να υπηρετώ τη μουσική».
Η υποψηφιότητα για Οσκαρ πώς σας φαίνεται; Εχετε κερδίσει ήδη πολλά σημαντικά βραβεία, αλλά φαντάζομαι πως για έναν ευρωπαίο καλλιτέχνη, για κάποιον που βρίσκεται εκτός του κυκλώματος του Χόλιγουντ, το Οσκαρ φαντάζει πάντα σαν άπιαστο όνειρο. «Φυσικά. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα φανταστεί ότι θα είχα οποιουδήποτε είδους αναγνώριση στις ΗΠΑ. Αυτή τη στιγμή έχω κερδίσει συνολικά 18 βραβεία. Είναι απίστευτο και μόνο που το λέω, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι το ένα από αυτά, το European Film Award Καλύτερου Συνθέτη, κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Για να είμαι ειλικρινής, όταν τελειώναμε τη δουλειά για το “The Artist”, σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να κερδίσω ένα βραβείο, οποιοδήποτε, δεν είχε σημασία ποιο, για αυτή την ταινία, ως δικαίωση, διότι επρόκειτο για ένα δύσκολο, σκληρό πρότζεκτ, ως αναγνώριση για τη σκληρή δουλειά. Και μόνο που βρίσκομαι ανάμεσα στους υποψηφίους μού είναι αρκετό, δεν το χωράει το μυαλό μου».
Εχετε ασχοληθεί ως τώρα στην καριέρα σας με διάφορα είδη μουσικής, μερικά μάλιστα, όπως το χιπ-χοπ και το heavy metal, θα εξέπλητταν όποιον σας γνώρισε ως καλλιτέχνη τώρα με το «The Artist». Ηταν μια ανάγκη σας να πειραματιστείτε ή σας αρέσουν πραγματικά; Τελικά, ποιο είδος μουσικής βρίσκεται πιο κοντά στην καρδιά σας; «Για να πω την αλήθεια, αναγκάστηκα να δουλέψω επάνω σε αυτά τα είδη για να ζήσω, για να έχω να φάω. Ηταν βέβαια ωραίες συνεργασίες, ενδιαφέρουσες γνωριμίες, ακόμη και συναρπαστικές οι εμπειρίες αυτές. Αλλά, ξέρετε, όλα είναι μουσική και το κάθε στυλ έχει τη γοητεία του, όπως και άνθρωποι που είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους μπορούν να είναι εξίσου γοητευτικοί. Τώρα έχω κλείσει πια τα 40 και έχω πίσω μου την εμπειρία της ταινίας, που υπήρξε καθοριστική για τη ζωή μου. Θα έλεγα με σχετική σιγουριά ότι με συγκινούν και ο ρομαντισμός στα τέλη του 19ου αιώνα και το μοντέρνο, αλλά και ο αιθέριος μινιμαλισμός, όπως μπορώ να είμαι χαριτωμένος και βρώμικος, συμπαθητικός και μισητός. Μην ξεχνάτε ότι δεν έχω σπουδάσει σύνθεση, δεν έχω πάει σε κάποιο ωδείο. Είμαι ένας αυτοδίδακτος μουσικός που έχει μάθει ό,τι έχει μάθει μόνος του, διαβάζοντας βιβλία, παίζοντας σε συναυλίες. Και στον δρόμο μου γνώρισα πολλούς ανθρώπους σημαντικούς, πολλούς μουσικούς που με βοήθησαν και μου δίδαξαν πολλά, μοιραστήκαμε γνώσεις και εμπειρίες. Οταν βέβαια κάθομαι να συνθέσω για τον εαυτό μου, για τη δική μου ευχαρίστηση, τότε οι μουσικές που φτιάχνω θα έλεγα ότι ανήκουν στον ρομαντισμό».
Η ποπ μουσική σάς αρέσει; Βρίσκετε εκεί πράγματα να σας εμπνεύσουν; «Κοιτάξτε, κι αυτή μουσική είναι και σε όλα τα είδη μουσικής, ακόμη και σε εκείνα που δεν μου αρέσουν, βρίσκω κάτι να με ιντριγκάρει. Οτιδήποτε αρέσει σε κάποιον μου εξάπτει την περιέργεια να μάθω γιατί. Και σηκώνουν ανάλυση ακόμη και τα ποπ τραγούδια, τα οποία διαμορφώθηκαν όπως τα ξέρουμε σήμερα από τον Μάικλ Τζάκσον και τη Μαντόνα. Από αυτούς ξεκίνησαν όλα, χρησιμοποίησαν samples, ήχους από διαφορετικά είδη. Εχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι υπάρχει μια φόρμουλα που χρησιμοποιείται ευρέως στη δημιουργία ποπ τραγουδιών, ακόμη και από εκείνους που δεν το κάνουν συνειδητά. Εμένα όμως μου αρέσουν οι συνθέτες της ηλεκτρονικής μουσικής και με ενδιαφέρουν πάρα πολύ όλες οι εξελίξεις που φέρνει η τεχνολογική πρόοδος, αυτά που μπορείς να κάνεις με το iPad, με όλα αυτά τα νέα μέσα και τα applications. Να σας πω επίσης ότι ξεχωρίζω τον παραγωγό Skrillex. Τον θεωρώ εξαιρετικά ταλαντούχο και παρακολουθώ με ενδιαφέρον τους καλλιτέχνες που ανήκουν στο δυναμικό της βρετανικής δισκογραφικής εταιρείας Warp».
Διάβασα κάπου ότι χρειάστηκε να παρακολουθήσετε πολλές ασπρόμαυρες ταινίες του βωβού σινεμά προκειμένου να προετοιμαστείτε για το «The Artist». Υπάρχει κάποια που να σας εντυπωσίασε; «Η αγαπημένη μου ταινία από όλες αυτές και μία από τις αγαπημένες μου γενικώς είναι “Η αυγή” και γυρίστηκε το 1927 από τον Γερμανό Φρίντριχ Μουρνάου. Είναι μια πάρα πολύ όμορφη ταινία, απίστευτη, με μαγικές σεκάνς όπως αυτές με τη βάρκα στο ποτάμι που φθάνει ως την πόλη. Είναι υπέροχη η χρήση του φωτός, πρόκειται για μια εξαιρετική δουλειά ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Επρεπε να περάσουν περισσότερο από 80 χρόνια για να δω ξανά κάτι τόσο εντυπωσιακό στο σινεμά και αυτό ήταν το “Avatar”, όπου κάθε κάδρο είναι σαν να το έχει φιλοτεχνήσει ζωγράφος. Αλλά από εκεί, όσο τέλεια και αν είναι η τεχνική, λείπει το συναίσθημα, που στο παλιό, ασπρόμαυρο φιλμ υπάρχει σε κάθε εικόνα».
Προλαβαίνετε να παρακολουθήσετε καθόλου την πολιτική επικαιρότητα τώρα που έχετε τόσο φορτωμένο πρόγραμμα λόγω της προώθησης της ταινίας; Εχετε σχηματίσει κάποια γνώμη για την οικονομική κρίση; «Δεν είμαι εξπέρ στα οικονομικά ούτε στην πολιτική και εκπλήσσομαι κάθε φορά από τη βαρύτητα αυτής της κρίσης, τη δυσκολία του να βρεθεί μια λύση συλλογικά στην Ευρώπη για αυτό το πρόβλημα που δυστυχώς έχει χτυπήσει τόσο σοβαρά την Ελλάδα. Νομίζω ότι είναι ζήτημα του πώς έχει χτιστεί αυτό το οικοδόμημα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση. Εγώ ως Γάλλος και ως Ευρωπαίος θυμάμαι ότι όποτε σκεφτόμουν την Ελλάδα θεωρούσα ότι είναι μεν μακριά, αλλά ότι υπάρχει μια καλή σχέση ανάμεσα στη χώρα μου και στη δική σας, ότι ανήκουμε στην ίδια οικογένεια, την έβλεπα με καλό μάτι. Πρέπει να ξαναδούμε τα πράγματα έτσι συναισθηματικά. Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα κινδυνεύει και χρειάζεται τη στήριξη των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ούτε η Γαλλία διανύει την πιο ευχάριστη περίοδο της ιστορίας της και καλό θα είναι να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Πρέπει επιτέλους να καταπολεμήσουμε τη διαφθορά, να ενισχύσουμε την πολιτική σταθερότητα, πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η ένωση και να βρούμε μια χρυσή τομή για να μείνουμε ενωμένοι. Επιτέλους, να καταλάβουν οι πολιτικοί πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα και να πάρουν αποφάσεις. Δύσκολες αποφάσεις».
Οσον αφορά τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό τι γνωρίζετε εσείς; Υπάρχουν, για παράδειγμα, έλληνες μουσικοί η δουλειά των οποίων σας είναι γνώριμη; «Ο ιδιοφυής Ιάννης Ξενάκης είναι ο πρώτος που μου έρχεται στο μυαλό. Γεννήθηκε στη Ρουμανία, έζησε στην Ελλάδα και έπειτα ήρθε στη Γαλλία. Ενας από τους σημαντικότερους συνθέτες και αρχιτέκτονες του 20ού αιώνα, επηρέασε με το αβανγκάρντ έργο του όσο λίγες προσωπικότητες την πορεία της τέχνης. Γνωρίζω επίσης τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, κυρίως επειδή έχει γράψει εκπληκτική μουσική για ταινίες. Εννοείται ότι έχω ακουστά και δημοφιλείς τραγουδιστές όπως η Νάνα Μούσχουρη και ο Ντέμης Ρούσσος, που τραγουδούσε κιόλας στους Aphrodite’s Child. Εννοείται πως δεν θα μπορούσα να παραλείψω τη Μαρία Κάλλας, δυστυχώς όμως δεν γνωρίζω κανέναν από τη νεότερη γενιά. Ξέρετε, όταν μου είπαν ότι θα έκανα συνέντευξη με έλληνα δημοσιογράφο μπήκα στο YouTube και έκανα μια μικρή έρευνα, αλλά δεν νομίζω ότι κατάφερα να εντοπίσω πράγματα που να είναι αντιπροσωπευτικά της σύγχρονης Ελλάδας. Ο,τι είδα μου φάνηκε λίγο-πολύ ίδιο με ό,τι ακούγεται παντού. Θα ήθελα όμως να σας μιλήσω για το ποδόσφαιρο, το οποίο λατρεύω…».
Θα μου πείτε, φαντάζομαι, για τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό… «Ναι, αν δεν κάνω λάθος, ο Παναθηναϊκός είναι πρώτος αυτή τη στιγμή. Τα παρακολουθώ όλα. Εγώ υποστηρίζω την Παρί Σεν Ζερμέν. Μετά το Euro του 2004 λέμε ότι δεν ξέρουμε ποτέ ως πού μπορεί να φθάσει μια ελληνική ομάδα. Από τότε σας θεωρούμε επικίνδυνους και το αναφέρουμε κάθε φορά με τους φίλους μου τους μουσικούς, με τους οποίους βλέπω τα ματς. Γιατί ήταν τεράστια έκπληξη, από αυτές που δεν ξεπερνιούνται εύκολα».
* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 26 Φεβρουαρίου 2012