Καθόλου εύκολη υπόθεση να βγάλεις τα άπλυτά σου στη φόρα και μάλιστα σε μορφή θεατρικού μονολόγου. Η παράσταση «Μια τεράστια έκρηξη» στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, έρχεται να μας διδάξει για δεύτερη χρονιά, ότι αν ξέρεις να εκτίθεσαι με χιούμορ, μόνο κερδισμένος μπορείς να βγεις. Πρωτοανέβηκε πέρυσι με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Πυρπασόπουλο και τώρα ήρθε η σειρά του 32χρονου συγγραφέα και σκηνοθέτη Βασίλη Μαυρογεωργίου να παίξει επί σκηνής τον εαυτό του. Και το κάνει πολύ καλά.
Ο μονόλογός του μπορεί να έχει τη μερίδα του λέοντος, ο Μαυρογεωργίου όμως δεν είναι ποτέ μόνος επί σκηνής. Η Μαρία Φιλίνη και η Κατερίνα Μαυρογεώργη είναι εκεί για να ενσαρκώσουν όσους έχουν περάσει από τη ζωή του κεντρικού ήρωα: φρικτές συμμαθήτριες στο λύκειο, που τις άκουσε τυχαία στις τουαλέτες να λένε γι’ αυτόν ότι δεν είναι καθόλου ωραίος, «είναι εντελώς μπλιαξ!». Γυναίκες που τον παράτησαν στα κρύα του λουτρού ενώ κι όταν ακόμη τα είχαν, τον σύστηναν σαν απλό φίλο για να μην χάνουν τα τυχερά τους. Στρίγκλες διαννοούμενες καθηγήτριες στο Πανεπιστήμιο, μια νευρική γιαγιά, μια φευγάτη θεία περιπτερού που γνώρισε έναν σαουδάραβα και μετακόμισε στην Κύπρο, όλα βγαλμένα απ’ τη ζωή, όσο σουρεάλ κι αν φαίνονται.
Μνήμες από τα 80s, «Ο πόλεμος των άστρων» και τα διαλυμένα playmobil μιας ξεχασμένης παιδικότητας, η κιτς διακόσμηση στο σπίτι όπου μεγάλωσε, «μπιμπελό από τη δεκαετία του ’60, πορσελάνινες μπαλαρίνες, ρολόγια-αναπτήρες, επίχρυσες κορνίζες, πλαστικά λουλούδια που στριφογυρίζουν στον αέρα», οι πρώτες, δεύτερες και τρίτες χυλόπιτες, οι αφραγκίες, η χιλιοειπωμένη ατάκα «δεν έχω όρεξη να κάνω τίποτα έχω κατάθλιψη» όλα μπερδεύονται γλυκόπικρα και καταλήγουν σε μία τεράστια έκρηξη που θα κάνει τον λούζερ του έργου να βγει τελικά νικητής βρίσκοντας τον εαυτό του. Κι αν όλο αυτό περί ευρέσεως του χαμένου εαυτού σας φαίνεται κλισέ και αναμασημένο λογύδριο ενός βαρετού ψυχαναλυτή, η παράσταση καταφέρνει να σας απογειώσει μέσα από πολύ γερές δόσεις χιούμορ και ένα δέσιμο-δόσιμο των τριών ηθοποιών που κρατά από το πρώτο ως το τελευταίο της λεπτό.
Όταν ο ήρωας αρχίζει να συζεί με μία γυναίκα που υποτίθεται ότι ήταν η γυναίκα της ζωής του: «Αν και τα πράγματα πάνε θεωρητικά προς το καλύτερο, δεν νιώθω πλέον τίποτα το ηρωικό πάνω μου. Βλέμμα άτονο, θέληση ανύπαρκτη, η δαιμονική φωτιά που έκαιγε μέσα μου…γκαζάκι του καφέ. Έχω βουλιάξει κανονικά. Το σεξ δεν είναι πια κάτι που πρέπει να κερδίζω μέρα με τη μέρα, αλλά ένα τεράστιο ζώο που σκότωσα και θα βγάλω όλο το χειμώνα τρώγοντάς το. Παχαίνω, βλέπω σίριαλ του Παπακαλιάτη, ακούω Κότσιρα. Μοιάζω με τον Οδυσσέα στο νησί της Κίρκης». Τελικά το κορίτσι που έψαχνε σε όλη του τη ζωή ήταν εκείνο που τον έκανε να γελάει και ήταν πάντα εκεί για να δίνει νόημα στην ακατάσχετη φλυαρία του και στην γιαλαντζί κατάθλιψή του.
Το βράδυ του Σαββάτου 3 Μαρτίου λοιπόν, πολλοί θεατές γελούσαν τόσο δυνατά με τα αστεία και τα ευρήματα της παράστασης, που οδήγησαν τις γηραιές κυρίες της μπροστινής σειράς να τους κάνουν παρατήρηση. Ξεβολεμένες από την άνεση του καναπέ τους, με γούνες που είχαν προσεκτικά τοποθετήσει στο κάθισμα και μαλλιά παραφουσκωμένα από το εντατικό πιστολάκι, θεώρησαν όχι και τόσο πρέπον να ξεκαρδίζεσαι όταν βλέπεις θέατρο. Λίγη ώρα αργότερα, κατάλαβαν ότι η σιγή του συγκεκριμένου κοινού ήταν αδύνατη και τα παρατεταμένα «τς τς τς…» τους, σκεπάστηκαν από τα χαχανητά όσων έβρισκαν κάτι από τον εαυτό τους, στο πρόσωπο αυτού του λούζερ.