Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δυσκολεύονται να αποσπάσουν τη συναίνεση των πολιτών τους για απανωτά δάνεια ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ προς την Ελλάδα, χωρίς να διαφαίνεται τέλος σε αυτή τη μεταφορά χρημάτων. Με επικεφαλής τη γερμανίδα καγκελάριο, ακολουθούν μια ευρωπαϊκή πολιτική στην οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο η δημοσιονομική πειθαρχία, οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες για τη διατήρηση και την ανοικοδόμηση της ευρωζώνης, καθώς και η εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας.
Η προθυμία της Ελλάδας για μεταρρυθμίσεις παρακολουθείται ωστόσο με σκεπτικισμό. Δυστυχώς δεν δόθηκε σημασία, κυρίως από γερμανικής πλευράς, στην αναγκαιότητα για πρόσθετες αναπτυξιακές «ενέσεις» ως χειρονομία αλληλεγγύης προς έναν χειμαζόμενο λαό. Το αίτημα για μεγαλύτερη ανάπτυξη απέκτησε μόλις τους τελευταίους δύο μήνες μεγαλύτερο πολιτικό βάρος εκτός Ελλάδας.
«Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» είχε πει ο Γιώργος Παπανδρέου.
Πώς θα έπρεπε να είναι η αλλαγή;
Από καθαρά οικονομική άποψη η πρόβλεψη δεν είναι καθόλου ευοίωνη, ιδίως για την περίπτωση που η Ελλάδα παραμείνει στο ευρώ. Αυτή η άποψη παραβλέπει όμως ότι ο ανθρώπινος παράγοντας απαιτεί μια πολύ ευρύτερη θεώρηση: «Τα συναισθήματα είναι τα πιο σκληρά δεδομένα στην πολιτική» λέει ένα παλιό ρητό. Οποιος υιοθετήσει μια τέτοια θεώρηση θα βρει πιο εύκολα και τον δρόμο εξόδου από την κρίση.
Για να μην πέσουμε όμως σε άκριτη ψυχολογία πρέπει να παραπέμψουμε στο ιδιαίτερο πλέγμα συνθηκών που συνέβαλαν στην ελληνική κρίση και εμποδίζουν την έξοδο από αυτήν. Σε αυτό ανήκουν ιστορικές και γεωψυχολογικές παράμετροι, όπως η πελατειακή πολιτική, ο νεποτισμός, καθώς και άλλοι τρόποι συμπεριφοράς, όπως η μεγάλη ελληνική απλοχεριά. Μετά την περίοδο της αρχαίας Ελλάδας, η οποία αποτελεί την κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού και στην οποία γεννήθηκε η έννοια της δημοκρατίας, ακολούθησαν πολλοί αιώνες της προσαρμογής του λαού σε ξένους κατακτητές.
Μόλις το 1974, με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, άνοιξε ο δρόμος προς τη σημερινή δημοκρατία. Δεν είναι του παρόντος η ανάλυση αυτών των συνθηκών. Το αποτέλεσμά της όμως θα έδειχνε πως μια αλλαγή των νοοτροπιών θα ήταν μια μακρά και επίπονη πορεία. Μια σημαντική ελληνική ιδιαιτερότητα συνίσταται επίσης στην οξεία αντίθεση ανάμεσα στις αστικές συνθήκες ζωής στην Αθήνα και στις «φυσικές» στα νησιά της χώρας. Αυτό προκαλεί εντελώς διαφορετικές συναισθηματικές αντιδράσεις απέναντι στην καθίζηση του κράτους και οδηγεί σε διαφορετικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση της κρίσης.
Για την υπερνίκηση της κρίσης όμως οι άνθρωποι χρειάζονται ένα όραμα: με τη σημερινή δεσπόζουσα απόγνωση δεν μπορεί να ζήσει κανείς. Στη θέση της θα έπρεπε να μπουν θετικοί στόχοι που θα μπορούσαν να γίνουν κατανοητοί και να υλοποιηθούν από την πλειονότητα. Οι άνθρωποι χρειάζονται κάτι το οποίο αξίζει τον κόπο να πραγματοποιηθεί. Ιδίως η νεολαία πρέπει να ξαναβρεί επαγγελματική προοπτική. Η μετανάστευση θα πρέπει να πάψει να αποτελεί ιδανικό για τους εκπαιδευμένους εργάτες και τους πτυχιούχους. Η μεταφορά περιουσίας πρέπει να παύσει να είναι η κύρια φροντίδα των εχόντων. Χαρισματικά πρόσωπα είναι, ως πρότυπα, ιδιαίτερα κατάλληλα για να προκαλέσουν αλλαγή της συμπεριφοράς άλλων ατόμων. Για τον λόγο αυτόν αποτελεί καλό σημάδι η πρόσφατα ανακοινωθείσα παραίτηση ορισμένων προσωπικοτήτων από τις αποδοχές τους. Θα ήταν καλό αν ανελάμβαναν όσο το δυνατόν περισσότεροι πλούσιοι και ισχυροί τον ρόλο κοινωνικού προτύπου.
Παρά τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, μπορούν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα πολλά ελληνικά και ελληνογερμανικά προγράμματα στους τομείς της ηλιακής ενέργειας, του τουρισμού και της αγροτικής παραγωγής τα οποία θα ήταν δυνατόν να επιδοτηθούν μακροπρόθεσμα από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία και άλλες πηγές. Στα ελληνικά και ξένα μέσα ενημέρωσης θα έπεφτε έτσι ο σημαντικός αλλά ασυνήθιστος ρόλος, αντί να περιγράφουν συνεχώς προβλήματα, να παρουσιάζουν αυτά τα προγράμματα ως την αρχή μιας εκκολαπτόμενης ανάπτυξης, για να διεγείρουν τη φαντασία και το κέφι για ανάπτυξη στην ελληνική κοινωνία.
Η Ελλάδα δεν εκπροσωπεί μόνο το παρελθόν της Ευρώπης, αξίζει και το μέλλον της. Επανιδρύσου, Ελλάδα!
Ο κ. Πέτερ Βαλσμπούργκερ είναι καθηγητής Ψυχολογίας και Βιοψυχολογίας στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο FU του Βερολίνου.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ