Δυόμισυ χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην Ελλάδα, σημαντικά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Γιατί η κρίση στην οικονομία γενικεύτηκε τόσο γρήγορα σε κρίση πολιτική και συστημική; Γιατί τα ελληνικά πολιτικά κόμματα αποδείχτηκαν διαχρονικά αλλά και εν μέσω κρίσης ανίκανα να παράξουν απαντήσεις και να εφαρμόσουν ρεαλιστικές λύσεις για τα διογκούμενα προβλήματα; Στο συμβολικό επίπεδο, ο σχηματισμός της κυβέρνησης Παπαδήμου μας θύμισε το μοτίβο της μεταπολίτευσης.
Φυσικά, το 1974 ήταν η στρατιωτική χούντα που είχε οδηγήσει τη χώρα στο χείλος του γκρεμού και κάλεσε τον πολιτικό κόσμο και τον Κωσταντίνο Καραμανλή να κρατήσει τα ηνία. Αντιθέτως, το 2011 ήταν ο πολιτικός κόσμος που κάλεσε, στο παρά πέντε πριν την κατάρρευση, έναν τεχνοκράτη. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις ήταν οι ως τότε κυβερνώντες, αδύναμοι να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον κίνδυνο της κατάρρευσης, που αναγνώρισαν την ανικανότητά τους καλώντας μια δυναμική προσωπικότητα από το εξωτερικό για να αναλάβει να σώσει και να κατευθύνει τη χώρα.
Περισσότερο και από “το τέλος της μεταπολίτευσης”, η κυβέρνηση Παπαδήμου συμβολίζει μια “νέα μεταπολίτευση”. Στην κρίσιμη συγκυρία που βιώνουμε τα τελευταία δυόμισι χρόνια, καθρεφτίστηκε ο μεγάλος ασθενής: ένα πολιτικό σύστημα που χαρακτηρίστηκε από στρεβλώσεις στην εκπροσώπηση των κοινωνικών ομάδων τόσο μεγάλες, που παρέλυσαν τη λήψη και εκτέλεση των αποφάσεων. Τα δύο μεγάλα κόμματα εξουσίας εξάντλησαν τον κύκλο τους και δεν αποτελούν συντεταγμένες εναλλακτικές προτάσεις διακυβέρνησης.
Αυτό σφραγίστηκε συμβολικά με τη δέσμευση των κομμάτων που στηρίζουν την κυβέρνηση Παπαδήμου να εφαρμόσουν απαρέγγλιτα το οικονομικό πρόγραμμα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών. Aλλά δεν είναι αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων και των μνημονίων με τους πιστωτές και τους εταίρους της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ήταν μια πραγματικότητα καθ’ όλη την περίοδο που οδήγησε στο ξέσπασμα της κρίσης.
Ο εκλογικός νόμος και ο ασφυκτικός εναγκαλισμός κάθε πτυχής της δημόσιας ζωής από τα πολιτικά κόμματα συντήρησαν για χρόνια το ψευτοδίλημμα μεταξύ «Κεντροδεξιάς» και «Κεντροαριστεράς», όταν το πραγματικό δίπολο ήταν και είναι η στήριξη ή η αντίσταση στις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Είναι ολοφάνερο ότι μεταρρυθμιστές υπήρχαν και υπάρχουν στα δύο μεγάλα κόμματα και έξω από αυτά. Θα μπορούσαν να εκφράσουν τις δυναμικές κοινωνικές ομάδες που ασφυκτιούσαν μέσα στη στασιμότητα και την αδράνεια και τώρα ασφυκτιούν στη μέγγενη της κρίσης.
Όμως οι προτάσεις τους πνίγηκαν σε ατελείωτους εσωκομματικούς διαλόγους και γενικόλογες τοποθετήσεις επειδή τόσο η ΝΔ όσο και το ΠαΣοΚ απευθύνθηκαν σε ετερόκλητες ομάδες και συμφέροντα. Όμως, οι σκληρά εργαζόμενοι και χαμηλά αμειβόμενοι νέοι δεν είχαν ούτε έχουν κάτι κοινό με τους πρόωρα και προνομιακά συνταξιοδοτηθέντες δημοσίους υπαλλήλους. Ούτε ο δυναμικός μικρομεσαίος επιχειρηματίας μιλάει την ίδια γλώσσα με τον αγροτοπατέρα που κατανάλωσε κοινοτικές επιδοτήσεις και κρατικές ενισχύσεις χωρίς αντίκρισμα στην αγροτική παραγωγή.
Στο όνομα της πολυσυλλεκτικότητας και της πολιτικής σταθερότητας, τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα και κάθε τολμηρή και ρεαλιστική μεταρρυθμιστική πρόταση σκόνταψε στις εσωτερικές αντιστάσεις. Η οικονομική κρίση μετατράπηκε γρήγορα σε πολιτική και συστημική γιατί το διπολικό πολιτικό μας σύστημα συντήρησε εκ των έσω την αδράνεια ενώ απαιτούνταν και απαιτούνται γρήγορες αντιδράσεις. Η σημερινή κρίσιμη και πιεστική συγκυρία δονεί τους κοινωνικο-πολιτικούς συσχετισμούς και επέπτρεψε ήδη την αλλαγή των κοινοβουλευτικών ισορροπιών.
Οι επερχόμενε εκλογές προσφέρουν έτσι μια σημαντική ευκαιρία να αποκτήσει η χώρα περισσότερα, μικρότερα και πιο ευέλικτα κόμματα εξουσίας που θα αφήνουν τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις να αναπνεύσουν και να συνεργαστούν. Είναι τώρα απαραίτητος ένας νέος, πιο αναλογικός εκλογικός νόμος, που θα κάνει δυνατές νέες κυβερνητικές συγκλίσεις στη βάση πραγματικών συμφερόντων και εναλλακτικών πολιτικών επιλογών.